Η σύμπνοια κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για την εσπευσμένη διάλυση της Βουλής και την εκλογική διαδικασία εξπρές είναι παλιό δικομματικό τέχνασμα. Η ζημιά όμως συσσωρεύεται ξανά. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος στο ράφι, με την παράταση της αγωνίας γύρω από το τέλος της δανειακής σύμβασης και με το να στερηθούν οι πολίτες τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με τους πολιτικούς φορείς σε μια προεκλογική περίοδο εύλογης διάρκειας, η κρίση των πολιτικών θεσμών παρατείνεται χωρίς να υπάρχει ορατή διέξοδος. Οι προεκλογικές εκστρατείες των κομμάτων ήδη συσκοτίζουν τα μεγάλα ζητήματα της χώρας και μας απομακρύνουν από την αντιμετώπιση των μακροπρόθεσμων προκλήσεων. Το δικομματικό σκηνικό που προέκυψε τον Ιούνιο του 2012, ξανακατασκευάζεται καθημερινά με σπάνιο δημόσιο χρήμα για προβολή και τηλεοπτικό χρόνο. Ήδη εξαντλείται κάθε περιθώριο πόλωσης με επίπλαστες αψιμαχίες κορυφής στη σκιά σοβαρών διλημμάτων όπως για παράδειγμα η παραμονή ή έξοδος μας από το ευρώ, σταθερότητα-ανατροπή, συναίνεση-τιμωρία.
Πίσω από τον ορυμαγδό της αντιπαράθεσης για τη θέση μας στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, που αποτελεί σταθερά κάθε πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης, κρύβεται η συνολική αποστασιοποίηση και το διευρυνόμενο χάσμα της Ελλάδας από την ΕΕ. Η κυβέρνηση έχει από καιρό εγκαταλείψει την προσπάθεια διεθνούς εκπροσώπησης της χώρας. Ο κομματικός στρατός των διορισμένων διοικήσεων και συμβούλων αναλώνεται σχεδόν αποκλειστικά σε κομματικές φιέστες και αντιπαραθέσεις εσωτερικής κοπής. Δεν εργάζεται για να διαμορφώσει την ατζέντα σε πανευρωπαϊκές λύσεις που μας αφορούν, όπως τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, την έρευνα και καινοτομία, την πολιτική για την νεολαία. Τον περασμένο μήνα, η βεβιασμένη κατάθεση τόσων νομοθετημάτων που σχετίζονται με Ευρωπαϊκές πολιτικές, συνοδεύτηκε από βροχή τροπολογιών υπέρ οργανωμένων ομάδων συμφερόντων που ακυρώνουν το όποιο αναπτυξιακό όφελος.
Αλλά και η ανατροπή που υπόσχεται η αξιωματική αντιπολίτευση, είναι συγκεχυμένη, χωρίς σχέδιο Α, χωρίς πυξίδα. Σε ένα πρόσφατο κείμενο θέσεων για την απασχόληση, του κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς, είναι διάχυτη η αγωνία του συντάκτη να συρράψει έναν αριθμό από προτάσεις για την αγορά εργασίας, στο βαθμό που του επιτρέπουν οι πολλαπλές ιδεολογικές περιχαρακώσεις και η αντίσταση εσωτερικών ομάδων εντός του πολιτικού αυτού συνασπισμού. Η σύνδεση της αγοράς εργασίας με τα πανεπιστήμια, τις σχολές επαγγελματικής κατάρτισης και την εκπαίδευση, αν και είναι δοκιμασμένη διέξοδος από τον εφιάλτη της ανεργίας, αποσιωπάται. H μαθητεία, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης απορρίπτονται προς όφελος ενός μαξιμαλιστικού και ανεδαφικού στόχου για πλήρη απασχόληση. Όμως οι εσωκομματικές έριδες δεν προλαμβάνονται με το να σβήνουν τα κόμματα τις εναλλακτικές επιλογές ούτε με την αντιεπιχειρηματική λογική και τη δαιμονοποίηση της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής των μεγάλων συνθέσεων και συναινέσεων. Σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Βρετανία συνέδεσαν επιτυχημένα την εκπαίδευση και κατάρτιση με την οικονομία και την απασχόληση. Δεν φτάνει επομένως να θέλει ένα κόμμα να γίνει το «ξυπνητήρι των ηγετών της Ευρώπης», αλλά να συνδιαμορφωθούν οι πολιτικές που θα κάνουν τα ξυπνητήρια των ελληνικών νοικοκυριών να ξαναχτυπήσουν για δουλειά, μόρφωση και επιχειρηματικότητα.
Με την κατάρρευση του παλιού διπολισμού γεννήθηκαν ευκαιρίες για θεσμική αλλαγή. Πολλές όμως θάφτηκαν κάτω από έναν νέο πιο ασταθή δικομματισμό που μας απομάκρυνε από την επίτευξη λύσεων. Στο δικομματικό δούναι και λαβείν η μια πλευρά βρίσκει προσχήματα για εκπτώσεις και αναβολές στις μεταρρυθμίσεις, στις αδυναμίες της άλλης.
Παρόλα τα εμπόδια στην είσοδο νέων σχηματισμών στην πολιτική σκηνή, ένα νέο κίνημα, το Ποτάμι εισάγει από την άνοιξη μια σειρά από καινοτομίες, τόσο στις πολιτικές εκστρατείες όσο και στη διαλεκτική αντιμετώπιση των πολιτικών προβλημάτων. Εκπέμπει ένα ισχυρό και υπεύθυνο μεταρρυθμιστικό μήνυμα που τα παλιά και κατεστημένα κόμματα δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να στείλουν. Αυτή η λογική της αμφίδρομης επικοινωνίας που αγκάλιασε τους δημιουργικούς και σκεπτόμενους πολίτες, αναζητά και πάλι μια ευκαιρία να ανασυνθέσει το δημόσιο διάλογο, να τοποθετήσει τις προκλήσεις στην πραγματιστική τους βάση, υπερβαίνοντας τις παρωχημένες ιδεολογικές παρωπίδες της παλιάς δεξιάς ή αριστεράς.
Μια ματιά στην προγραμματική βάση των προτάσεων του Ποταμιού για τη δημόσια διοίκηση δείχνει ήδη μια διαλεκτική αλλαγή σε επίπεδο πολιτικών ιδεών. Με βάση τη διεθνή διοικητική εμπειρία και επίγνωση των σφαλμάτων του παρελθόντος, το πρόγραμμα του Ποταμιού προβλέπει σαφείς άξονες προτεραιότητας και στόχους: για τη βελτίωση της ποιότητας των κανόνων, τον κυβερνητικό συντονισμό και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων. Έτσι ανοίγεται το μονοπάτι για μια δημόσια διοίκηση αποδοτική και αποτελεσματική, με μηχανισμούς ελέγχου, αξιολόγησης και λογοδοσίας που δεν θα αναπαράγει αδικίες απέναντι στους αδύναμους και δεν θα δυσχεραίνει την υγιή επιχειρηματικότητα. Οι ιδέες αυτές για αλλαγή στη δημόσια διοίκηση συνιστούν μια πρόταση απαλλαγμένη από αγκυλώσεις πελατειακής ή εσωστρεφούς λογικής και ένα συνθετικό αποτέλεσμα της συμβολής σοσιαλδημοκρατικών, ανανεωτικών, φιλελεύθερων και μεταϋλιστικών ρευμάτων σκέψης που συνυπάρχουν στο Ποτάμι. Αυτή η προγραμματική σύνθεση είναι μια πρώτη καινοτομία στα δημόσια πράγματα που αξίζει να επιδοκιμάσουμε.