Δεν είναι και λίγο. Ένας θριαμβικός και διόλου περιφερειακός Διαφωτισμός, πλάι στους μείζονες. Μια επανάσταση των αντιφάσεων, πρώτη εθνική τού μη λαϊκού έθνους, δημοκρατία με κοπτάτσια, «ναπολέων» χωρίς διευθυντήριο και στρατό, δολοφονηθείς, το πρώτο λαϊκό βασίλειο, εισαγωγή εδώ εκεί μαρτυρολογίων ή εθνοκαθάρσεων, χρέη που σώζουν και οριοθετούν επικράτειες, αστική επανάσταση χωρίς άστεα, νικήτρια ήττα, αλυτρωτισμός με ντόπιους εναντίον προσφύγων, εθνικοποιούσες δημογεροντίες, νεοκλασίκ ρομαντισμός, σπλάτερ, θυσιαστήρια, τρομοκρατία, κοντραμπάντο, μπουρλότα: Σώνει και καλά δεν αξίζει να το παραβλέψουμε. Ούτε μπορεί κανείς να απαιτεί από παιδιά και αποπαίδια να αρνηθούμε τη γιορτή. Ακόμη και τις παρελάσεις.
Κι οι άλλοι έτσι κάνουν. Ήμασταν από τους πρώτους, δε θα μείνουμε τελευταίοι οι διακοσαετείς. Προς τι το ρίσκο όμως; Η αφροσύνη; Η μεγαλομανία ενώπιον του μαρτυρίου; Δεν πρόκειται απλώς για την Ιερού Λόχου θυσία, μα για το άλογο σκιερό Κούγκι. Εν μέσω πανδημίας παρελάσεις, με κοινό, ηγέτες, ηγετίσκους θεατές. Από την αρχή μας ήταν, εμφύλιοι και χωρισμοί. Έτσι λοιπόν Κορέας σκηνοθετούμε; Του Βορρά;
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τόλμη από την ανάληψη της ευθύνης. Ανδρεία αν θέλουν οι συντηρητικοί. Αγάπη αλτρουϊσμός, συνοχή που λεν οι άλλοι. «Και του χρόνου να ζούμε». Να παρελάσουμε, και ηγέτες, ηγετίσκοι, δημοκρατιών και μη, ας έλθουν τότε. «Να ζούμε και του χρόνου»: έτσι κι αλλιώς θα επανεκλεγούν. Μην έχουμε και τίποτα καλύτερο.
Γιατί ΑΝ δείχναμε άλλον εαυτό, ΑΝ ολίγο επιτρέπαμε στον Κοραή και το Ρήγα να ακουστούν και πάλι, ΑΝ επιλέγαμε τη Φιλική Εταιρεία αντί των ειδημόνων τού μπαρουτιού και του πλιάτσικου, μπορεί, ίσως, τάχα τώρα στα διακόσια (που δεν είναι ακριβώς, αφού και ημερολόγιο αλλάξαμε και η ιστορία της ιστορίας τής 25ης μυθολογήθηκε μετά την Τριπολιτσά και τη διεθνή κατακραυγή της φρίκης τού άμαχου αίματος) να ανοίγαμε υπερκομματικά, άδολα, τη συζήτηση για ένα συμβόλαιο Αναγέννησης, ένα ελάχιστο συμφωνημένων στόχων, πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών. Για το σημερινό μας αύριο. Κι αυτό επελαύνει, επιτακτικότερο των παρελάσεων.
Η πανδημία θα μπορούσε να προσφέρει τις εγγυήσεις της συναίνεσης. Η ανάγκη να αλλάξουμε δεν υπόκειται σε συγκαταβατική μετριοπάθεια. Ως «επαναστατικό» καθήκον επικαιροποιείται να αναγνωριστεί.
Σε μια χώρα, με τράπεζες χωρίς τραπεζικό σύστημα, με εκπαίδευση χωρίς γνώση και φροντίδα, με πανεπιστήμια ανεπιστημοσύνης, αεργίας και βίας, με δημόσιο κράτος-κρατικό δημόσιο, χώρα οικονομίας στασιμοπληθωριστικής, κοινωνικής οργάνωσης ημιφεουδαλιστιικής, θεσμών κατά όνομα, ωσεί ελευθερίας, ισότητας «για να λέμε», εχθρότητας προς νεότητα, καινοτομία, δημιουργία.
Ανδρείκελο κοινωνία τών πολλών (μας) που θέλουν να είναι λίγοι και επιδιώκουν πολιτειακά, οικονομικά, ιδεολογικά να νομιμοποιήσουν την αποστροφή τους στην εξέλιξη και στην πραγματικότητα, με αποκλειστικό εργαλείο την καλλιέργεια της έχθρας προς όσους/ες θα μεγάλυναν τη χώρα μας και θα δυνάμωναν την πιθανότητά της να πορευθεί θετικά και ωφέλιμα τα χρόνια που έρχονται: στα παιδιά της, όλα της τα παιδιά, τους νέους/ες, τους ηλικιωμένους απόκληρους, τους διαφορετικούς, τις μειονότητες, τις γυναίκες, τους ΛΟΑΤΚΙ, τους ξένους (πρόσφυγες και μη), τους άνεργους, τους εξαρτημένους, τους επιχειρούντες, τους δημιουργούντες, τους καινοτόμους, τους ουμανιστές, τους αδύναμους που δεν ντρέπονται για αυτό. Ανεξαιρέτως.
Ας παρελάσουμε του χρόνου. Ας επανεκλεγούν μετά. Σώοι/ες.
Αληθινή χώρα, αυτή θέλω, ουχί Φαλανστήριον. Χώρα εντάξεων, μη μόνο αγωνιστών συντάξεων. Κι ημών των αποταγμένων χώρα. Ευλογηθώμεν! Άλλως, ιδεόγραμμα αντί σώματος.