Αντι-διπολισμός –και όχι διμέτωπος!

Σάκης Κουρουζίδης 01 Ιουν 2012

Οι βασικοί κανόνες που συγκροτούν τον τρόπο που κινείται η πολιτική ζωή, τουλάχιστον στις χώρες της ΕΕ, δύσκολα θα δώσουν λύση σε αυτές τις εκλογές και κυρίως, σε αυτή την κατάσταση της χώρας.

Όπως είναι γνωστό, στην ΕΕ, ακόμα και σε χώρες που υπάρχει μεγάλος κατακερματισμός πολιτικών δυνάμεων, και πολύ περισσότερο εκεί όπου κυριαρχούν κυρίως δύο κόμματα, οι εκλογές σε αυτές τις χώρες δίνουν κυβερνήσεις που κινούνται σε δύο μεγάλα πολιτικά ρεύματα, αυτό που συγκροτεί η συντηρητική, φιλελεύθερη δεξιά-κεντροδεξιά και η σοσιαλδημοκρατική, αριστερή, οικολογική αριστερά-κεντροαριστερά. Πολύ συχνά μάλιστα, με τη μορφή πρώτου και δεύτερου γύρου, οι κυβερνήσεις που προκύπτουν έχουν μεν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που όμως δεν είναι καν πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα.

Το πολιτικό σύστημα στις χώρες αυτές λειτουργεί «ομαλά», τα κόμματα και τα «ρεύματα» κυβερνούν και αντιπολιτεύονται, καταγγέλλουν ή πλειοδοτούν, αντιδρούν ή φαντασιώνονται παραδείσους, αλλά πάνω σε αυτό το μοτίβο κινήθηκε η μεταπολεμική Ευρώπη και έχει αυτά τα στάνταρτ που ξέρουμε όλοι.

Το μοντέλο του δικομματισμού ή διπολισμού, εφαρμόστηκε και στην Ελλάδα επί 38 συναπτά έτη, έστω και σε μια πιο «νόθα» εκδοχή, τουλάχιστον ως προς τα χαρακτηριστικά των δύο ρευμάτων του δίπολου.

Στις εκλογές της 6/5, τα δύο πρώτα κόμματα άθροισαν μόλις λίγο πάνω από το 1/3 του εκλογικού σώματος, γεγονός πρωτοφανές για τα κοινοβουλευτικά δεδομένα της χώρας μας. Επτά κόμματα στη Βουλή και άλλα 3 πολύ κοντά στο να μπουν.

«Κατακερματισμός», αλλά καλός ή κακός; Το τέλος του δικομματισμού/διπολισμού, ή να στήσουμε στα γρήγορα έναν καινούργιο; Μπορούμε και χωρίς διπολισμό; Μήπως είναι καλύτερα;

Αυτό που έγινε σαφές από την επομένη των εκλογών, είναι ότι βρέθηκαν «πρόθυμοι» να αναστηλώσουν τον διπολισμό. Η ΝΔ, ηττημένη μεν, αλλά πρώτη και ο ΣΥΡΙΖΑ, ανέλπιστα ψηλά και δεύτερος. Ξανά, λοιπόν, εκλογές για να στηθεί ένα σκηνικό αλλά παλαιά.

Η μεν ΝΔ, (που) θα αυξήσει τα ποσοστά της (άρα στο μετεκλογικό σκηνικό θα εμφανίζεται ως …ανερχόμενη δύναμη και κερδισμένη, έχοντας διαγράψει την ήττα της 6/5, πολύ περισσότερο αν βγει πάλι πρώτη, όπως είναι και το πιθανότερο), ο δε ΣΥΡΙΖΑ, αξιοποιώντας μια δυναμική που προέκυψε στις 6/5, έστω και αν παραμείνει δεύτερος.

Για να υπηρετηθεί ένας διπολισμός, απαιτεί φόρτιση του πολιτικού κλίματος, όξυνση, φανατισμό, μπόλικο λαϊκισμό και κορώνες εποχής ’80. Θα τρέξουν τα σενάρια της «χαμένης ψήφου», των σκοπίμως μεγάλων προγραμματικών ασαφειών και της πολυγλωσσίας.

Το κλίμα αυτό, στις σημερινές συνθήκες, μετά από εκλογές πριν από ένα μήνα, είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο σύμπτωμα επιστροφής σε εποχές που παράγουν κρίση. Είναι η πιο ακατάλληλη περίοδος για να αναπαραγωγή ενός τέτοιου σκηνικού.

Βέβαια, υπάρχει μια διαφορά, υπάρχει και διακριτός «τρίτος πόλος», ή τουλάχιστον υπάρχουν δύο επίδοξοι διεκδικητές ενός τέτοιου ρόλου. Το ΠΑΣΟΚ, επιδιώκει μια μικρή, έστω, αύξηση των ποσοστών του για να εμφανίζεται ως μια …ανερχόμενη, επίσης, δύναμη και όχι το βαθιά ηττημένο κόμμα της 6/5. Για πρώτη φορά, μια υπολογίσιμη δύναμη θα τοποθετείται ανάμεσα στα δύο κόμματα του διπολισμού, ενώ μέχρι τώρα οι βασικές πολιτικές δυνάμεις τοποθετούνταν είτε στα αριστερά, είτε στα δεξιά των δύο κομμάτων που αποτελούσαν το μεταπολιτευτικό δίπολο -και όχι ανάμεσα. Κάπου εκεί, με βάση την κλασσική κομματική τυπολογία, τοποθετείται και η ΔΗΜΑΡ, διεκδικώντας να είναι αυτή ο τρίτος πόλος. Έχει αρκετά, προφανή πλεονεκτήματα να αποτελέσει αυτόν το πόλο και οι 15 μέρες που ακολούθησαν τις εκλογές της 6/5, ενίσχυσαν την εικόνα της στο εκλογικό σώμα.

Ο τρίτος πόλος που διεκδικεί, μπορεί να είναι ο πόλος της ευθύνης, της καθαρής ευρωπαϊκής επιλογής, των ισχυρών μεταρρυθμίσεων, της δύναμης που δεν έχει εξαρτήσεις με την πελατειακή λογική, που δεν επιθυμεί να «χρησιμοποιήσει» τα παλιά στηρίγματα που την έθρεψαν, δεν φλερτάρει με το λαϊκισμό, αλλά αντίθετα έχει ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του. Ο τρίτος πόλος που φιλοδοξεί, με την αυξημένη παρουσία του, να γίνει ο καταλύτης της ευθύνης, της λογικής και της συνεννόησης, εντός και εκτός της χώρας.

Για να γίνει αυτό σαφές, χρειάζονται, νομίζω, κάποιες διασαφήσεις.

Η πρόταση για κυβέρνηση της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία απευθύνεται σε ΚΚΕ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγους – Πράσινους και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχει το εξής παράδοξο: Αφενός απευθύνεται σε δυνάμεις που έχουν ως κόκκινη γραμμή την παραμονή της χώρας στην ΕΕ και το ευρώ (ΔΗΜΑΡ, Οικολόγοι – Πράσινοι) και αφετέρου σε δυνάμεις που έχουν ως κόκκινη γραμμή την έξοδο της χώρας από την ΕΕ. Ή λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θεωρεί το θέμα αυτό ως μείζον, ή πρέπει να διαλέξει εταίρους. Και με δυνάμεις που επιθυμούν να μείνουμε στην ΕΕ και με δυνάμεις που θέλουν να φύγουμε από αυτήν, όχι κυβέρνηση της αριστεράς, αλλά καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να γίνει.

Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ, έστω και κατά δήλωσή του, είναι υπέρ της παραμονής στην ΕΕ και το ευρώ, στην ουσία η πρότασή του προς το ΚΚΕ σημαίνει ότι το καλεί να αθετήσει τις δεσμεύσεις του απέναντι σε όσους το ψήφισαν, με τη δέσμευση -διαχρονικά και όχι στενά προεκλογικά- ότι αυτή του η δύναμη θα χρησιμοποιηθεί, κατά προτεραιότητα, για την έξοδο από την ΕΕ. Βέβαια, μια τέτοια απαίτηση -ή και προσδοκία- ισχύει προς το ΚΚΕ, αλλά όχι προς τις άλλες δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ). Αυτές θα είναι «αναξιόπιστες» αν αλλάξουν άποψη, ακόμη κι αν έχουν υποστεί μια βαριά ήττα!

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πράγματι ως βασική του επιλογή την παραμονή της χώρας στην ΕΕ και το ευρώ, και την αναζήτηση της λύσης του ελληνικού προβλήματος εντός της ΕΕ, δεν έχει κανένα νόημα να ζητάει από το ΚΚΕ να μετέχει σε μια κυβέρνηση της αριστεράς, αφού αυτό την ψάχνει εκτός της ΕΕ!

Αν δεν θεωρεί ως μείζον το θέμα αυτό (παραμονή στην ΕΕ), τότε δεν έχει νόημα να ζητάει τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ και των Ο-Π, αφού γι’ αυτούς η παραμονή στην ΕΕ είναι αδιαπραγμάτευτη.

Να θέλει να τα συμβιβάσει όλα αυτά, σημαίνει ότι ψάχνει για …θαύμα! Δεν υπάρχει συμβιβασμός του «μέσα» με το «έξω» από την ΕΕ και το ευρώ.

Σε συνέχεια αυτού, μια «κυβέρνηση της αριστεράς», στην πράξη, ταυτίζεται με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ (το ΚΚΕ είναι εκτός, και οι Ο-Π. εκτός Βουλής).

Μια πρόταση της ΔΗΜΑΡ για μια κυβέρνηση προοδευτικών δυνάμεων, με δεδομένο το εκλογικό πεδίο, αν δεν ονοματιστεί ρητά μια άλλη «προοδευτική» δύναμη, πλην ΣΥΡΙΖΑ, στην ουσία αυτή ταυτίζεται με την «κυβέρνηση της αριστεράς».

Η λογική του τρίτου πόλου, αφού υπάρχει δυσκολία, εύλογη ως ένα βαθμό, να ενταχθεί ρητά και ονομαστικά, σε αυτή τη φάση, άλλη πολιτική δύναμη σε αυτόν (το ΚΚΕ δεν χωράει, το ΠΑΣΟΚ …δεν γίνεται, οι Ο.Π. δεν θέλουν αυτοί), δεν μπορεί παρά να συνδέεται με μια κυβέρνηση ευρύτερης, οικουμενικής στήριξης.

Πιστεύω ότι η μόνη σαφής, καθαρή εναλλακτική πρόταση, στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση της αριστεράς, είναι η κυβέρνηση ευρύτερης, οικουμενικής στήριξης. Οποιαδήποτε άλλη πρόταση θα λειτουργήσει είτε ως υπεκφυγή, είτε ως μια πρόταση συμπληρωματική, παραλλαγή της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ.

Μια κυβέρνηση ευρύτερης, οικουμενικής στήριξης. είναι μια πρόταση αντι-διπολική (και όχι διμέτωπης λογικής), διευκολύνει μια μετεκλογική συνεννόηση και λέει το αυτονόητο: καμία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αν δεν στηρίζεται και σε μια αντίστοιχη κοινωνική, σαφή πλειοψηφία και σε μια ξεκάθαρη επιλογή πεδίου διεκδίκησης των αλλαγών στο μνημόνιο, εντός ευρώ και με ισχυρές μεταρρυθμίσεις, δεν μπορεί να επωμισθεί το κολοσσιαίο έργο της αντιμετώπισης της κρίσης.