Αντι-αναπτυξιακή τραπεζική

Γιάννης Τσαμουργκέλης 25 Ιουν 2014

Διανύουμε τον 7ο χρόνο μιας στρατηγικής προσπάθειας για την κατά προτεραιότητα ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, ώστε (λέει!) να ανακάμψει η δυνατότητά του να χρηματοδοτεί την οικονομία και την ισόρροπη και ανταγωνιστική ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα του Δημοσίου… συγχωνεύτηκαν σχεδόν ανέλεγκτες στην ολιγοπωλιακή και εναρμονισμένη συμπεριφορά τους… προχώρησαν στην ενίσχυση των κεφαλαίων τους υποκαθιστώντας μέρος του δανεισμού τους από το Δημόσιο έτσι ώστε να μετριάσουν το δικαίωμα της Βουλής να ελέγξει τον τρόπο διοίκησής τους… εκδίδουν ομόλογα με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου ώστε να εκμεταλλευτούν τα νέα προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας της ΕΚΤ κ.λπ.

Ωστόσο, οι αριθμοί προδίδουν την αποτυχία της πολιτικής της προτεραιοποίησης των τραπεζών και παραμένουν αδιάψευστοι μάρτυρες της αδιάλειπτης συνέχισης της κατάρρευσης της ρευστότητας που αναχαιτίζει τις αναπτυξιακές προοπτικές και πολώνει τις εισοδηματικές και κοινωνικές διαφορές. Η πρόσφατη Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής (ΕΝΠ) της ΤτΕ καταγράφει χαρακτηριστικά τη συνέχιση της πτώσης των πιστώσεων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και μάλιστα ως προς τις τελευταίες, με αυξανόμενο ρυθμό. Πτώση που συνεχίζεται και το 2014 (Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας 2014.1).

Την ίδια στιγμή καταγράφεται αύξηση των περιθωρίων κερδοφορίας των τραπεζών, καθώς τα επιτόκια καταθέσεων μειώθηκαν κατά 2%, ενώ τα επιτόκια χρηματοδοτήσεων παρέμειναν σχεδόν σταθερά (μεταβολή από +0,57 έως -0,30% ποσοστιαίες μονάδες, ΕΝΠ). Και αυτό τη στιγμή που τα επιτόκια χρηματοδοτήσεων με βάση τα επίσημα στοιχεία υπερβαίνουν το 6% και άρα με όρους αγοράς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το 10% και 11%. Σε αυτό το επιδεινούμενο περιβάλλον ρευστότητας δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη, και μάλιστα ίσων ευκαιριών.

Προβάδισμα έχουν μόνο οι επιχειρήσεις που τροφοδοτούνται από κεφάλαια ισχυρών μετόχων με πρόσβαση σε φθηνά δανειακά κεφάλαια. Δηλαδή, για επιχειρήσεις με μετόχους με σωρευμένο πλούτο από την περίοδο πριν ή στη διάρκεια της κρίσης, ή μετόχους εκτός Ελλάδας. Επιπλέον, δεν είναι δυνατό να μιλάμε για σταθερότητα όταν υψηλά επιτόκια και μειωμένη ρευστότητα συμπιέζουν τις αξίες των περιουσιών, επιταχύνουν την πορεία πτώχευσης επιχειρήσεων διογκώνοντας τα προβλήματα ποιότητας του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και εξωθώντας τες σε ακόμα μεγαλύτερα επιτόκια και περιθώρια κερδοφορίας επί ενός συρρικνούμενου, ωστόσο, χαρτοφυλακίου. Μια «φαύλη σπείρα» αντι-ανάπτυξης που επιβάλλει την άμεση παρέμβαση του Δημοσίου ως μετόχου επί των τραπεζών!