Από την πρώτη στιγμή που μαθεύτηκε από τους έλληνες πολίτες η σύλληψη των δυο στρατιωτικών μας στον Έβρο, άρχισαν να εμφανίζονται στη σχετική αρθρογραφία αναφορές στην «ανταλλαγή τους με τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς που έχουν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα».
Το θέμα το έθεσαν και συνεχίζουν να το θέτουν στην Τουρκία, ως αίτημα, διάφορα υπερεθνικιστικά και φιλο-κυβερνητικά μέσα. Φυσικά, για το τι λέγεται στην Τουρκία δε μετράει η άποψή μας. Αλλά δυστυχώς το θέμα το έθεσαν και συνεχίζουν να το θέτουν διάφοροι σχολιαστές της επικαιρότητας και στην Ελλάδα, ως ενδεχόμενο, υποψία ή φόβο. Πιστεύω ότι άλλοι από αυτούς το κάνουν περισσότερο και άλλοι λιγότερο καλοπροαίρετα, πάντως όλοι τους σίγουρα αγνοώντας, ή αλλιώς περιφρονώντας, την πραγματικότητα.
Το βέβαιο είναι ότι η τουρκική ηγεσία δεν έχει θέσει θέμα «ανταλλαγής» μέχρι στιγμής, τουλάχιστον επίσημα, και η ελληνική ηγεσία το έχει θέσει μόνο μια φορά, δια του κυβερνητικού εκπροσώπου, και αυτό αρνητικά, για να απορρίψει ότι υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο—και πολύ σωστά. Παρ? όλα αυτά, η λέξη «ανταλλαγή» συνεχίζει να εμφανίζεται συνεχώς στη σχετική αρθρογραφία μας και μάλιστα με αυξανόμενη συχνότητα.
Πέραν του δικαιώματος του καθενός να λέει ό,τι θέλει σε μια δημοκρατία, θα είναι ευχής έργο όσοι αναφέρονται μελλοντικά στο σοβαρότατο θέμα της υπόθεσης των δύο στρατιωτικών μας να ξέρουν καλά το πραγματικό πλαίσιο, όχι όπως το θέτουν οι επιθυμίες ή οι φόβοι μας, αλλά η πραγματικότητα. Και βάσει αυτής της πραγματικότητας, που είναι η πραγματικότητα του πολιτεύματός μας, να ξέρουν ότι οποιαδήποτε έννοια «ανταλλαγής», όπως την αναφέρουν εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει, πώς το λένε: είναι αδιανόητη και αδύνατη.
Η έννοια της ανταλλαγής ανθρώπων, που συμφωνείται μεταξύ κυβερνήσεων, έχει πάντα τη χροιά της προστασίας των πολιτών τους: ένα κράτος Α θέλει να προστατεύσει κάποιους πολίτες του που βρίσκονται παρά τη θέλησή τους ή κακοπαθαίνουν στο κράτος Β, και με αυτή την έννοια μπορεί να συμφωνήσει να τους ανταλλάξει με πολίτες του κράτους Β που βρίσκονται παρά τη θέλησή τους ή κακοπαθαίνουν στο κράτος Α.
Γνωστότερη περίπτωση σε όλους είναι οι ανταλλαγές αιχμαλώτων σε καιρό πολέμων, ή προσφύγων κατόπιν αυτών, ή και οι ανταλλαγές κατασκόπων στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Τις τελευταίες τις ξέρουμε κυρίως από το σινεμά, και ένα παράδειγμα το γνωρίζουν σίγουρα πολλοί αναγνώστες, καθώς ήταν το θέμα της πλοκής της πρόσφατης δημοφιλούς ταινίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ, «Η Γέφυρα των Κατασκόπων». Η ταινία, μάλιστα, καταλήγει ακριβώς με τη σκηνή της ανταλλαγής, όπου ο σοβιετικός πράκτορας Ρούντολφ Άμπελ, αιχμάλωτος των Αμερικάνων και ο αμερικάνος πιλότος Γκάρι Πάουερς, αιχμάλωτος των Σοβιετικών, διασχίζουν ταυτόχρονα τη γέφυρα του τίτλου, στο Βερολίνο, ο καθένας προς την πατρίδα του και την ελευθερία.
