Στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής καταγράφεται σε πλανητικό επίπεδο αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, ενώ ταυτοχρόνως διαπιστώνεται, ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη ένταση και ανάλογες επιπτώσεις στην πραγματικότητα. Επίσης σταδιακά κλιμακώνονται οι αρνητικές παρενέργειες στη ζωή του ανθρώπου, στην βιοποικιλότητα και στην λειτουργία των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων (οικονομικό, υγείας κ.λ.π.).
Μερικά πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι πλημμύρες του Ιουλίου 2021 στην Γερμανία, στο Βέλγιο και στην Κίνα και ο πρωτοφανής καύσωνας στην Ελλάδα στο τέλος του Ιουλίου και στην αρχή του Αυγούστου 2021, κατά την διάρκεια του οποίου κατεγράφησαν θερμοκρασίες έως και 47 βαθμών Κελσίου, σε συνδυασμό βέβαια και με τις πυρκαγιές σε διάφορα μέρη, από την Αττική μέχρι την Εύβοια και την Ηλεία.
Στο πρώτο τρίμηνο της αντιπυρικής περιόδου του 2021 (σύμφωνα με έρευνα του Ανδριανού Γκουρμπάτση, πρώην υπαρχηγού της Πυροσβεστικής και νυν ερευνητή και πραγματογνώμονα) κάηκαν 36% περισσότερες εκτάσεις σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα από το 2008 έως το 2020.
Από την 1η Ιανουαρίου έως την 30η Ιουλίου 2021 κάηκαν 162.132 στρέμματα (δεν περιλαμβάνονται οι καμένες εκτάσεις στην Αιγιαλεία), ενώ το 2020 κάηκαν 108.586 και το 2019 μόνο 74.52.
Ανάλογη ανοδική πορεία καταγράφει και η θερμοκρασία στην Ελλάδα (και όχι μόνο) σύμφωνα με το European Centre for Medium-Range Weather Forcasts. Στην Αθήνα η άνοδος εγγίζει τους 1,73 βαθμούς Κελσίου, στα Χανιά τους 2,26, στην Λαμία τους 1,94, στα Τρίκαλα τους 1,84, στη Θεσσαλονίκη τους 1,48.
Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στο Τυμπάκι στο νομό Ηρακλείου (2,81), στο Καμηλάρι στη νότια Κρήτη (2,71) και στα Πιτσίδια στο νομό Ηρακλείου (2,71).
Αυτές οι συνθήκες από το ένα μέρος δείχνουν, ότι η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται με μεγάλη ταχύτητα και από το άλλο θέτουν ερωτηματικά ως προς την δυνατότητα του ανθρώπου να ανταποκριθεί στην επιτακτική ανάγκη να διαχειρισθεί λειτουργικά και με βιώσιμη προοπτική τις περιβαλλοντικές και κλιματικές ανισορροπίες, που δρομολογεί ο ίδιος στο πλαίσιο του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης και των κοινωνικών αξιών, που οριοθετούν τον τρόπο ζωής των πολιτών.
Παράλληλα τίθενται ερωτηματικά ως προς την δυνατότητα λειτουργικής και βιώσιμης διαχείρισης του χρόνου στα διάφορα κοινωνικά συστήματα και ιδιαιτέρως στο πολιτικό, το οποίο με τις αποφάσεις του δεσμεύει το μέλλον.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της μεγάλης πυκνότητας του χρόνου με δεδομένα, που παράγει η μαζική αξιοποίηση της επιστήμης και των τεχνολογικών της εφαρμογών στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών, η πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας δεν φαίνεται να διαθέτει τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία για τον αναγκαίο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της πορείας προς το μέλλον.
Η δυσκολία αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, αν συνυπολογισθεί, ότι η επιστημονική γνώση είναι δυναμικό μέγεθος ως προς την αποτύπωση της συνεχώς μετασχηματιζόμενης πραγματικότητας και δεν μπορεί να προβλέπει την δυναμική της εξέλιξης σε σχέση με τις επιπτώσεις της στο διηνεκές. Τα δεδομένα διαρκώς αλλάζουν, διότι η πραγματικότητα εξελίσσεται, οπότε καθίσταται αναγκαία η συνεχής επαναπροσέγγιση και ανάλυση της και η προσαρμογή της οπτικής θεώρησης της στις νέες συνθήκες, που διαμορφώνονται.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Αρκούν όμως δύο για την εμπειρική αποτύπωση της δυναμικής, που αναπτύσσεται και των παρενεργειών της. Η παραγωγή ενέργειας με την αξιοποίηση των ορυκτών καυσίμων από το ένα μέρος συνέβαλε στην βελτίωση των συνθηκών στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών, από το άλλο όμως λειτούργησε αρνητικά σε σχέση με το περιβάλλον και τις κλιματικές ισορροπίες.
Βέβαια οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θα μπορούσαν να αποσυμπιέσουν τις πολύ αρνητικές επιπτώσεις. Όμως η πολιτική (και όχι μόνο αυτή) διαχείριση του χρόνου για την προώθηση των αναγκαίων αλλαγών είναι πολύ αργή, με αποτέλεσμα να μην έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα για την προστασία του κλίματος.
Το δεύτερο παράδειγμα έχει σχέση με την οργανωτική διαχείριση της εξέλιξης και της έγκαιρης αντιμετώπισης των ανισορροπιών της πραγματικότητας, όπως είναι οι παρενέργειες της κλιματικής αλλαγής. Αυτό γίνεται ορατό, εάν ληφθούν υπόψη οι ακολουθούμενες πρακτικές στο πολιτικό πεδίο (αλλά και στα υπόλοιπα κοινωνικά συστήματα) για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών στις διάφορες περιοχές (Αττική, Εύβοια, Ηλεία), οι οποίες δεν «εγγίζουν» τα ανθρωπογενή γενεσιουργά αίτια της κλιματικής αλλαγής, αλλά περιορίζονται μόνο στην καταστολή των επιπτώσεων, η οποία είναι επίσης αναγκαία. Δεν αποτελεί όμως λύση, απλά διευρύνει τον βαθμό διακινδύνευσης στο μέλλον.
Εάν οι κυβερνήσεις λειτουργούσαν προληπτικά, δεν θα προωθούσαν την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων, διότι η Ελλάδα μπορεί να καλύπτει τις ενεργειακές της ανάγκες με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (π.χ. ηλιακή, αιολική, βιομάζα).
Μπορεί η αντιμετώπιση ακραίων καιρικών φαινομένων να επικεντρώνεται στην καταστολή, όμως η συστηματική προσέγγιση και ανάλυση των ακολουθούμενων πρακτικών δείχνει, ότι οι διάφοροι μηχανισμοί των κοινωνιών, που ασχολούνται με την διαχείριση της κατασταλτικής λειτουργίας, δεν είναι προετοιμασμένοι, διότι το εύρος και η ένταση των αρνητικών προεκτάσεων της κλιματικής αλλαγής (π.χ. καύσωνες σε συνδυασμό με ξηρασίες και αναφλέξεις υλικών και δασών) είναι πρωτόγνωρα και πολύ δύσκολα διαχειρίσιμα.
Αυτό βέβαια συνεπάγεται μεγάλο κόστος. Αρκεί να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις των πυρκαγιών του Ιουλίου και του Αυγούστου 2021 στην Ελλάδα. Δεν κάηκαν μόνο σπίτια και άλλα περιουσιακά στοιχεία των πολιτών. Ακόμη πιο ουσιαστικές είναι οι παρενέργειες από την εξαφάνιση του δασικού πλούτου τόσο στην υγεία του ανθρώπου όσο και στην ζωή και βιωσιμότητα των διαφόρων ειδών ζώων.
Δυστυχώς στις σύγχρονες μαζοποιημένες μονοδιάστατα καταναλωτικές κοινωνίες δεν έχουν αξιακό φορτίο το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον. Αυτά έχουν υποκατασταθεί από την λογική της κοινωνίας του θεάματος, το οποίο προσδίδει περιεχόμενο στη ζωή και κοινωνική αναγνώριση.
Αυτή η οπτική διαπερνά την λειτουργία των πολιτών στην καθημερινότητα τους, με αποτέλεσμα στο πλαίσιο της δραστηριοποίησης τους στα διάφορα κοινωνικά συστήματα να μην προσεγγίζουν κριτικά τις συνθήκες, που διαμορφώνονται στο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο υποσκάπτει την βιωσιμότητα της πορείας στο μέλλον.
Παράλληλα στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η διαχείριση του χρόνου με σημείο αναφοράς τα βιολογικά όρια της ζωής στο ατομικό επίπεδο. Με αυτή την λογική όμως δεν λαμβάνεται υπόψη η βιωσιμότητα και η προοπτική της ανθρώπινης οντότητας και της βιοποικιλότητας και πέραν των ορίων του βιολογικού χρόνου. Οπότε οι πολίτες και το πολιτικό σύστημα περιορίζονται στην βραχυπρόθεσμη διαχείριση της πραγματικότητας, η οποία όμως έχει πολύ αρνητικές παρενέργειες στο μέλλον.
Με αυτή την στάση και οπτική διαμορφώνονται ανθρωπογενείς συνθήκες διακινδύνευσης τόσο για τις κοινωνίες όσο και για την βιοποικιλότητα. Η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της (π.χ. ακραία καιρικά φαινόμενα και οι αλληλένδετες συνέπειες τους, όπως είναι οι καύσωνες με προέκταση τις πυρκαγιές) το επιβεβαιώνουν με πολύ οδυνηρό τρόπο.
Ιδιαιτέρως το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία πολιτών σε πλανητικό επίπεδο θα πρέπει να «πάρουν το μήνυμα» της έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovermental Panel on Climate Change, IPCC) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η οποία δημοσιοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2021 με τίτλο «Κόκκινος συναγερμός για την ανθρωπότητα». Δεν υπάρχουν περιθώρια και για άλλες καθυστερήσεις. Η βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας και της βιοποικιλότητας πρέπει να είναι βασικό κριτήριο στον σχεδιασμό της πορείας στην προοπτική του χρόνου.