Προμηνύονταν ως εκλογές του λαϊκισμού και της απόρριψης της Ευρώπης. Αποδείχτηκαν εκλογές της επιστροφής στη μετριοπάθεια και της σταθεροποίησης της θέσης μιας χώρας στην Ευρώπη, αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Ολλανδοί ψηφοφόροι στάθηκαν στο ιστορικό ύψος τους και αντιστάθηκαν στις σειρήνες της άρνησης. Έκλεισαν με τον καλύτερο τρόπο -γιατί μόνο σε αυτή την περίπτωση μίλησε ένας ολόκληρος λαός- ένα καλό δεκαήμερο για την Ευρώπη.
Το μεγάλο γεγονός των εκλογών της 12ης Σεπτεμβρίου ήταν βέβαια η μάχη για την πρώτη θέση (άρα για την αυριανή πρωθυπουργία) ανάμεσα σε δύο ανοιχτά φιλοευρωπαϊκές -αν και με αρκετά διαφορετικές ατζέντες- πολιτικές δυνάμεις. Στο εσωτερικό αυτής της μάχης, δύο είναι οι μεγάλες ειδήσεις: Η, για πρώτη φορά από τότε που ξέσπασε η κρίση, διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας σε γενικές εκλογές από το κόμμα του απερχόμενου Πρωθυπουργού και η επιστροφή των Σοσιαλδημοκρατών-Εργατικών ως ιδιαίτερα υπολογίσιμης δύναμης και ραχοκοκαλιάς της νέας πλειοψηφίας. Και τα δύο αυτά γεγονότα έχουν την ιστορική σημασία τους, νομίζω όμως, για λόγους που δεν είναι ασφαλώς άσχετοι με την κοσμοθεωρία του γράφοντος, αλλά και με τον προσανατολισμό αυτής της ιστοσελίδας, ότι το δεύτερο είναι σημαντικότερο –ιδίως ενόψει του μέλλοντος.
Το Εργατικό Κόμμα στις προηγούμενες εκλογές, πριν από δύο χρόνια, είχε μια μέτρια επίδοση και δυο μήνες πριν από τις εκλογές της 12ης Σεπτεμβρίου κινδύνευε με συντριβή και πάντως με παράδοση της πρωτιάς του αριστερού χώρου στο συ-ριζοσπαστικότερο, αντι-συστημικότερο και αντι-ευρωπαϊκότερο «Σοσιαλιστικό» κόμμα. Το ότι αυτό δεν έγινε και το ότι, μέσα από την εκλογική καμπάνια, οι Εργατικοί διεκδίκησαν ως και την πρώτη θέση (που έχασαν τελικά για δύο μόνο έδρες), οφείλεται, κατά γενική ομολογία, σε ένα πρόσωπο. Το νέο αρχηγό τους, Ντίντερικ Σάμσομ, που θριάμβευσε στις (πάμπολλες) τηλεοπτικές μονομαχίες των αρχηγών, όχι μόνο με την πείρα του τηλεοπτικού αστέρα (είχε παλιότερα πάρει μέρος και κερδίσει σε πολλά τηλεπαιχνίδια), αλλά κυρίως γιατί κατάφερε να μιλήσει μια γλώσσα ευθύνης για την κατάσταση της χώρας του και της Ευρώπης. Χωρίς απλουστευτικά διλήμματα και εθνικιστικές κορώνες, εξήγησε και άνοιξε δρόμους για την κρίση, τη συνύπαρξη των κρατών, των λαών και των ανθρώπων (μεταναστών), το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης και τη θέση της Ολλανδίας σε αυτή, τη σημασία και τις προοπτικές του Κράτους Πρόνοιας (που σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να είναι το ίδιο με τη δεκαετία του 1960 ή και ’80). Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων και απερχόμενος Πρωθυπουργός, Μαρκ Ρούτε, φάνηκε λιγότερο οραματιστής, αλλά είχε ήδη κερδίσει τα γαλόνια της αξιοπιστίας και της σταθερότητας από την κυβερνητική θητεία του. Οι ακραίοι της Δεξιάς (Βίλντερς) και της Αριστεράς («Σοσιαλιστές») φάνηκαν, όταν ανέβηκε το επίπεδο, εκτός κλίματος και συνετρίβησαν (ο πρώτος) ή έμειναν στάσιμοι (οι δεύτεροι).
Μια σοσιαλδημοκρατία που μιλά λοιπόν τη γλώσσα της αλήθειας, της ελπίδας και της Ευρώπης, έχει ακόμα τύχη, ακόμα και μέσα στην κρίση. Ίσως μάλιστα έχει περισσότερη τύχη: γιατί η κρίση άλλαξε την κοινωνιολογία των εκλογικών σωμάτων και διευκόλυνε την εξοικείωση με ένα λόγο και πρόγραμμα ρήξης. Βέβαια όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν έχουν ούτε την παράδοση, ούτε την πολιτική κουλτούρα, ούτε την ευρωπαϊκή συνείδηση των Ολλανδών. Που μπορεί να φλέρταραν τα τελευταία χρόνια (ιδίως από το 2002 και την εμφάνιση του Πιμ Φορτάουν) με τα άκρα, το λαϊκισμό και την ξενοφοβία, τα απέρριψαν όμως –και μάλιστα τη στιγμή που όλοι το είχαμε περισσότερη ανάγκη.
.
.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς