Σε λίγες ημέρες εκλέγεται πρόεδρος του ενός εκ των δύο κομμάτων, που μεσουράνησαν μετά τη Μεταπολίτευση. Η Νέα Δημοκρατία κυβέρνησε μόνη της επί 15,5 χρόνια, ενώ συγκυβέρνησε με άλλα κόμματα επί 4 χρόνια.
Σήμερα, που η χώρα βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση που βρέθηκε τα τελευταία 41 χρόνια, σήμερα, που πρωθυπουργός είναι ο πλέον ανεπαρκής, που βιώσαμε τα τελευταία 100 χρόνια, αλλά και ο έχων έλλειψη έστω και των ελάχιστων προσόντων για να καταλάβει τη θέση του κυβερνήτη μιας χώρας σε πολιτισμική παρακμή, είναι αδήριτος η ανάγκη συγκρότησης των δύο πόλων λειτουργίας μιας αστικής ευρωπαϊκής Δημοκρατίας. Είναι προφανώς αδήριτος η ανάγκη ανάδειξης ηγετών με κύρος, εμπειρία, γνώσεις, ακεραιότητα, ειλικρίνεια, διεθνή αναγνώριση και εμπιστοσύνη στους δύο πυλώνες του πολιτεύματος, που είναι το Φιλελεύθερο Συντηρητικό Κόμμα και το Κόμμα της Σοσιαλδημοκρατίας. Υπάρχει ακόμη ο χώρος του Μεταρρυθμιστικού Κέντρου, ο οποίος, ανάλογα με τις περιστάσεις, θα απορροφηθεί είτε εν μέρει είτε στο σύνολό του από έναν εκ των δύο αυτών πόλων.
Σήμερα, ο ένας πόλος βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο ανάδειξης του ηγέτη του, ενώ ο έτερος πόλος πελαγοδρομεί μεταξύ, αφενός μεν της ίδρυσης μιας ενιαίας παράταξης με στιβαρή ηγεσία, αφετέρου δε της διατήρησης των αδύναμων, θνησιγενών και υπό κατάρρευση κομμάτων ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και ΠΟΤΑΜΙ.
Την Κυριακή οι 404.000 πολίτες θα κληθούν να επιλέξουν μεταξύ του Ευάγγελου Μεϊμαράκη και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εάν εκλεγεί ο πρώτος, τότε θα έχουμε έναν αδύναμο πυλώνα της Κεντροδεξιάς, στον οποίο θα κυριαρχεί ο «καραμανλισμός», δηλαδή ένας «ισμός» άνευ περιεχομένου και ουσίας, αλλά με κυρίαρχο έναν αποτυχόντα τέως πρωθυπουργό, που έχει παραμείνει σιωπηλός τα τελευταία 6 χρόνια, αρνούμενος να αναλάβει την παραμικρή ευθύνη για την αποτυχία του. Εάν εκλεγεί ο δεύτερος, προβλέπω ότι σε μικρό χρονικό διάστημα θα έχουμε έναν αξιόπιστο πυλώνα της κεντροδεξιάς, με έναν ηγέτη υψηλού κύρους και πόλο έλξης της πλειοψηφίας των πολιτών, που τοποθετούνται στο χώρο του Μεταρρυθμιστικού Κέντρου.
Στην πρώτη περίπτωση, λόγω της αδυναμίας της νέας ηγεσίας της Κεντροδεξιάς, το βάρος πέφτει εξ ολοκλήρου στον άλλο πυλώνα. Η εγκατάλειψη των φιλοδοξιών των Φ. Γεννηματά, Γ. Θεοχαρόπουλου και Σ. Θεοδωράκη να παραμένουν «κοινοτάρχες στα χωριά τους», αντί μέλη της μητροπολιτικής αρχής μιας Μεγαλούπολης, είναι εθνικό καθήκον. Η αδυναμία της ΝΔ θα πρέπει να αναπληρωθεί από τη δημιουργία μιας ενιαίας παράταξης της Σοσιαλδημοκρατίας και του Μεταρρυθμιστικού Κέντρου, που θα δώσει ελπίδα και θα αποτελέσει την κυβερνητική εναλλακτική λύση στον εσμό των ημιμαθών και ανειδίκευτων συντρόφων του Α. Τσίπρα.
Στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή στο ενδεχόμενο εκλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη, τα πράγματα γίνονται δύσκολα για τον έτερο πυλώνα. Ως πρόεδρος της ΝΔ, με δεδομένη τη βούλησή του να οργανώσει ένα ευρωπαϊκού τύπου κόμμα του φιλελεύθερου και μεταρρυθμιστικού χώρου, με πολύ καλές σπουδές, με μακρόχρονη εργασιακή θητεία στον ιδιωτικό τομέα και με θετικά δείγματα γραφής ως βουλευτής και υπουργός, θεωρώ βέβαιο ότι θα προσπαθήσει και σε ένα μεγάλο βαθμό θα επιτύχει να προσελκύσει στο κόμμα της ΝΔ την πλειονότητα όλων εκείνων που έχουν κουραστεί και απογοητευθεί τόσο από τον Α. Τσίπρα και τους συντρόφους του όσο και από τους «κοινοτάρχες». Εκεί, λοιπόν, έρχεται δριμύτατη η πρόκληση προς τις συιστώσες της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και προς το Ποτάμι να προβούν, όχι στο αποφασιστικό βήμα, αλλά στο αποφασιστικό άλμα της οργάνωσης ενός ιδρυτικού συνεδρίου της Σοσιαλδημοκρατίας και του Μεταρρυθμιστικού Κέντρου. Το συνέδριο αυτό θα πρέπει να αναδείξει νέα στιβαρή, έμπειρη και έγκυρη ηγεσία και να συντάξει νέες τεκμηριωμένες θέσεις, στόχους και λύσεις στα επείγοντα προβλήματα μιας χώρας σε παρακμή. Θα πρέπει να δώσει λύσεις τολμηρές, πειστικές, χωρίς να φοβάται το πολιτικό κόστος. Να αποφασίσει ότι θα είναι χρήσιμη και όχι αρεστή, όπως τονίζει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, η ανάγκη δημιουργίας του ενιαίου αυτού πόλου της Σοσιαλδημοκρατίας και του Μεταρρυθμιστικού Κέντρου είναι εκ των ων ουκ άνευ. