Δεν γνωρίζω τον Γ. Παπακων/νου. Δεν έχω επίσης μελετήσει τη δικογραφία, με βάση την οποία δικάζεται. Γνωρίζω απλώς όσα δημοσιεύονται και τίποτε άλλο. Κάτι όμως με «πνίγει» μ’ αυτήν την ιστορία. Το εξομολογούμαι: Η κατηγορία φέρεται να είναι – αποφεύγω τους νομικούς χαρακτηρισμούς – ότι ο Γ. Παπακων/νου αφαίρεσε τρία ονόματα συγγενών του από τη γνωστή «λίστα Λαγκάρντ». Το δικαστικό συμβούλιο που τον παρέπεμψε, κρίνοντας ως μη παραγεγραμμένο ένα προφανώς παραγεγραμμένο αδίκημα και ως έγγραφο ένα μη έγγραφο, προφανώς εξάντλησε κάθε όριο αυστηρότητας. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Αποτελεί όμως αφορμή, για τις επόμενες σκέψεις μας.
Όλοι οι «παροικούντες την δικηγορία», γνωρίζουμε το αυτονόητο: Ότι σε όσες ποινικές περιπτώσεις εντοπίζεται ακόμη και εξ αντανακλάσεως ωφελούμενος, είναι αδύνατον να μην παραπεμφθεί και αυτός ως ηθικός αυτουργός, αν έχει πει έστω και «καλημέρα» με τον δράστη. (Πολλές φορές και χωρίς «καλημέρα»). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαστικό συμβούλιο, παρά την αυστηρότητά του, δεν παρέπεμψε ως ηθικούς αυτουργούς τους δικαιούχους των λογαριασμών. Που πάει να πει πως, είτε ρητά, είτε υπόρρητα, δέχτηκε ότι η πράξη της αλλοίωσης δεν σκόπευε στην εξυπηρέτησή τους.
Ο Γ. Παπακων/νου αρνείται την πράξη και σεβόμαστε την υπερασπιστική του θέση. Εν τούτοις, ως υπόθεση εργασίας, για την κατάστρωση και μόνον του συλλογισμού μας, θα προσχωρήσουμε στην εκδοχή του παραπεμπτικού βουλεύματος. Ότι δηλαδή είναι ο δράστης της αλλοίωσης, αλλά χωρίς προηγουμένως να συνεννοηθεί με τους δικαιούχους των λογαριασμών. Αίφνης όμως, από μόνη της η παραδοχή αυτή, εγείρει το αυτονόητο ερώτημα: Αν δεν ωθήθηκε από τους δικαιούχους των λογαριασμών και με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν πράξεις άνευ νοήματος, τότε ποιο ήταν το νόημα της πράξης της κατηγορίας;
Η απάντηση βρίσκεται μόνον στα ιστορικά γεγονότα, στο πλαίσιο των οποίων αυτή διαδραματίστηκε. Μάλιστα, μεγαλύτερη σημασία από τα ίδια τα γεγονότα, έχει η στάση μας απέναντι σ’ αυτά. Η οποία στάση μας, με αφορμή την χρεοκοπία της χώρας, εκδηλώθηκε ως πρωτοφανές κίνημα ανορθολογισμού, με πυρήνα την παρανοϊκόμορφη άρνηση της πραγματικότητας και «ιδεολογία» τις θεωρίες συνωμοσίας. Ας θυμηθούμε: Όποιος εκτόξευε τη μεγαλύτερη τρέλα, ήταν ο «λογικός». Όποιος πρότεινε να «ζωστούμε» με εκρηκτικά και να «ανατινάξουμε» τη χώρα, ήταν ο πατριώτης. Αντίθετα, όποιος συμπεριφερόταν με σωφροσύνη, ήταν γερμανοτσολιάς, τσολάκογλου, μερκελιστής κ.ο.κ.
