Στη Βουλή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με δάκρυα στα μάτια ξεκαθάρισε πως η κυβέρνησή του δεν πρόκειται ποτέ να διαπραγματευτεί την εθνική κυριαρχία και την αξιοπρέπεια των Ελλήνων. Μία μόλις ημέρα αργότερα, μπροστά στον αυστριακό καγκελάριο υπογράμμιζε την ανάγκη να βρεθεί συμβιβαστική λύση και να επιδειχθεί ρεαλισμός. Οι δύο εκδοχές βέβαια δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Για τον απλούστατο λόγο ότι η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύεται ούτε την εθνική κυριαρχία ούτε την αξιοπρέπεια των πολιτών. Αναζητεί απλώς τη χρυσή τομή σε μια οικονομική συμφωνία με την οποία η Ελλάδα προσπαθεί να καλύψει τις τεράστιες χρηματοδοτικές της ανάγκες.
Το ότι ο πρωθυπουργός όμως αισθάνεται την ανάγκη να χρησιμοποιήσει μια τόσο συναισθηματικά φορτισμένη και διχαστική φρασεολογία προκαλεί ερωτηματικά. Κεκτημένη ταχύτητα από τις εκλογές; Προσπάθεια να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη για ένα επερχόμενο αδιέξοδο; Ή μήπως φτιασίδωμα υπαναχωρήσεων; Σίγουρα στις προγραμματικές το ξήλωμα των υποσχέσεων στη ΔΕΘ συνεχίστηκε. Για παράδειγμα τα 3 δισεκατομμύρια που θα δίνονταν «τον πρώτο χρόνο» για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ξεχάστηκαν. Αυτήν τη φορά ο κ. Τσίπρας αρκέστηκε σε έναν «αναπροσανατολισμό» των πόρων του υπουργείου Εργασίας. Ξεχάστηκε φυσικά και η δέσμευση για την υλοποίηση των μέτρων αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης «από τις πρώτες κιόλας μέρες της νέας διακυβέρνησης», ανεξάρτητα «από την έκβαση» των διαπραγματεύσεων. Τώρα το πρόγραμμα της ΔΕΘ θα υλοποιηθεί σε «φάσεις». Ετσι ακόμα και ένα μέτρο χωρίς δημοσιονομικό κόστος, η αύξηση του κατώτατου μισθού, μετατέθηκε για το 2016. Το θέμα έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον γιατί αποτελεί την πρώτη έμμεση παραδοχή από τον ΣΥΡΙΖΑ ότι το επίπεδο των μισθών δεν συμβάδιζε με τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας.
Ομως η μεγαλύτερη και πιο χτυπητή αντίφαση αφορά την επέκταση του σημερινού προγράμματος στήριξης της οικονομίας. Ο κ. Τσίπρας στη Βουλή κατηγόρησε τον κ. Σαμαρά ότι εσκεμμένα δεν ζήτησε την εξάμηνη «τεχνική» παράταση που του πρότεινε η Ευρωπαϊκή Ενωση, ώστε να δυσκολέψει τη νέα κυβέρνηση και να την υποχρεώσει να διαπραγματευτεί μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια. Θα είχε απόλυτα δίκιο, αν στην επόμενη παράγραφο δεν υποστήριζε πως η νέα κυβέρνηση δεν δικαιούται να ζητήσει παράταση του Μνημονίου γιατί είναι καταστροφικό για την ελληνική κοινωνία. Θέλει ή δεν θέλει λοιπόν την παράταση; Αν τη ζητούσε θα την έπαιρνε – όλοι αναγνωρίζουν ότι η νέα κυβέρνηση χρειάζεται χρόνο. Πόσω μάλλον που ο υπουργός Οικονομικών δήλωσε στη Βουλή πως μέχρι να επιτευχθεί η τελική συμφωνία, η κυβέρνηση δεσμεύεται για την πιστή εκτέλεση του προϋπολογισμού και τη διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος που επιτεύχθηκε το 2014. Με άλλα λόγια η κυβέρνηση αποδέχεται τη λιτότητα του Μνημονίου αλλά όχι το όνομα. Το ερώτημα είναι αν ξέρει τι θέλει.