Αντιφασιστικές δυσκολίες και «αντιμεταρρυθμιστική» σύγχυση

Νίκος Μπίστης 15 Σεπ 2012

Έντρομος από την ραγδαία άνοδο του νεοναζισμού στην χώρα μας ο Σωτήρης Βαλντέν μας καλεί σε πανδημοκρατική αντιφασιστική κινητοποίηση με μέτωπο από την ΝΔ ως το ΚΚΕ( πολύ σωστά) και ζητά από όλους να επικεντρωθούν στον ανερχόμενο κίνδυνο και όχι στην δικαίωση των απόψεων τους για το μνημόνιο.( επίσης πολύ σωστά). Μόνο που επειδή σε όλο του το άρθρο ο ίδιος παραβιάζει τον παραπάνω κανόνα οδηγείται τόσο σε λογικά αδιέξοδα όσο και σε εσφαλμένα ιστορικά συμπεράσματα, πράγμα εξαιρετικά περίεργο για ένα αριστερό με πλούσια αγωνιστική διαδρομή και σκέψη, όπως ο Σωτήρης.

Α.
Τι λέει ο Βαλντέν; «Το πάθος κατά του ΣΥΡΙΖΑ και των λοιπών αντιμνημονιακών, οδηγεί τους «μεταρρυθμιστές» μας να παραβλέπουν πως το φαινόμενο ΧΑ δεν άνθησε, λ.χ., το 2000 επί Σημίτη, αλλά σήμερα που ο έλληνας πολίτης έχει φθάσει σε απόγνωση από τα βάρβαρα μέτρα της «προσαρμογής» και τιμωρίας των Ελλήνων, σήμερα που η ανεργία είναι στο 25% -και 55% στους νέους, σήμερα που η παράνομη μετανάστευση έχει γιγαντωθεί με τους «εταίρους» μας να σφυρίζουν αδιάφοροι, σήμερα τέλος που η αξιοπιστία του πολιτικού κόσμου έχει φθάσει στο μηδέν. Αν συνεπώς ψάχνουμε για τις ρίζες του κακού, καλά θα κάνουμε να βλέπουμε και το δάσος, όχι μόνο κάποια δέντρα.» Προφανώς η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης και η όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων, καλλιεργεί το έδαφος για την ακροδεξιά. Αλλά αυτή είναι μια μονομερής και γι’ αυτό επιδερμική προσέγγιση του φασιστικού φαινομένου. Με βάση αυτήν, είναι ανεξήγητη η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων σε χώρες με αξιολόγηση ΑΑΑ και ισχυρό κοινωνικό κράτος, στην Αυστρία εδώ και 15 χρόνια, στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Φιλλανδία, στην ίδια τη Γαλλία με τα υψηλά ποσοστά της Λεπέν. Πέρα από τα υπαρκτά οικονομικοκοινωνικά αίτια, υπάρχει η αυτονομία του εποικοδομήματος, η δράση της ιδεολογίας, οι διαβρωτικές συνέπειες του εθνικολαϊκισμού (με αναμφισβήτητη ευθύνη ενός μέρους της Αριστεράς), του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, του εθισμού στη βία και την ανομία, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, της πολιτιστικής υποβάθμισης, όλων αυτών που συστηματικά κατεδάφιζαν στις συνειδήσεις των ανθρώπων τα φράγματα που είχε στήσει η αντιφασιστική κληρονομιά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση της χούντας. Επειδή ο Βαλντέν ξέρει από Ιστορία, προσπαθεί να μετριάσει την απολυτότητα του επιχειρήματος. «Ο φασισμός σίγουρα δεν έπεσε από τον ουρανό. Διερευνώντας τις ρίζες του, ασφαλώς επισημαίνουμε νοοτροπίες και πρακτικές που προϋπήρχαν διάχυτες στην κοινωνία και που τροφοδότησαν το φαινόμενο αυτό». Το λάθος του είναι ότι ενώ επισημαίνει τα παραπάνω, στο τέλος τα «ξεπετάει» με χαρακτηριστική άνεση, τα υποβαθμίζει στην κατηγορία του δέντρου, ενώ αυτός νομίζει ότι έχει την πανοραμική άποψη του δάσους. Το αντίστροφο συμβαίνει: χάνει το όλο και επικεντρώνεται σε ένα σημαντικό επί μέρους. Το επιχείρημα για την περίοδο Σημίτη, αποτελεί μια καλή συνδικαλιστική προσπάθεια, χωρίς όμως βάση. Γιατί, κατά την καλή αυτή περίοδο για τον τόπο – όπου το βέλος της οικονομίας ήταν προς τα πάνω και κυρίως υπήρχε σχέδιο και πολιτικό πρόταγμα – άνθισαν παράλληλα και πολλά άνθη του κακού, με τα οποία τουλάχιστον ο Σημίτης ήταν σε συνεχή αντιπαράθεση. Χριστόδουλος, Καρατζαφέρης, ταυτότητες, κυνήγι Αλβανών εργαζομένων και Αλβανών μαθητών σημαιοφόρων, συνεχείς καταλήψεις και καταστροφές από αναρχικούς και αντιεξουσιαστές και άλλα πολλά διαμόρφωναν – με την ελάχιστη αντίδραση της παραδοσιακής αριστεράς που ήταν απασχολημένη με την ανατροπή του Σημίτη και την αντικειμενική διευκόλυνση του Καραμανλή – το έδαφος στο οποίο πάτησε μετά η Χρυσή Αυγή. Πράγματι, ο φασισμός δεν έπεσε από τον ουρανό και δεν είναι προϊόν μόνο της κρίσης και του μνημονίου. Το αυγό ήταν εκεί με το φίδι μέσα.

Β. Παράλληλα, ο Σωτήρης Βαλντέν προσπαθεί να μας προστατεύσει από το λάθος – που όμως υπάρχει μόνο στο μυαλό του – να ερμηνεύσουμε την επέλαση του φασισμού ως αποτέλεσμα της ανομίας που καλλιεργούν αριστερά και συνδικάτα. Κατά τον αρθρογράφο, όλοι μαζί έχουμε πάθει ψύχωση με τον Τσίπρα και του φορτώνουμε όλα τα κακά της μοίρας μας, μαζί και την Χρυσή Αυγή. Κάποιοι ελάχιστοι μπορεί να το κάνουν, οι περισσότεροι κρατάμε μια ισσοροπημένη και ψύχραιμη στάση. Βεβαίως επισημαίνουμε σε αυτήν την αλλοπρόσαλλη αριστερά κινδύνους όχι μόνο από αντιευρωπαϊκές προσεγγίσεις – φαντάζομαι ότι ο Σωτήρης έχει παρακολουθήσει τοποθετήσεις έμμεσες υπέρ δραχμής και άμεσες υπέρ χρεοκοπίας – αλλά κυρίως από πρακτικές που διευκολύνουν την Χρυσή Αυγή. Πρακτικές που θέλει να αγνοεί ή να μην αξιολογεί τις συνέπειές τους, με αποτέλεσμα ο Βαλντέν να πέφτει με φόρα στο αντίστροφο λάθος, εμφανίζοντας αυτήν την Αριστερά αθώα και παρεξηγημένη. Και θέλω να ρωτήσω: η ανομία, την οποία τόσο ουδέτερα αντιπαρέρχεται ο Βαλντέν και ο εθισμός στην καθημερινή βία, δεν αποτελούν μείζονα προβλήματα απολύτως συνδεδεμένα με το θέμα που μας απασχολεί; Η «αριστερή» Κερατέα δεν προετοίμασε την ακροδεξιά Ραφήνα, την Κόρινθο, το Μεσολόγγι, την Καλαμάτα και όσα αποκρουστικά έπονται; Και αυτά από τον ουρανό πέσανε; Οι νεκροί της Marfin στην Σταδίου δεν είναι προάγγελος των μαχαιρωμάτων των μεταναστών, ή επειδή στους πρώτους ενέχεται το «κίνημα» δεν επιτρέπεται να κάνουμε τον συσχετισμό; Και δεν συμψηφίζω γιαούρτια με τάγματα εφόδου, εδώ μιλάμε για νεκρούς. Η πολύμηνη συνύπαρξη «αριστερών αγανακτισμένων» με τους ακροδεξιούς της πάνω πλατείας Συντάγματος, η άρνηση εφαρμογής του νόμου στα Πανεπιστήμια, το «κτίσιμο» καθηγητών, τα «δεν πληρώνω, όχι γιατί δεν έχω αλλά γιατί έτσι γουστάρω», δεν «νομιμοποίησαν» τις σημερινές θρασύτατες προκλήσεις της Χρυσής Αυγής; Όλα αυτά βεβαίως και δεν σημαίνουν πως αποδεχόμαστε ότι «ο Τσίπρας και οι άλλοι δεν διαφέρουν και τόσο από τους τραμπούκους του Μιχαλολιάκου», μομφή που απευθύνει ο Βαλντέν σε κάποιους από μας. Προφανώς ούτε ο Τσίπρας, ούτε η Παπαρήγα, ούτε ο Μίκης με την Σπίθα του θέλουν την ενίσχυση της Χρυσής Αυγής. Ούτε οι Γερμανοί κομμουνιστές ήθελαν την ενίσχυση του Χίτλερ την δεκαετία του 30, θέτοντας όμως ως πρώτο εχθρό – μαζί με τους ναζί – την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, εκμηδενίζοντας με την θεωρία του σοσιαλφασισμού κάθε δυνατότητα συγκρότησης αντιφασιστικού μετώπου, κατεβαίνοντας μαζί με τους ναζί σε απεργίες, διευκόλυναν αντικειμενικά τον Χίτλερ στην κατάληψη της εξουσίας.

Γ. Και με αφορμή το τελευταίο ιστορικό παράδειγμα έρχομαι στο κάλεσμα του Σωτήρη για πανδημοκρατικό μέτωπο και στην απόλυτη αντιστροφή της πραγματικότητας που επιχειρεί. Διαβάζοντας το άρθρο του κάποιος που δεν ζει στην Ελλάδα και δεν ακούει ειδήσεις θα διαμορφώσει την εντύπωση ότι ο Τσίπρας είναι έτοιμος να ηγηθεί αντιφασιστικού μετώπου και τον αποτρέπουμε εμείς με τον «μεταρρυθμιστικό σεχταρισμό μας». «Καλλιεργείται» μας λέει ο Βαλντεν «μια νέα διχοτομία στην ελληνική κοινωνία : από τη μια πλευρά οι «κακοί» με τους ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΧΑ, Καμμένο, συνδικάτα, παλαιο-Πασόκους και γενικότερα κάθε αντιμνημονιακό (με αιχμή πάντα τον Τσίπρα), και από την άλλη οι «καλοί» με τη ΝΔ, ό,τι απέμεινε από το ΠΑΣΟΚ, τη «κυβερνώσα» ΔΗΜΑΡ (πλην Βουδούρη) και τον κ. Μάνο. Η διαίρεση αυτή είναι προβληματική για πολλούς λόγους. Εν προκειμένω έρχεται σε αντίθεση και με τις επιταγές ενός πανδημοκρατικού αντιφασιστικού μετώπου που εμφανίζεται έτσι να αποπροσανατολίζει από τον «κύριο εχθρό»». Υποθέτω ότι πριν μας πει τα παραπάνω ο Βαλντεν θα συμφώνησε με τον Τσίπρα στο ποιος είναι ο «κύριος εχθρός». Γιατί μέχρι αυτή την στιγμή ο διακηρυγμένος πέραν κάθε αμφιβολίας κύριος εχθρός του Τσίπρα, της Παπαρήγα και των άλλων είναι η τρικομματική κυβέρνηση και η επάρατη Ευρώπη και όχι βέβαια η Χρυσή Αυγή. Την διχοτομία στην οποία αναφέρεται ο Βαλντέν όχι μόνο δεν την αποστρέφεται αλλά αντιθέτως την επιδιώκει μετά μανίας ο Τσίπρας. Αυτός σηκώνει συνεχώς την διαχωριστική γραμμή (μνημονιακές αντιμνημονιακές δυνάμεις) άλλοτε δηλώνοντας ότι μπορεί να δεχτεί στήριξη από τον Καμμένο και άλλοτε εκδίδοντας ανακοινώσεις που αν δεν βλέπεις το έμβλημα και τη υπογραφή δεν μπορείς να καταλάβεις ποιου κόμματος είναι. Πιστός σε αυτή την διχοτομία δεν θέλει ούτε μπορεί να αποφύγει κακές παρέες. Έτσι το πανελλήνιο είδε τους εκπροσώπους των κομμάτων της παραδοσιακής αριστεράς να πορεύονται χαρά γεμάτοι δίπλα- δίπλα με τους εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής στις κινητοποιήσεις στον ευαίσθητο χώρο των αστυνομικών και των στρατιωτικών και να συναγωνίζονται με τους νεοναζί σε δηλώσεις κολακείας προς τους ένστολους. Και αυτός ο δρόμος μιας και άνοιξε δεν έχει τέλος. Οι συνέπειες των λαθών των γερμανών κομμουνιστών δεν έχουν φτάσει στα αυτιά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ΚΚΕ μάλλον πιστεύει ότι είχαν δίκιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι χτες μπορούσε να ισχυρίζεται ότι είχε τουλάχιστον κομματικά οφέλη από τον κάθετο αυτό διαχωρισμό που προωθούσε. Τώρα όμως στο παιγνίδι μπήκε δυναμικά η Χρυσή Αυγή που δεν έχει κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιήσει διάφορους «χρήσιμους ηλίθιους» με τους οποίους συνυπάρχει όσο την εξυπηρετούν. Η ουσία είναι ότι ο Βαλντέν χτύπησε λάθος πόρτα. Δεν είναι οι μεταρρυθμιστές που δυσχεραίνουν την συγκρότηση αντιφασιστικού μετώπου και αρνούνται να κινητοποιηθούν στον «κοινό αγώνα». Αν άκουσε χτες στην Βουλή τον εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ κο Βαρεμένο στην συζήτηση για την Χρυσή Αυγή θα κατάλαβε ότι πρέπει εκεί πρωτίστως να απευθύνει την τελευταία πρόταση του άρθρου του: «Ας επικεντρωθούμε όλοι στον ανερχόμενο κίνδυνο, όχι στην δικαίωση των απόψεων μας για το μνημόνιο». Φοβάμαι ότι ματαιοπονεί. Και ματαιοπονεί γιατί ακριβώς εκεί κάνει λάθος. Αν σε ένα αγώνα έχει αποδοθεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο αγώνας κατά της κυβέρνησης και όχι βέβαια κατά της Χρυσής Αυγής. Σε ένα τέτοιο αγώνα δεν μπορούμε βέβαια να είμαστε μαζί . Άλλοι είναι οι σύμμαχοι του σε αυτόν τον «κοινό αγώνα». Αν αλλάξει προτεραιότητες, εδώ είμαστε.