Έτσι, η βία και το μίσος έγιναν το μοναδικό επιχείρημα, με αποτέλεσμα να επανέλθουν στις πλατείες των «αγανακτισμένων» οι μέθοδοι της μετεμφυλιακής ακροδεξιάς, όπως οι αντισυγκεντρώσεις και τα λιντσαρίσματα των αντιπάλων. Οι οποίες, νομιμοποιημένες πλέον από τη λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά, προσφέρθηκαν έτοιμες για χρήση στο ναζιστικό υπόκοσμο. Και μοιραία βρεθήκαμε μπροστά στο αδιανόητο: Το κάψιμο ζωντανών τριών νέων ανθρώπων στη Μαρφίν, να θεωρηθεί περίπου συγγνωστή και ανεκτή πράξη. Αλήθεια, σε τι διέφερε αυτό από το «ζήτω ο θάνατος» των φραγκιστών;
Από το συλλογικό ανορθολογισμό, δεν έμεινε ανέπαφη, ούτε η δικαιοσύνη. Θυμίζουμε τη χαρακτηριστικότερη περίπτωση: Ο «πατριωτισμός» των λαϊκών δοξασιών για τις εξωτερικές μας σχέσεις, είχε επιβάλει την «ηθική τρέλα» να φερόμαστε ως διεθνείς απατεώνες. Έτσι, τα «Greek statistics» αναδείχθηκαν σε διεθνές στερεότυπο της νεοελληνικής ανυποληψίας. Κάποιοι όμως δημόσιοι λειτουργοί, διαθέτοντας σοβαρά υπολείμματα ήθους, αρνήθηκαν να συνεχίσουν την τροφοδοσία της αυταπάτης μας. Και τήρησαν τη νομιμότητα κατά τον υπολογισμό του ελλείμματος της χώρας. Έτσι, ανατρέποντας το «ζωτικό ψεύδος» με το οποίο μέχρι τότε «τρεφόταν» η χώρα, έγιναν «αγγελιοφόροι» ανεπιθύμητων ειδήσεων για την κατάσταση της οικονομίας. Οι ανεπιθύμητες όμως ειδήσεις, οδήγησαν σε ένα οξύτερο παραλήρημα, που απαιτούσε να «πεθάνουν οι αγγελιοφόροι». Και η δικαιοσύνη, υπό τις ιαχές των ψεκασμένων, συντονίστηκε με αυτήν την απαίτηση και χαρακτήρισε έγκλημα την τήρηση της νομιμότητας. Έτσι όμως κατέρρεε κάθε σταθερά και ερχόταν η τυραννία της ανασφάλειας.
Με όλα αυτά η χώρα παλινδρόμησε σε έναν ολοκληρωτικό διχασμό. Και δεν πρόκειται για τον επιφανειακό διαχωρισμό του λαϊκισμού μεταξύ «αγνού λαού» και των «κακών ελίτ», ο οποίος έχει εισαχθεί ως «εξωτική» έννοια από τη δύση.[1] Ούτε βεβαίως πρόκειται για τη διάκριση Εχθρών – Φίλων, η οποία κατέχει κεντρική θέση στον πολιτικό λόγο της ναζιστικής κυρίως ακροδεξιάς. Διότι και αυτή η διάκριση μπορεί να έχει συγκυριακό χαρακτήρα[2]
Στην περίπτωσή μας, πρόκειται για κάτι βαθύτερο και μονιμότερο, που φέρει ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Είναι «..η παράδοση όλων των νεκρών γενεών, που βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών..». [3]Και η παράδοση των δικών μας νεκρών γενεών, είναι το «προπατορικό» μας σχίσμα, μεταξύ αυτοχθόνων – ετεροχθόνων. Δηλαδή η ατελεύτητη σύγκρουση προνεωτερικότητας – νεωτερικότητας. Όπου οι «αγνοί» αυτόχθονες «πατριώτες», πολεμούν αενάως τους καλαμαράδες (σήμερα «μερκελιστές»), που είναι προσκυνημένοι στη Δύση. Η οποία, στα συλλογικά μας αρχέτυπα, παραμένει ο πραγματικός εχθρός του «γένους». Άλλωστε, αυτός ο εχθρός αρμόζει σε μια κοινωνία της καθ’ ημάς Ανατολής, η οποία – παραφράζοντας τον Καστοριάδη – ναι μεν επικαλείται υποκριτικά ως παράδοσή της τον Επιτάφιο του Περικλή, αλλά το κοινωνικό φαντασιακό της πηγάζει απευθείας από τους «ένδοξους Βυζαντινούς αυτοκράτορες».