Όμως καμία παρόμοια κατάσταση δεν ισχύει στην παρούσα συγκυρία, του επεισοδίου του Έβρου. Συγκεκριμένα, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, στην Τουρκία βρίσκονται δύο έλληνες στρατιωτικοί, ως αιχμάλωτοι. Κατηγορούνται από το τουρκικό κράτος για κάτι που δεν έχει ακόμη καν διευκρινισθεί, ενώ το ελληνικό κράτος εύλογα αμφισβητεί το ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για την κράτησή τους. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει κατά συνέπεια να εξαντλήσει κάθε διπλωματικό, πολιτικό ή άλλο μέσο που κρίνει αναγκαίο, μέσα στα όρια που ορίζουν οι θεσμοί μας, για να πετύχει την επιστροφή τους. Αλλά μέσα σε αυτά τα μέσα δεν—επαναλαμβάνω: δεν—συμπεριλαμβάνεται η «ανταλλαγή» των δυο στρατιωτικών μας. Ο λόγος είναι απλούστατος: στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τούρκοι αιχμάλωτοι, που θέλουν να ανταλλαγούν. Η Ελλάδα, απλούστερα, δεν έχει συλλάβει κανέναν τούρκο στρατιωτικό τον οποίο να κρατά εδώ παρά τη θέλησή του, όπως κρατούνται παρά τη θέλησή τους στην Τουρκία οι δύο Ελληνες.
Εντελώς αντίθετα, οι οκτώ αξιωματικοί που έφθασαν στη χώρα μας τον Ιούλιο του 2016, ήρθαν δραπετεύοντας με τη βούλησή τους, και με μεγάλο προσωπικό ρίσκο, από την Τουρκία. Έφτασαν στην Ελλάδα ως ικέτες, ζητώντας την προστασία του κράτους μας από τον διωγμό που έχει εξαπολύσει εναντίον τους το καθεστώς Ερντογάν. Ήρθαν στην Ελλάδα επειδή το ήθελαν, και πολεμούν να παραμείνουν εδώ με υπομονή, επιμονή, αγωνία και ύψιστη αξιοπρέπεια, σε συνεργασία με τους νομικούς τους παραστάτες και μεγάλο μέρος της κοινωνίας πολιτών. Οι Οκτώ δεν είναι εδώ επειδή τους συλλάβαμε, με κάποια αμφίβολης σοβαρότητας κατηγορία. Είναι εδώ επειδή ζήτησαν από εμάς να προστατεύσουμε τη ζωή τους και να διαφυλάξουμε τη σωματική τους ακεραιότητα Είναι εδώ γιατί θέλουν να είναι ελεύθεροι. Η παρηγοριά και η καταφυγή τους είναι η ελληνική Δικαιοσύνη, το ακρότατο τείχος της Δημοκρατίας μας.
Ήδη, το ανώτατο ποινικό δικαστήριο της χώρας, ο Άρειος Πάγος, αποφάσισε τελεσίδικα ότι η επιστροφή των Οκτώ στην Τουρκία αποκλείεται γιατί εκεί δε θα έχουν δίκαιη δίκη, και τα επόμενα αιτήματα της Τουρκίας απορρίφθηκαν, και θα απορρίπτονται, εφ? όσον το κράτος δικαίου στη χώρα αυτή όχι απλώς δεν αποκαθίσταται, αλλά συνεχώς ολισθαίνει προς τον απόλυτο ολοκληρωτισμό. Επιπλέον, η ελληνική Δευτεροβάθμια Επιτροπή Ασύλου ήδη έκρινε για έναν από τους Οκτώ ότι δικαιούται το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα στην πατρίδα μας, και τώρα ο ίδιος και οι άξιοι νομικοί του παραστάτες αγωνίζονται με τα όπλα του νόμου στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, για να υπερασπίσουν την απόφαση αυτή από την κυβερνητική αμφισβήτηση. Οι αποφάσεις του ασύλου για τους επόμενους επτά αναμένονται, και καθώς οι περιπτώσεις και των οκτώ αξιωματικών είναι ίδιες, υπάρχει η βάσιμη ελπίδα ότι σε όλους θα δώσει η πατρίδα μας την προστασία που έδωσε και στον πρώτο. Αλλά και στο ενδεχόμενο να μη γίνει αυτό, είναι ήδη βέβαιο ότι στην Τουρκία οι Οκτώ δε γυρνάνε. Η Δικαιοσύνη μας το αποφάσισε, και σε μια δημοκρατία η Δικαιοσύνη έχει σε αυτά τον τελευταίο λόγο. Η έκδοση των Οκτώ απαγορεύθηκε από τον Αρειο Πάγο. Τελεσίδικα. Τελεία και παύλα.
Από πού κι ως πού λοιπόν μπορεί να μιλάει κανείς για «ανταλλαγή» των οκτώ τούρκων αξιωματικών με τους δύο έλληνες αιχμαλώτους στην Τουρκία; Οι οκτώ δεν βρίσκονται εδώ παρά τη θέλησή τους, βρίσκονται εδώ αποκλειστικά και μόνο λόγω της θέλησής τους. Είναι άνθρωποι που ζήτησαν να προστατευθούν στον τόπο μας από ένα τυραννικό καθεστώς, παίρνοντας την πιο κρίσιμη απόφαση της ζωής τους. Η Δικαιοσύνη μας δικαίωσε την απόφασή τους. Ας το αντιληφθούν λοιπόν αυτό καλά όσοι ανεύθυνα και επιπόλαια μιλούν για «πιθανότητα ανταλλαγής»: οι Οκτώ δεν είναι προσωπικό κτήμα της κυβέρνησης ή κανενός άλλου στην Ελλάδα, ώστε να έχει δικαίωμα να τους «δώσει», λες και είναι σακιά με αλεύρι ή ερίφια προς σφαγή.
Από εκεί και πέρα, οι νόμοι μας δεν προσφέρουν κανένα παράθυρο για τέτοιου τύπου συναλλαγή, πόσω μάλλον «ανταλλαγή». Όσοι λοιπόν βάζουν αυτή τη λέξη στη συζήτηση, στο θέμα των δύο κακότυχων στρατιωτικών μας, ας καταλάβουν ότι μιλάνε για κάτι που δεν έχει καμία νομική υπόσταση, και που δεν υπάρχει κανένας αποδεκτός τρόπος να πραγματωθεί. Μιλάνε πιθανώς για κάτι που το αντιλαμβάνονται ως πολιτική απόφαση. Μια τέτοια όμως πολιτική απόφαση, όταν και όπου λαμβάνεται — στις περιπτώσεις δηλαδή και τις συνθήκες όπου μπορεί να ισχύει — λαμβάνεται μεταξύ καθεστώτων αυταρχικών και ανελεύθερων, ειδάλλως, αν πρόκειται περί δημοκρατιών, για να επιτευχθεί ένας σκοπός διπλά ανθρωπιστικός. Τίποτε τέτοιο δεν συντρέχει εν προκειμένω.
Κατά συνέπεια, οι τωρινές αναφορές στην Τουρκία για «ανταλλαγή» των δύο Ελλήνων με τους Οκτώ δεν έχουν τίποτε να κάνουν με τη δημοκρατία ή τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Οι υποστηρικτές του καθεστώτος Ερντογάν που προτείνουν τέτοια πράγματα, σοβινιστές υπερεθνικιστές, παρακρατικοί ή ανδρείκελα ενός τυράννου, απλώς δεν καταλαβαίνουν. Ο τρόπος που χρησιμοποιούν όλοι αυτοί τον όρο «ανταλλαγή» στην Τουρκία, εν προκειμένω, είναι καταχρηστικός. Δεν σημαίνει αυτό που λέει. Μιλώντας για «ανταλλαγή» στην Τουρκία εννοούν απλώς ένα μαφιόζικο εκβιασμό: δώστε μας τους Οκτώ, να τους λιώσουμε στα βασανιστήρια, ή και να τους σκοτώσουμε, αν είναι του κεφιού μας, και πάρτε και τους δύο δικούς σας που αρπάξαμε, για να μην κλαίτε. Αυτό όμως δεν λέγεται πρόταση ανταλλαγής. Λέγεται απαίτηση ανθρωποθυσίας.
Η Ελλάδα έχει θεσμούς και πάνω από όλα έχει Δικαιοσύνη, που κάνει και πρέπει να κάνει τη δουλειά της, ανεμπόδιστη από κάθε κυβερνητική παρέμβαση και σκοπιμότητα. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Τα των κυβερνήσεων ας τα λύσουν οι κυβερνήσεις, και τα της Δικαιοσύνης ας τα λύσει η Δικαιοσύνη.
Στην Ελλάδα, ο ποινικός κώδικας δεν περιλαμβάνει ανθρωποθυσίες, ούτε παζαρεύει ανθρώπινες ζωές. Καλώς ή κακώς, η μοίρα των δύο στρατιωτικών μας είναι σήμερα στα χέρια της κυβέρνησης, όπως ήταν και μέχρι σήμερα η πορεία και η τύχη τους, στις υπό την κυβέρνηση Ένοπλες Δυνάμεις. Ευχόμαστε λοιπόν στην κυβέρνηση κάθε επιτυχία στο έργο της διαχείρισης της κρίσης και της σωτηρίας των δυο στρατιωτικών μας. Και βέβαια ευχόμαστε από καρδιάς στους ίδιους και τις οικογένειές τους κάθε καλό, ασφάλεια, υγεία και καλή λευτεριά!
Όμως η μοίρα των οκτώ τούρκων αξιωματικών δεν είναι στα χέρια της κυβέρνησης. Είναι στα χέρια της Δικαιοσύνης. Η διάκριση των εξουσιών, το ιερότερο σύνορο μιας Δημοκρατίας, βάζει ατσάλινα στεγανά ανάμεσα στην εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Το σύνορο αυτό δεν θα βεβηλώσουμε, δεν θα το διαβούμε για χάρη κανενός τυράννου. Με δυο λόγια: ανταλλαγή γιοκ!