Αντίο Θανάση Βαλτινέ!

Τέλης Σαμαντάς 30 Οκτ 2024

Αντίο Θανάση Βαλτινέ. Αντίο μεγάλε συγγραφέα που μας δίδαξες το ύφος και το ήθος της γλώσσας, ιστορώντας τις αγωνίες και τα πάθη των ανθρώπων του τόπου αυτού .

Κι αντίο φίλε, που, από τον καιρό της δικτατορίας, στάθηκες, απαρασάλευτος, δίπλα μας. Σε αποχαιρετούμε περήφανα. Η κληρονομιά που μας αφήνεις είναι αμέτρητη.

[…] Μετά την Κόρινθο μας έστειλαν ατμοπλοϊκώς στον Βόλο. Από τον Βόλο, με τον «Λαρισαϊκό», πήγαμε Θεσσαλονίκη. Μας πήγαν στο Νάρες, στρατόπεδο. Ήμαστουν υπό γαλλική διοίκηση εκεί. Μας ανέβασαν στον Χορτιάτη, τον λόχο μας, για εκπαίδευση. Χειροβομβίδες και «νέα όπλα». Ένα μήνα. Ύστερα μας έστειλαν στο μέτωπο. Στην Καρατζόβα. Αριδαία. Ένας κάμπος εκεί, προς τα σύνορα. Διώξαμε τους Βούλγαρους. Φτάσαμε έξω από τη Σόφια, στο Τσάρεβιτς Σέλο. Στον κήπο του Βόριδος. Του διαδόχου.

Εκεί κάναμε νηστικοί δώδεκα μέρες. Όλο πορεία. Τα μεταγωγικά δεν μας προλάβαιναν. Τρώγαμε σιλίβδες. Γεμάτος ο τόπος. Αγριοδαμάσκηνα. Από αυτές φτιάχνουν τη σλιμποβίτσα. Είχαμε συνταγματάρχη έναν Γαργαλίδη. Δεν θυμάμαι τον μέραρχο. Γαργαλίδης Παναγιώτης, ο ίδιος που έκανε το '23 το Κίνημα με τον Μεταξά.

Φύγαμε από τη Βουλγαρία. Τραβήξαμε προς Σερβία. Βρίσκαμε στρούγκες στον δρόμο. Φτάσαμε στα Βελεσά. Περνάει ο Αξιός από μέσα. Εκεί μάθαμε ότι υπόγραψε η Αυστρία την ανακωχή. Είχαμε αναμμένες κάτι φωτιές. Είχαμε μπομποτάλευρο να φτιάξουμε χυλό. Αρχίσαμε να πετάμε τα δαυλιά στον αέρα. Ζήτω η ειρήνη, ζήτω η ειρήνη […]

«Το Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη»

[…] Ως το μεσημέρι ψάχναμε για νερό. Στο τέλος βρήκαμε κοντά σε κάτι αμπέλια. Ήταν ένας βράχος υγρός γεμάτος μούσκλια κι από μια σκισμή έσταζε κάθε τόσο.

Ο Μπρατίτσας έβαλε το παγούρι του να γεμίσει κι όσο να πιάσει λίγο, παίρναμε μούσκλια και βρέχαμε τα χείλια μας.

Σε λίγο ήπιαμε από μια γουλιά και ξαναβάλαμε το παγούρι. Φύσαγε λίβας. Ερχότανε καυτός απ' τη μεριά του και η γη μπροστά μας ασφυκτιούσε. Σα να 'λιώναν οι αδένες της. Πέσαμε δίπλα δίπλα στη ρίζα του βράχου και περιμέναμε να γεμίσει το παγούρι. Ξέραμε πως θα πεθάνουμε μέσα σε τούτο το καλοκαίρι. Μπροστά μας τ' αμπέλια και οι συκιές που τα παράστεκαν στις άκρες ωρίμαζαν μια γλύκα αβάσταγη. Ο Μπρατίτσας σηκώθη πήρε το παγούρι. Το 'δωσε πρώτα στον Νικήτα, ύστερα σε μένα. Ήπιε και ο ίδιος […]

«Η Κάθοδος των εννιά»

[...] Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις – και όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια λάθος ηλικία επίσης. Δηλαδή μεγάλη. Θα προτιμούσα να ξέρω τρακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω μ' αυτές. Να μη χρειάζομαι άλλες. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς.

Σαν τη θάλασσα που την έχουν κάνει και σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί. Χτυπιέται κι ύστερα αποκάνει κι εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη, ενώ είναι η πιο βαθιά απελπισία. Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που τις δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει, πράγμα που είναι επίσης σκλαβιά.

Αλλά τώρα πρέπει να φύγω...

«Μπλέ βαθύ, σχεδόν μαύρο»