Η επίκληση της ανομίας, ως βασικού αιτίου στάσεων και συμπεριφορών στη σύγχρονη ελληνική καθημερινότητα, έχει αποκτήσει μεγάλη συχνότητα. Στο φαινόμενο του μη σεβασμού των νομικά κατοχυρωμένων ρυθμίσεων αποδίδεται μάλιστα ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων, τα οποία αντιμετωπίζει η χώρα στο πλαίσιο του αγώνα για την υπέρβαση της κρίσης.
Ιδιαιτέρως το πολιτικό σύστημα κινεί και τις δύο πλευρές του νομίσματος, με τις οποίες εμφανίζεται η ανομία.
Ένα τμήμα του, από το χώρο της αντιπολίτευσης, καλεί «το λαό σε ανυπακοή», ή ενισχύει την άνθηση του κινήματος «δεν πληρώνω».
Ένα άλλο τμήμα του, αυτό που τουλάχιστον μέχρι τώρα εναλλασσόταν στην κυβερνητική εξουσία, ακολουθεί έναν άλλο τρόπο παράκαμψης του δικαίου, αυτόν της πελατειακής λογικής του συστήματος. Και στις δύο περιπτώσεις άτομα ή κοινωνικές ομάδες κινούνται στο χώρο της ανομίας, διότι αναιρούν το αγαθό της ελευθερίας, όταν αυτή λαμβάνει τη μορφή των ρυθμίσεων, που απορρέουν από το δίκαιο. Βεβαίως εκτός των νόμων χρειάζονται και ηθικές αξίες στην κοινωνία, ειδάλλως δεν λειτουργεί ο νόμος ως απόσταγμα της συλλογικής ελευθερίας. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε φαινόμενα, όπως αυτά των επεισοδίων σε βάρος πολιτικών με τη μορφή της αυτοδικίας, τα οποία μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις υποκινούνται από κομματικούς σχηματισμούς ή συνδικαλιστικούς φορείς. Πολύ αρνητικό δε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι, ότι οι δραστηριότητες, οι οποίες αναπτύσσονται από διάφορες ομάδες ή και μεμονωμένα άτομα, βασίζονται στο θυμικό με αποτέλεσμα να μην έχουν την οποιαδήποτε προοπτική επίλυσης προβλημάτων. Από το άλλο μέρος δε συμβάλλουν στη δημιουργία μεγάλης ρευστότητας και κοινωνικής ανασφάλειας. Και αυτό δημιουργεί αρνητικές προϋποθέσεις για τη βίωση της ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας.
ΑΤΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Ο J.J. Rousseau οριοθετεί την έννοια ελευθερία ως τον χαρακτηρισμό για τα περιθώρια ανάπτυξης δραστηριότητας από το άτομο με την ιδιότητα του πολίτη μιας κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη τις αξίες και τους κανόνες, που ισχύουν σε μια κοινωνία. Σε ατομικό επίπεδο βεβαίως υπάρχει και η φυσική ελευθερία, η οποία εκφράζει τα περιθώρια ικανοποίησης των επιθυμιών του ατόμου, οι οποίες πηγάζουν από τις φυσικές του ανάγκες, που δεν έχουν σχέση με νοητικές διεργασίες, αλλά εκπορεύονται από τις ορμές του.
Και στις δύο περιπτώσεις, προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ελευθερίας είναι η συνειδητοποίηση της αξίας της αλληλοαναγνώρισης. Και αυτό όχι μόνο σε θεωρητικό επίπεδο αλλά και στην κοινωνική πραγματικότητα, στην οποία δυστυχώς κυριαρχούν η ανισότητα και ο άκρατος ανταγωνισμός.
Ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί να αναγνωρίζεται από τους άλλους στην καθημερινή του δραστηριότητα, να τον σέβονται και να ενισχύεται στην ευόδωση στων στόχων του. Αυτή η σχέση πρέπει να είναι συμμετρική και ο κάθε άνθρωπος να σέβεται και να συμπληρώνει το ίδιο τους άλλους. Στην καθημερινότητα αυτό βιώνεται σε μεγάλο βαθμό στις φιλίες και στην αγάπη. Ιδιαιτέρως στις σύγχρονες συνθήκες θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος, ότι αυτό κινείται σε ιδεατό επίπεδο.
Στη σύγχρονη εποχή του ανταγωνισμού και της υπερκατανάλωσης η ελευθερία αποκτά περιεχόμενο και γίνεται μετρήσιμο μέγεθος από την καταναλωτική δυνατότητα του ατόμου και την δυνατότητα του μέσω της πρόσβασης σε διάφορες μορφές εξουσίας να δημιουργεί ελεύθερο χώρο δραστηριοποίησης για τον εαυτό του, ώστε να επιτυγχάνει τους στόχους του. Και σε αυτή την πορεία δεν ισχύουν ούτε η αλληλοαναγνώριση ούτε ο σεβασμός της ελευθερίας του άλλου. Ακόμη και η ισχύς του νόμου είναι σχετική.
Αυτή η κατάσταση οδηγεί στη χωρίς όρια επέκταση της ελευθερίας του δικαίου, ωθεί με άλλα λόγια όλους τους τομείς της ζωής του ανθρώπου σε μια παθολογική μετατροπή τους σε ρυθμίσεις του δικαίου. Η προσπάθεια δε να επιλύονται όλες οι αντιπαραθέσεις μόνο μέσω του δικαίου μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια αγαθών και σε κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες δεν είναι δυνατό να αποκατασταθούν υποχρεωτικά. Βεβαίως η πρόσβαση σε φορείς εξουσίας σχετικοποιεί και αυτές τις ρυθμίσεις.
Η ελληνική κοινωνία στερείται ενός πολύ σημαντικού εργαλείου για την αποκατάσταση συναινετικού κλίματος και την εμπέδωση της λογικής του δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος στη συνείδηση των πολιτών. Αυτό το εργαλείο είναι η ικανότητα ανάπτυξης διαλόγου, ο οποίος δεν προσδιορίζεται από σχέσεις εξουσίας, αλλά από την ορθότητα των επιχειρημάτων των διαλεγομένων τόσο από λειτουργική άποψη όσο και από την μη ύπαρξη αντιφάσεων στην επιχειρηματολογία.
Εάν αυτές οι προϋποθέσεις πληρούνται, τότε οι πολίτες είναι σε θέση να βιώνουν και την κοινωνική ελευθερία, η οποία οριοθετείται από το βαθμό συμμετοχής σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων ή προσδιορισμού των συνθηκών ανάπτυξης δραστηριότητας στο κοινωνικό και οικονομικό-εργασιακό πεδίο.
Από το τέλος του 20ου αιώνα στον ανεπτυγμένο κόσμο άρχισε να οπισθοχωρεί αυτή η λειτουργία προς όφελος της ατομικής ελευθερίας. Ο καθένας προσπαθεί να διαμορφώνει για τον εαυτό του έναν ευρύτερο χώρο ελευθερίας, αδιαφορώντας για τους άλλους συμμετέχοντες. Ιδιαίτερα οξυμένο είναι αυτό το φαινόμενο στο χώρο της οικονομίας. Σε περιόδους μάλιστα οικονομικής κρίσης η κοινωνική ελευθερία συρρικνώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Χτυπητό παράδειγμα είναι η κρίση στην Ελλάδα και οι επιπτώσεις της σε σχέση με την κοινωνική ελευθερία. Οι συμμετέχοντες στο οικονομικό σύστημα αδυνατούν να καλλιεργήσουν στη συνείδηση τους τη λογική της αλληλοενίσχυσης των συμφερόντων και των ικανοτήτων τους.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα έπρεπε τόσο στη σχέση παραγωγή και κατανάλωση όσο και στη σχέση εργασία και κεφάλαιο να έχουν αποκατασταθεί θεσμοθετημένες μορφές αλληλοκατανόησης και αλληλοστήριξης. Αυτά όμως είναι ορατά μόνο, όταν η κερδοφορία του κεφαλαίου είναι ανοδική. Και αυτό μάλιστα ισχύει μόνο, εάν παραμένει το οικονομικό σύστημα σταθερό, χωρίς να επιχειρούνται οι όποιες δομικές ή μη ανατροπές.
ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Η διεύρυνση της αστικής κοινής γνώμης του 18ου αιώνα δεν επιτυγχάνεται μόνο με την ανάπτυξη των δημοκρατικών κινημάτων και τις μεταρρυθμίσεις σε σχέση με το δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι, αλλά κυρίως με την κυριαρχία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στον επικοινωνιακό τομέα. Αυτά όμως υπηρετούν θεωρητικά μόνο την πολιτική ενημέρωση των πολιτών και την προώθηση της συμμετοχής τους στο δημόσιο διάλογο.
Στην πράξη αυτό δεν συμβαίνει. Αντιθέτως συμβάλλουν στην αποστασιοποίηση από την πολιτική, ενώ προωθούν μαζικά την μετατροπή τους σε καταναλωτές προϊόντων, υλικών και πολιτικών. Αυτό οφείλεται στον παθητικό ρόλο των πολιτών, στον οποίο τους καταδικάζουν λόγω της μεγάλης πυκνότητας του τηλεοπτικού χρόνου σε συνδυασμό με την αδυναμία κριτικής επεξεργασίας των μηνυμάτων στο διαθέσιμο χρόνο από τους καταναλωτές της τηλεοπτικής εικόνας περισσότερο και λιγότερο του τηλεοπτικού λόγου.
Εξάλλου κυριαρχεί ο σχολιασμός και όχι η ενημέρωση και μάλιστα η αντικειμενική. Και αυτός ο σχολιασμός τις πιό πολλές φορές έχει ιδεολογηματικά χαρακτηριστικά ή εκφράζει συγκεκριμένα συμφέροντα.
Πέρα από την ενημερωτική διάσταση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, εκείνο που υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο είναι η διαφήμιση, η οποία μετατρέπει τους πολίτες σε καταναλωτές. Και αυτό δεν αφορά μόνο εμπορικά προϊόντα, αλλά επεκτείνεται και στην διοχέτευση συγκεκριμένων προτύπων και συστήματος αξιών. Οι σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες έχουν μετατραπεί σε κοινωνίες του θεάματος. Η ελευθερία αποκτά περιεχόμενο, εάν το άτομο είναι σε θέση μέσα από την υπέρμετρη κατανάλωση να επιδεικνύει την «ανεξαρτησία του». Με αυτό τον τρόπο αποκτά κοινωνικό στάτους και σεβασμό στον κοινωνικό του περίγυρο.
Η πολιτική δραστηριότητα δεν αποτελεί στόχο του σύγχρονου πολίτη. Αρκεί η λειτουργία του ως ψηφοφόρου και καταναλωτή της πολιτικής. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνουν όσοι διαχειρίζονται τις διάφορες μορφές εξουσίας. Εάν έχει ένα άτομο πρόσβαση σε φορείς εξουσίας, η ανομία είναι καλοδεχούμενη, διότι βολεύει και απαλλάσσει από κοπιαστική εργασία και αξιοκρατικές διαδικασίες για την επίτευξη ατομικών στοχεύσεων.
Εξάλλου τα τελευταία χρόνια τόσο στις χώρες, οι οποίες κινούνται στον πυρήνα, όσο και στις περιφερειακές, η πολιτική αποτελεί εργαλείο της οικονομίας. Το κράτος έχει χάσει την ουδετερότητα του και το ρόλο του εγγυητή του δημοσίου συμφέροντος και τα «κρατικοδίαιτα» κόμματα απομακρύνονται από τη δημοκρατική διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης. Η διαφημιστική λογική κυριαρχεί στην πολιτική επικοινωνία.
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ
Με βάση αυτές τις ανισορροπίες σε σχέση με την ανομία, η οποία δεσπόζει στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, καθώς και με την ελευθερία, όχι βεβαίως σε ιδεατό αλλά σε πραγματικό επίπεδο, γεννάται αυτομάτως το ερώτημα, εάν η ελληνική κοινωνία μπορεί να αναπτύξει δυναμική υπέρβασης αυτής της κατάστασης. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για ύπαρξη ελευθερίας, όταν ευδοκιμεί η ανομία και η διαφθορά. Σε αυτή την περίπτωση η ελευθερία έχει παθολογικά χαρακτηριστικά, διότι αποκτά αρνητικές διαστάσεις, αφού επιτρέπεται η ηθική αποδέσμευση από τους όποιους αξιακούς κανόνες μιας κοινωνίας. Με αυτό τον τρόπο νομιμοποιείται η παραβατικότητα και η αποκλίνουσα συμπεριφορά, από την κλοπή και το φακελάκι μέχρι τη μίζα και την βία. Το νόημα της ελευθερίας, σε τέτοιες συνθήκες, εξαντλείται στην προσπάθεια αποδέσμευσης από κάθε κανονιστικό πλαίσιο δραστηριοποίησης. Όμως δεν είναι αφηρημένη έννοια η ελευθερία και τα άτομα δεν είναι ελεύθερα χωρίς κοινωνικές δεσμεύσεις. Βεβαίως πρέπει να διατηρείται στη συνείδηση των πολιτών, ότι το να ανήκει κάποιος σε ένα σύστημα δικαίου, αυτό δεν συνεπάγεται μόνο καθήκοντα αλλά και οφέλη.
Η νομιμοφροσύνη προϋποθέτει και την ύπαρξη αλληλεγγύης. Όμως η αυτοπραγμάτωση του πολίτη δεν μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο του δικαίου, χρειάζεται και την αναγνώριση των συμμετεχόντων στις κοινωνικές διεργασίες ευρύτερα. Και αυτό σήμερα είναι ανέφικτο, διότι υπάρχει θεσμικό και δομικό κενό στο κοινωνικό σύστημα. Το μόνο θετικό είναι η εμπειρία της ενισχυόμενης από συμπολίτες του αυτοπραγμάτωσης στις εθελοντικές κοινότητες, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα όρια της τοπικής κοινωνίας.
Πως μπορεί όμως να ισορροπήσουν οι εθελοντικές κοινότητες στα όρια τοπικών κοινωνιών, με την λογική και την πρακτική της παγκοσμιοποίησης και την δημιουργία υπερεθνικών μορφωμάτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση;
Αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί τόσο από το πολιτικό σύστημα όσο και από τους ενεργούς πολίτες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στις διάφορες δομές, οι οποίες συνθέτουν την κοινωνία πολιτών.
Είναι δε επιτακτική ανάγκη να αποφευχθεί ο λαϊκισμός και η ενεργοποίηση μηχανισμών εξιδανίκευσης στις κοινωνικές μάζες, η οποία οδηγεί στην άκριτη νομιμοποίηση πολιτικών στάσεων και συμπεριφορών, χωρίς να έχει προηγηθεί συνειδητή επιλογή μετά από ορθολογική προσέγγιση. Οι μηχανισμοί εξιδανίκευσης στοχεύουν στο θυμικό του ανθρώπου, ώστε οι αποφάσεις του να στερούνται προοπτικής και με αυτή την έννοια να είναι ελεγχόμενη η στάση του. Έτσι όμως δεν υπάρχει ελεύθερη επιλογή.
Επειδή δε η Ελλάδα είναι μια περιφερειακή χώρα, η απάντηση είναι ακόμη πιο δύσκολη, όταν τίθεται με απόλυτο τρόπο από τις χώρες, που κινούνται στον πυρήνα, η απαίτηση για την ύπαρξη μιας πλανητικής ηθικής. Και τούτο διότι αυτό εκλαμβάνεται και σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι εξαναγκασμός προς μια αυταρχική υποχρεωτική ηθική. Στις περισσότερες μόνο περιπτώσεις δεν γίνεται αντιληπτό, διότι διαχέεται από τα σύγχρονα μαζικά μέσα εικονικής επικοινωνίας στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος.
Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν το πολιτικό σύστημα και γενικότερα η πολιτική επικοινωνία στην Ελλάδα στοχεύουν κυρίως στη χειραγώγηση των πολιτών με τρόπαιο την εξουσία και την αναπαραγωγή τους στο πλαίσιο μιας κοινωνίας χωρίς δυναμική. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τα κόμματα, τα οποία μέχρι τώρα έχουν διαχειρισθεί κυβερνητική εξουσία. Όλα ανεξαιρέτως «χαϊδεύουν» το λεγόμενο απλό λαό με στόχο το εκλογικό όφελος ή στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης καταγγέλλουν αλλήλους ως διεφθαρμένους και βουτηγμένους στα σκάνδαλα. Εκείνο που δεν κάνουν βεβαίως είναι η ουσιαστική προσέγγιση και ανάλυση της πραγματικότητας σε εθνικό ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και ο σχεδιασμός συγκεκριμένης τεκμηριωμένης και με μετρήσιμα μεγέθη πολιτικής πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας. Πώς να το κάνουν εξάλλου, όταν τα προγράμματα των κομμάτων είναι συρραφή ιδεών και προτάσεων των προσώπων, τα οποία έχουν ηγετικές θέσεις. Δεν διαθέτουν τεχνοκρατικά και διεπιστημονικά στελεχωμένους μηχανισμούς σχεδίασης πολιτικών και προγραμμάτων. Γι’αύτο δεν είναι τυχαίο, που το φαινόμενο της γραφειοκρατικοποίησης και απομάκρυνσης από την δημοκρατική πολιτική λειτουργία χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική, με αποτέλεσμα τη μη διαμόρφωση ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Κατά τα άλλα όμως καλούνται οι πολίτες της χώρας να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για το χτίσιμο της Ευρώπης του μέλλοντος. Και αυτό πραγματοποιείται σε «συνθήκες ελευθερίας». Αυτή η τυπική προϋπόθεση αρκεί, ανεξαρτήτως εάν οι πολίτες έχουν γνώση του δημιουργούμενου ευρωπαϊκού μορφώματος ή έχουν πλήρη άγνοια.
Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα διαμορφώνεται ελεύθερα με βάση τη λογική της «λάσπης στο ανεμιστήρα» ή «των τροφίμων πολιτικών του καζίνου Λουτρακίου». Η ανομία στον τόπο αυτό έχει πολλές διαστάσεις. Δεν διαπιστώνεται μόνο σε σχέση με το δίκαιο και τη διαφθορά. Έχει έναν πολύ πιο σπουδαίο κεφαλαιώδους σημασίας ρόλο. Λειτουργεί ως μοχλός για την αποστασιοποίηση του πολίτη από τη γνώση και τον ορθολογισμό στη δραστηριοποίηση του για την επίτευξη των στόχων του. Το πελατειακό σύστημα και η παράκαμψη των κανόνων διασφαλίζουν την επιτυχία του.
Στην Ελλάδα, το ιδεαλιστικό μόρφωμα της ελευθερίας, η οποία πιστοποιείται από την φαντασιακή διάσταση του βαθμού καταναλωτικής δραστηριοποίησης ατόμων και κοινωνιών, αποτελεί το απαραίτητο πέπλο για να αποσιωπάται η πλήρης ή μερική άγνοια τους σε ό,τι αφορά το μέλλον τους και να λειτουργεί απρόσκοπτα η εκλογική διαδικασία. Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος τις κορώνες των κομμάτων σχετικά με τις συντάξεις. Όλα τα κόμματα πλειοδοτούν σε θέσεις, οι οποίες δεν επιτρέπουν περεταίρω μείωση τους. Κανείς όμως δεν διευκρινίζει, πως θα επιτευχθεί αυτό, όταν ιδιαιτέρως στις γηράσκουσες ευρωπαϊκές κοινωνίες με ταυτόχρονη επιμήκυνση του χρόνου ζωής των ανθρώπων είναι σίγουρο, ότι το ύψος των συντάξεων θα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο μείωσης. Στο μέλλον θα αυξάνονται οι εισφορές των εργαζομένων, θα επιμηκύνεται η περίοδος απασχόλησης των εργαζομένων και θα μειώνεται το επίπεδο των συντάξεων.
Το κοινωνικό κράτος θα συρρικνώνεται συνεχώς στο μέτρο που η κοινωνική και οικονομική οργάνωση παραμένει ως έχει. Ήδη σε μερικές ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες γίνονται μελέτες για τον σχεδιασμό πολιτικών εικοσαετούς διάρκειας, τουλάχιστον μέχρι το 2030. Ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός αποτελεί πλέον πολιτική αναγκαιότητα για την επιβίωση των κοινωνιών.
Στην Ελλάδα κυριαρχούν τα ευχολόγια και οι «καλές προθέσεις».
Έχει γίνει πλέον σαφές, ότι επιβάλλεται η ανάπτυξη ενός συστηματικού διαλόγου στο πλαίσιο της κοινωνίας της γνώσης για ένα νέο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη του τα νέα δεδομένα της εθνικής, ευρωπαϊκής και πλανητικής πραγματικότητας και τις ανάγκες των επιμέρους κοινωνικών συστημάτων (πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό, και άλλα) με στόχο ένα βιώσιμο μέλλον με κοινωνική δικαιοσύνη. Και αυτό απαιτεί πολλές υπερβάσεις και συστημικές αλλαγές, οι οποίες δεν είναι εύκολες, διότι κυριαρχούν η ιδεοληψία και ο εμπειρισμός από το ένα μέρος και ο άκρατος ανταγωνισμός και ο υπερκαταναλωτισμός από το άλλο.
.
Ο Χρίστος Αλεξόπουλος είναι ερευνητής Κοινωνιολόγος