Υπό το εμφυλιοπολεμικό αυτό κλίμα, ο Γ. Παπακων/νου είχε την ατυχία να παραλάβει την οικονομία της χώρας ως βόμβα, με αναμμένο το φυτίλι της πτώχευσης.
Η ενστικτώδης ανθρώπινη αντίδραση, θα ήταν να την πετάξει από τα χέρια του και να τραπεί σε φυγή.
Ο ανορθολογισμός και η βία που εκπορεύονταν από στις πλατείες, απαιτούσαν να φερθεί ως «ήρωας» και να επιλέξει τον αρμαγεδώνα, προκειμένου να τιμωρήσουμε την «εκπορνευθείσαν δύσιν».
Ο ίδιος, ανήκοντας στην κατηγορία της νεωτερικότητας, στάθηκε αντίθετος στο ρεύμα, επιλέγοντας την αντιηρωϊκή και αντιδημοφιλή στάση της υπευθυνότητας. Έτσι, αποφεύχθηκε το «Κούγκι», το οποίο απαιτούσαν οι πλατείες. Όμως, αυτομάτως εντασσόταν στο «αντιπατριωτικό» μέτωπο των «γερμανοτσολιάδων» και «μερκελιστών».
Η φαντασία μπορεί εύκολα να συναγάγει, ποια θα ήταν η εκτροπή, αν εκείνη τη στιγμή, κατά την οποία αρκούσε οποιαδήποτε αφορμή ή πρόφαση για να ανάψει το εμφυλιοπολεμικό φυτίλι, πληροφορούντο οι «πλατείες», ότι συγγενείς του «μερκελιστή» υπουργού βρίσκονταν στη «λίστα Λαγκάρντ». Αυτός ακριβώς ο κίνδυνος, παρήγε για τον ίδιο συνθήκη ακραίας σύγκρουσης καθηκόντων. Έτσι λοιπόν αν, ως υπόθεση εργασίας πάντοτε, διαπράχθηκε από αυτόν η επίδικη πράξη, μόνον υπό όρους σύγκρουσης καθηκόντων είναι δυνατόν να συνέβη. Και ας μη μας παρασύρει η σημερινή κατάσταση, όπου υπουργοί του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, έχουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό και αυτό θεωρείται ανάξιο λόγου. Διότι η πράξη της κατηγορίας εκτυλίσσεται στην περίοδο του παροξυσμού. Όταν είχαν ανατραπεί ακόμη και οι φραγμοί που προστατεύουν την ανθρώπινη ζωή. Ξαναθυμίζω: Η πυρπόληση τριών νέων ανθρώπων στη Μαρφίν, θεωρήθηκε σχεδόν νόμιμη!
Γι’ αυτό και εφ’ όσον η συγκεκριμένη πράξη κριθεί όχι με όρους αφαίρεσης, αλλά επανενταχθεί στον ιστορικό της χρόνο, ο οποίος ως «κυρίαρχος των σημασιών», καθορίζει πάντοτε τα νοήματα των επί μέρους πράξεων, τότε ποιος μπορεί – πλην βεβαίως της περίπτωσης του δικανικού μακαρθισμού – να καταλογίσει δόλια προαίρεση στον Γ. Παπακων/νου; Αν βεβαίως, επιμένω αν, είναι αυτός ο δράστης.
[1] Για την εισαγωγή στη χώρα μας «εξωτικών» εννοιών και γλωσσικών όρων, που δεν αντιστοιχούν σε εγχώριες πραγματικότητες, βλ. Μιμίκα Κρανάκη, Εισαγωγή στο «Διαβάζοντας τον Φρόιντ».
[2] Ενδεικτικά Καρλ Σμιτ, Η έννοια του Πολιτικού.
[3] Κ. Μαρξ 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη