Αντιφατική Ευρωπαϊκή πολιτική

Χρίστος Αλεξόπουλος 19 Ιαν 2014

Τον Μάϊο του 2014 γίνονται οι Ευρωεκλογές. Το κλίμα δεν είναι ιδανικό. Τα προβλήματα είναι πολλά και οι αντιφάσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής ακόμη περισσότερες. Μια ψύχραιμη προσέγγιση της κατάστασης οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι τόσο οι ευρωπαϊκές κοινωνίες όσο και το ευρωπϊκό πολιτικό σύστημα πρέπει να πάρουν σημαντικές και σε μεγάλο βαθμό καθοριστικές για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσεις. Και αυτό πρέπει να συμβεί χωρίς χρονοτριβή. Ειδάλλως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα καταρρεύσει. Ήδη έχουν αρχίσει να διακινούνται σκέψεις και πολιτικές, οι οποίες θα δρορμολογήσουν την δραματική αποσταθεροποίηση της μέχρι τώρα κοινής πορείας των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Είναι γνωστό, ότι η κυβέρνηση της Ολλανδίας παρουσίασε προσφάτως ένα κατάλογο 54 θεματικών στο πλαίσιο διεκδίκησης επιστροφής αυτών των αρμοδιοτήτων από το ευρωπαϊκό στο εθνικό επίπεδο. Ανάλογη κίνηση έχει γίνει και στο Λονδίνο, όπου αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων υποβάλλει αίτημα για επιστροφή αρμοδιοτήτων.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η προεκλογική συμμαχία του Γαλλικού Εθνικού Μετώπου με την Μαρί Λεπέν και του Ολλανδικού Κόμματος της Ελευθερίας με τον Χερτ Βίλντερς. Το ακόμη πιο αρνητικό όμως είναι, ότι στις ευρωπαϊκές κοινωνίες αρχίζει να διαμορφώνεται η αίσθηση, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης λόγω της ακολουθούμενης πολιτικής για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Αυτή δε η αίσθηση είναι πολύ πιθανό να εκφρασθεί και στις Ευρωεκλογές με την υπερψήφιση πολιτικών σχημάτων, τα οποία κινούνται στο χώρο του ευρωσκεπτικισμού και του λαΙκισμού δεξιάς και αριστεράς, ενώ προωθούν με επίταση την επανεθνικοποίηση της πολιτικής.

Σε αυτή την περίπτωση θα φανούν ανάγλυφες οι αντιφάσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής και τα λάθη των κομμάτων, τα οποία για χρόνια κυβερνούσαν τις ευρωπαϊκές χώρες προωθόντας υποτίθεται την οικοδόμηση της Ενωμένης Ευρώπης. Και αυτά δεν είναι λίγα. Οι ευθύνες είναι μεγάλες.

Κατ΄αρχήν, από το ένα μέρος ομιλούν όλοι για την προώθηση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, ενώ ακολουθούν μια πολιτική με εθνικά χρακτηριστικά. Ενώ είναι ανιχνεύσιμη η λογική του «εθνικού» συμφέροντος, απουσιάζει η ευρωπαϊκή διάσταση και στόχευση. Είναι δε απορίας άξιο να εμμένουν οι κυβερνήσεις στο εθνικό συμφέρον σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, στην οποία οι επιμέρους εθνικές οικονομίες έχουν περιφερειακό ρόλο και αντίστοιχο ειδικό βάρος, όταν δεν είναι σε θέση να ασκήσουν επιρροή σε γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Διότι οι επιμέρους ευρωπαϊκές οικονομίες αποκτούν ιδιαίτερο βάρος στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης, εφ΄όσον βεβαίως υπάρχει εκτός από την νομισματική και η οικονομική και πολιτική ένωση. Σε αυτό το πλαίσιο διασφαλίζεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η ισόρροπη ανάπτυξη και η αντιμετώπιση των προβλημάτων της ευρωπαϊκής περιφέρειας, από το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το οποίο είναι αποτέλεσμα της ταυτόχρονης δημοσιονομικής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, μέχρι την ραγδαία συρρίκνωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.), κατά 25 % στην Ελλάδα τα πέντε τελευταία χρόνια, το χρέος και την χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Δυστυχώς όμως αντί να επιταχυνθούν οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων με ευρωπαϊκή προοπτική, παρατηρούνται εθνικιστικού τύπου πρακτικές, οι οποίες υποσκάπτουν το μέλλον της Ευρώπης. Στο μέτρο δε που η Ευρώπη παραμένει δέσμια αυτών των πρακτικών, δεν μπορεί ως γεωστρατηγικός και γεωπολιτικός παίκτης να συμμετάσχει σε πλανητικών διαστάσεων διαδικασίες ως ισότιμος και ισχυρός εταίρος και να παίξει ρυθμιστικό ρόλο. Για να έχει αυτή τη δυνατότητα πρέπει να λειτουργεί ως ενιαίο μόρφωμα. Ειδάλλως αποτελεί ουρά των πλανητικών ισορροπιών, τις οποίες διαμορφώνουν άλλοι.

Οι αντιφάσεις δυστυχώς έχουν ευρύτερες διαστάσεις και δεν περιορίζονται στο πολιτικό επίπεδο. Ενώ χρησιμοποιείται ο όρος ευρωπαίος πολίτης, επί της ουσίας πρόκειται για κενή περιεχομένου έννοια. Ευρωπαϊκή συνείδηση και ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν υπάρχουν. Κυριαρχούν είτε εθνική συνείδηση και αντίστοιχη κοινή γνώμη είτε οι επιπτώσεις των σύγχρονων μαζικών κοινωνιών του νεοφιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, οι οποίες διαμορφώνουν καταναλωτές και μόνο. Με αυτό τον τρόπο όμως δεν μπορεί να προχωρήσει η ουσιαστική σύγκλιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Τόσο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όσο και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών δεν αξιοποιούν τις κοινές αναφορές στον ανθρωπισμό, ο οποίος λειτούργησε ως κοινός τόπος στο παρελθόν και οριοθέτησε σε μαγάλο βαθμό τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στην ιστορική του διαδρομή. Ούτε εντάσσεται λειτουργικά στο κοινωνικό γίγνεσθαι η νέα πραγματικότητα της ψηφιακής εποχής. Η ψηφιακή τεχνολογία αξιοποιείται μόνο για την επίτευξη μεγαλύτερης λειτουργικότητας και απόδοσης των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων (οικονομικό, υγείας, δημόσια διοίκηση, κ.λ.π.), στα οποία ο άνθρωπος, ο σύγχρονος πολίτης είναι ένα εξάρτημα και όχι υποκείμενο.

Με αυτά τα δεδομένα όμως δεν είναι εφικτή η διαμόρφωση κλίματος αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η επίκληση της είναι ένα ιδεολόγημα, το οποίο χρησιμοποιούν οι πολιτικοί για τη νομιμοποίηση των αποφάσεων τους, χωρίς να έχει αναφορά στην πραγματικότητα. Σε αυτήν κυριαρχούν φοβίες για τυχόν αρνητικές επιπτώσεις, στην περίπτωση που η όμορη ευρωπαϊκή κοινωνία αντιμετωπίζει προβλήματα, όπως αυτά της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη. Είναι τραγικό, αλλά αποτελεί πραγματικότητα, ότι επικρατεί με τις ευλογίες των εθνικών πολιτικών συστημάτων η άποψη, πως στη σύγχρονη εποχή της διαπλοκής και αλληλεξάρτησης μπορούν να παραμένουν αλώβητες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, όταν οι διπλανοί τους έχουν προβλήματα.

Είναι δε υποκριτικό και επικίνδυνο, σε κοινωνίες με οικονομικά προβλήματα, οι οποίες βεβαίως είναι μέλη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, να θεωρείται, ότι πρέπει να μπουν φραγμοί στην ελεύθερη διακίνηση των πολιτών τους, για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα στο εθνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας αυτών, οι οποίες δεν έχουν πρόβλημα. Αυτό το θέμα μπήκε από ένα τμήμα του γερμανικού πολιτικού συστήματος για τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Όμως αυτό ισχύει μόνο για τους ανειδίκευτους, τους οποίους δεν χρειάζεται η γερμανική οικονομία. Διότι κατά τα άλλα από το 1990 μέχρι σήμερα η Γερμανία έχει δεχθεί 2.000 γιατρούς σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ρουμανικού Ιατρικού Συλλόγου Vasile Astarastoae. Το σύνολο δε των γιατρών, οι οποίοι μετανάστευσαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, φτάνει τις 21.000, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν πρόβλημα τα νοσοκομεία της Ρουμανίας. Αυτό το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης προς τις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά από τον Ευρωπαϊκό Νότο, ο οποίος πλήττεται με ιδιαίτερη σφοδρότητα από την κρίση, αφορά όχι μόνο τη Ρουμανία. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες. Δείχνει δε την ανυπαρξία ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής για ισόρροπη ανάπτυξη, ώστε να μην αιμοραγούν οι κοινωνίες του Νότου, ούτε να δημιουργείται πρόβλημα στην αγορά εργασίας στο Βορρά από τις μεταναστευτικές ροές ατόμων, τα οποία κινούνται στα όρια της φτώχειας. Εκτός και εάν θεωρείται από την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία, ότι η ραγδαία αύξηση της νεανικής ανεργίας δεν θα οδηγήσει σε εκρηκτικές καταστάσεις. Τα χρονικά περιθώρια συνεχώς στενεύουν.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η πολιτική διαχείριση του χρόνου δεν συμπορεύεται με την ταχύτητα της εξέλιξης τόσο σε πλανητικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ισορροπήσει τα κριτήρια σχεδίασης εθνικής πολιτικής με τα αντίστοιχα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όσο η πολιτική και οικονομική ενοποίηση καθυστερεί, τόσο η ισορροπία θα είναι προβληματική, διότι η πολιτική νομιμοποίηση των κομμάτων έχει εθνική και όχι ευρωπαϊκή αναφορά. Οι κυβερνήσεις λογοδοτούν στα εκλογικά σώματα των χωρών τους και αυτά λειτουργούν και κρίνουν με βάση αυτό, που βιώνουν στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας. Η ταχύτητα δε του χρόνου ποικίλει από κοινωνία σε κοινωνία. Και συνήθως σε κοινωνίες, στις οποίες ο χρόνος εξελίσσεται αργά, εκεί οι αλλαγές είναι πιο βίαιες και απειλούν με αποσταθεροποίηση τα διάφορα κοινωνικά συστήματα, από το οικονομικό μέχρι το πολιτικό. Η Ελλάδα είναι το καλύτερο παράδειγμα. Πέρα από αυτό, καθυστερεί και η αναπτυξιακή διαδικασία και η άμβλυνση των ανισοτήτων μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν δεν αντιμετωπισθεί αυτή η ανισορροπία θα έχουμε παγίωση της Ευρώπης των δύο ταχυτήτων, του πλούσιου Βορρά και του φτωχού Νότου. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα συμβάλλει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η ευθύνη δε θα βαρύνει τόσο το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα όσο και τις κοινωνίες, οι οποίες συνθέτουν την Ενωμένη Ευρώπη. Η μη ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος εγκυμονεί κινδύνους επιστροφής στην βαρβαρότητα της περιόδου πριν από την έναρξη πραγμάτωσης του ευρωπαϊκού οράματος. Αυτό θα σήμαινε ενταφιασμό της ειρήνης και σταδιακή κατάρρευση των κοινωνιών, οι οποίες γηράσκουν με τον πιο γρήγορο ρυθμό συγκριτικά με αυτές των άλλων ηπείρων.

Γι’αυτό φαίνονται και είναι το λιγότερο αστείες και ασόβαρες επιλογές κομμάτων και πολιτικών να μην παρίστανται σε τελετές ανάληψης της ευρωπαϊκής προεδρίας από την χώρα τους, για να δείξουν την διαφωνία τους, σωστή ή λάθος, με επιλογές της κυβέρνησης. Αυτό δείχνει, ότι ακόμη δεν έχει γίνει συνείδηση η πολλή δουλειά, η οποία απαιτείται για την προώθηση της ευρωπαϊκής προοπτικής. Η ιστορία δεν γράφεται με επικοινωνιακούς όρους, ούτε με λαϊκισμούς, οι οποίοι έχουν εθνικό περιτύλιγμα. Το κοινωνικό συμφέρον διασφαλίζεται με ισχυρή και ενιαία Ευρώπη. Οι εθνικές κυβερνήσεις οφείλουν να συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση.