Παλιότερα, στα χρόνια που ο κινηματογράφος ήταν η μοναδική απόλαυση έξω από το σπίτι και που στις σκοτεινές αίθουσες του μπορούσες να έλθεις σε επαφή με αριστουργήματα, με τις εικονοποιημένες φαντασιώσεις μεγάλων δημιουργών, αλλά και με περιπέτειες, η πλοκή των οποίων σε οδηγούσε σε απόλυτη φυγή από την όχι και τόσο ζηλευτή πραγματικότητα, υπήρχε , παρ όλα αυτά ένας μεγάλος εχθρός.
Μια τεράστια αράχνη πάνω από όλους και όλα, που έπιανε στα δίχτυα της, ότι ξέφευγε από τις τρύπες του ηθικοπλαστικού της κόσμου, της χριστιανικής γλίτσας και του συντηρητικού πολτού, μέσα στον οποίο έπρεπε όλοι να τσαλαβουτάμε, κάνοντας τις καθημερινές μας αναπνοές εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης. Ο εχθρός αυτός ημών των ταξιδιωτών, είχε δύο πρόσωπα, αποκρουστικά εξ ίσου.
Το ένα ήταν ορατό. Ηταν η «ηθική του μαρκαδόρου«. Οι διαγραφές πάνω σε υπέροχα στήθη γυναικών , σε περιπαθή φιλιά ή σε υπέροχα αισθησιακά σώματα, που τάραζαν τον εφηβικό μας ύπνο, όσα απ αυτά κατάφερναν να φτάσουν σε εικόνες έξω από τους κινηματογράφους,στις γνωστές πινακίδες αναγγελίας της ταινίας. Ο μαρκαδόρος του λογοκριτή, τιμητή και παραγωγού ταυτόχρονα των εφηβικών μας σπυριών, αλλά και αθέλητου δημιουργού της πιο αχαλίνωτης φαντασίας, ήταν το πρώτο απαγορευτικό χέρι, που με απλωμένα τα πέντε λερωμένα του δάχτυλα, μας απέτρεπε από το να πέσουμε στην απύθμενη, αλλά και τόσο ελκυστική άβυσσο εξαιρετικών οπισθίων και οιονεί μητρικών θηλών, υπέροχων βυζιών (με μαγεύει αυτή η λέξη), που μας πρότεινε ο διεθνής (κυρίως αυτός) κινηματογράφος.
Το άλλο μακρύ χέρι, ενός μεταμφιεσμένου σε θεσμό, ρασοφόρου είχε παρέμβει πιο μπροστά, όταν ο μηχανικός προβολής έπαιρνε σαφείς οδηγίες, που ήταν γραμμένες στην άδεια προβολής της ταινίας, ποιους κώλους και ποια βυζιά ακριβώς πρέπει να κόψει και να απομακρύνει από τα αδηφάγα μάτια μας. Η καθαρότητα της κοινωνίας και των μετώπων μας, ήταν ο απώτερος στόχος του. Επειδή η μεγάλη πόλη ήταν ένα πεδίο που το σχολείο δεν μπορούσε να επέμβει αποτελεσματικά, ούτε φυσικά οι παπάδες. Ετσι έπρεπε να μπει έλεγχος ακριβώς εκεί πού όχι μόνο ο μπούστος της Μπριζίτ Μπαρντό απειλούσε την κοινωνία, αλλά και ο ατίθασος Σπάρτακος έσπερνε ανέμους, που δεν αποκλειόταν αύριο να μετατραπούν σε θύελλες.
Και πέρασαν τα χρόνια και περάσαμε στην δημόσια κατοχύρωση όλων αυτών σε κοινή θέα πλέον, έχασαν το μυστήριο τους, κρέμασαν στην φαντασία (στην οποία δεν έμεινε και πολύς χώρος) και οι Σπάρτακοι κι αυτοί με την σειρά τους έγιναν φράξιες και συνιστώσες.
Στον ιδιωτικό βίο όμως, ο οποίος πρέπει να είναι αμόλυντος και ανεκτή σε αυτόν να είναι μόνο η ιεραποστολική στάση, ιδίως εκείνων που τολμούν να εκτεθούν στα δημόσια αδηφάγα μάτια της πλέμπας και να ζητήσουν την ψήφο της, υπάρχουν οι αυτοδιόριστοι κήνσορες, που με τον παλιό δοκιμασμένο τρόπο, προσπαθούν να επαναφέρουν την τάξη στην κρεβατοκάμαρα του καθενός, όπως αυτοί και τα αφεντικά τους έχουν επιλέξει εδώ και αιώνες, ποια πρέπει να είναι. Η συνουσία πρέπει να είναι συζυγική, σε σκοτεινό περιβάλλον, ανάμεσα σε επιβάλλοντα αρσενικό και σε αποδεχόμενη θηλυκή, με τρόπο που επέλεξαν οι ιεραπόστολοι, κάτω από την εικόνα του υψίστου και λυτρωτή μας (από τι αλήθεια);
Οι αυτόκλητοι αυτοί χωροφύλακες του σώβρακου μας, εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να επιβάλουν σε μεγάλα πλήθη, πλήθη που από το πρωϊ μέχρι το βράδυ καλούν σε συνουσία την παρθένο που έχουν κρεμασμένη στο στήθος τους. Αυτοί είναι οι χαράκτες των κόκκινων γραμμών του αιδοίου και οι τιμωροί των παραβατών τους. Η μπόχα που αφήνουν γύρω τους είναι το συνηθισμένο άρωμα των τρωκτικών που τους ακολουθούν, η καθημερινή τροφή που πολλές φορές την μπερδεύουν με τα περιττώματα τους. Σαν τον χάρακα του δάσκαλου του παλιού καιρού, που χάραζε τα χέρια μας, αυτοί χαράζουν ψυχές, μολύνουν συνειδήσεις, καταστρέφουν ανθρώπους. Αυτή είναι η καθημερινή τους τροφή.
Ποιος ξέρει για πόσο ακόμη. Ποιος ξέρει για ποιους ακόμη. Ποιος ξέρει με ποιες μεθόδους και πόσες ακόμη κλειδαρότρυπες θα δεχθούν το βρωμερό μάτι τους. Είναι καιρός να βάλουμε το κλειδί από μέσα και να τους κλείσουμε εκεί που έπρεπε να είναι από καιρό.
Στον αιώνιο βόθρο της απαξίωσης.