Η μικροπολιτική και η ψηφοθηρία μαζί με τη μικροψυχία και την ιδιοτέλεια υποβαθμίζουν την αξία της πολιτικής. Την ευτελίζουν, καθιστώντας τη απλώς και μόνο ένα μέσο για την εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων και προσωπικών επιδιώξεων. Στην εγχώρια σκηνή ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν εδράζεται στα ουσιαστικά και σημαντικά προβλήματα. Ούτε συμβάλλει στην ανάδειξη και επικράτηση σωστών αποφάσεων και εύστοχων επιλογών. Το άγχος για αποδοχή και απήχηση στο εκλογικό σώμα ωθεί τους πρωταγωνιστές σε πράξεις που δεν συνάδουν με τις διακηρύξεις τους.
Μάλιστα, τις περισσότερες φορές εξαντλούνται σε απαίδευτες αντιπαραθέσεις, οι οποίες κάθε άλλο παρά συγκινούν την ευρύτερη κοινή γνώμη. Ο τρόπος που πολιτεύονται δείχνει ότι μοναδικό μέλημά τους είναι να κατατροπώσουν τον αντίπαλο. Δεν τον αντιμετωπίζουν στο πεδίο του γόνιμου διαλόγου, της ανταλλαγής απόψεων και των δημιουργικών συνθέσεων. Απεναντίας επιζητούν την αποτυχία του, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες στη χώρα. Έτσι νομίζουν ότι θα αποκομίσουν κέρδη.
Τη διεύρυνση της απήχησής τους την αντιλαμβάνονται ως αποτέλεσμα κοντόφθαλμων αντιλήψεων και ευτελών ενεργειών. Πόσω μάλλον την αποκαλούμενη κυριαρχία. Πώς αλλιώς να ερμηνευθεί η χαμηλή ποιότητα της πολιτικής στον τόπο μας; Η υποβάθμισή της είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Ο εκφυλισμός της, εξαιτίας της μικροπρέπειας και της ποταπότητας, τής στερεί την προωθητική της δύναμη. Τη μετατρέπει σε διαμάχη άνευ ουσίας. Και το χειρότερο, συντηρεί περαιτέρω την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών.
Τα παραδείγματα που υπονομεύουν την αξιοπιστία της είναι πολλά. Αποκαλυπτικές ήταν οι αντιδράσεις που προκάλεσε η υπουργοποίηση του πρώην Ευρωπαίου Επιτρόπου Χρήστου Στυλιανίδη. Είτε προήλθαν από τη Λαϊκή Δεξιά, τα στελέχη και τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Είτε από την πλευρά των αντιπολιτευόμενων. Οι μεν πρώτοι αμφισβήτησαν την εύστοχη και κατάλληλη επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία ήρθε να διορθώσει το φιάσκο του ανασχηματισμού που προηγήθηκε. Εμποτισμένοι από βαθύ συντηρητισμό, έδειξαν πρωτόγνωρο πολιτικό επαρχιωτισμό, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ιδιοτέλειάς τους.
Αντίστοιχα συμπτώματα εμφάνισαν τόσο η μείζων όσο και η ελάσσων αντιπολίτευση. Ξαφνιασμένη και αμήχανη κατέφυγε σε μικροπρεπή επιχειρήματα, επιδιώκοντας το «τσαλάκωμα» του πρωθυπουργού. Το ΚΙΝΑΛ δε επέδειξε με την κατάπτυστη ανακοίνωσή του έναν πρωτοφανή αναχρονισμό. Κατέδειξε ότι πρόκειται για μια σέχτα που απέχει μακράν από την ιστορία και τη διαδρομή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Επιπροσθέτως, φανερώσε και πολιτική αμορφωσιά. Γιατί τι άλλο μπορεί να δείχνει η ανόητη ταύτιση ενός κατεξοχήν προοδευτικού ανθρώπου, του Χρήστου Στυλιανίδη, με τη συντηρητική Δεξιά; Αν δεν γνώριζαν όφειλαν να μάθουν.
Επίσης πρόσφατο παράδειγμα που επιτείνει την αναξιοπιστία της πολιτικής και των εκπροσώπων της ήταν η άρνηση της αντιπολίτευσης να ψηφίσει ακόμη και την ήπια αυστηροποίητη των κυρώσεων και των μέτρων για τα πλαστά πιστοποιητικά εμβολιασμού. Οι δικαιολογίες της, φαιδρές. Ιδιαίτερα τα όσα υποστήριξαν ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ είναι εντελώς ανερμάτιστα. Τα δύο κόμματα, τα οποία αυτοεμφανίζονται ως προοδευτικά, δεν είναι μονάχα δέσμια ψηφοθηρικών και μικροπολιτικών αντιλήψεων και πρακτικών. Επιπλέον, παρέχουν και κάποιας μορφής νομιμοποίηση σε άθλιες ενέργειες. Ουσιαστικά, προσφέρουν κάλυψη σε εκείνους που αποδεδειγμένα δεν διαθέτουν ούτε τη στοιχειώδη κοινωνική ευθύνη.
Βέβαια, η αντιπολιτευτική ανευθυνότητα σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί και την ατολμία της κυβέρνησης. Φαίνεται πως ο φόβος του πολιτικού κόστους καθοδηγεί και τις δικές της αποφάσεις. Κατ’ αρχάς η ανοχή της απέναντι στους αρνητές του ιού και στους αντιεμβολιαστές δεν δικαιολογείται. Το υψηλό ποσοστό τους δεν είναι τυχαίο. Αντιθέτως, αποδεικνύει την απουσία καθαρής και αδιαπραγμάτευτης στρατηγικής για την πανδημία.
Τώρα που αποχαιρετίσαμε τον Μίκη Θεοδωράκη, ας θυμόμαστε πάντα την προτροπή του να σβήνουμε από τον ορίζοντά μας τα μικρά και τα ευτελή. «Η αξία της πολιτικής είναι συνυφασμένη με τα Μεγάλα Μεγέθη, με αυτά αναμετριόμαστε, γι’ αυτά κρινόμαστε και μ’ αυτά έχουμε προοπτική» συνήθιζε να λέει ο σπουδαίος Έλληνας.