Μία ηλικιωμένη περίμενε 7 ώρες με το νερό που της έφτανε μέχρι τον λαιμό μέχρι να καταφέρουν να φτάσουν τα παιδιά της και να σπάσουν την πόρτα που είχε μπλοκάρει. Ισόγειο.
Στο Αλφαφαρ είδα τούνελ τίγκα στα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο και από εκεί ανέσυραν 40 νεκρούς.
Στο Σενταβί , 123 ηλικιωμένοι σε οίκο ευγηρίας σώθηκαν γιατί 3 νοσοκόμες τους μετέφεραν έναν έναν στους πάνω ορόφους. Το ισόγειο του γηροκομείου καταστράφηκε εντελώς. Μου μένει η εικόνα ενός θλιμμένου παππού που μας παρακολουθούσε από την βεράντα κι όταν σηκώσαμε την κάμερα και τον χαιρετίσαμε έβαλε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς μάλλον ευχαριστώντας. Η ζωή του παρατάθηκε.
Στο Τορρέντ στη γέφυρα έξι μέτρων έχασκε μια τεράστια τρύπα κι από κάτω περνούσε το νερό ρέματος μόλις ενός μέτρου. Το ρέμα αυτό είχε ξεπεράσει τα έξι μέτρα και κατέστρεψε την γέφυρα. Δίπλα ακριβώς είχε σηκωθεί όλο το οδόστρωμα και είχε μετακινηθεί.
Στην Παϊπόρτα στρατός εθελοντών με καρότσια μετέφεραν νερά και τρόφιμα κάνοντας διαδρομή χιλιομέτρων με τα πόδια. Παντού κλάματα και αγωνιώδεις ερωτήσεις για την τύχη συγγενών και φίλων τους που δεν τους εντοπίζουν στο τηλέφωνο. Πεσμένες γέφυρες, σκουπίδια, μπάζα και λάσπη που έφτανε μέχρι τα γόνατα μας.
Στο Λα Τορρε επτά άνθρωποι πνίγηκαν γιατί πήγαν να βγάλουν τα αυτοκίνητα τους από το γκαράζ. Είχαν μαζί και τα παιδιά τους. Το ορμητικό νερό φράκαρε την πόρτα και πνίγηκαν όλοι. Είδα την στραβωμένη πόρτα που άνοιξαν τα συνεργεία για να βγάλουν τα πτώματα.
Ο φαρμακοποιός άλλου χωριού κοιμόταν κάθε βράδυ στο φαρμακείο του γιατί η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη και φοβόταν το πλιάτσικο. Πλιάτσικο ναι. Από αναθεματισμένους που έμπαιναν και έκλεβαν κινητά από βιτρίνες.
Μα πιο πολύ απ όλα αυτά, τα πλημμυρισμένα ισόγεια όπου μένουν άνθρωποι ταπεινοί. Και συνήθως ηλικιωμένοι. Και χάθηκαν ανήμποροι.
Όλα αυτα και άλλα πολλά είδα επί τρεις ημέρες στη « Ζώνη μηδέν».
Και στην επιστροφή νύχτα λίγο έξω από τη Μαδρίτη πολύ μακριά από την Βαλένθια σε βενζινάδικο που σταμάτησα είδα ένα λασπωμένο τζιπ με κοτσαδόρο κι από μέσα πετάχτηκαν πέντε νέοι άνδρες με βρώμικα ρούχα. Κοιταχτήκαμε, είδαν τις βρώμικες από λάσπη μπότες μου και ρώτησαν : « Από τη Βαλένθια ε;». «Ναι». Μου είπαν αγέλαστοι, πως είχαν έρθει από τη μακρινή Γαλικία και άνοιγαν τους δρόμους στην Καταρόχα απομακρύνοντας με το τζιπ τους και με συρματόσχοινα τα αυτοκίνητα για να περνούν τα σωστικά συνεργεία.
Χαιρετηθήκαμε συγκινημένοι ίσως και σαστισμένοι ακόμα από το σοκ που ζήσαμε.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα ξεχάσω.
Τώρα πλένω με μανία τη λάσπη που έχει μπει παντού. Στα ρούχα μου μα κυρίως στο μυαλό μου. Κι εκεί τρίβω με μανία τον θυμό που με κυριεύει.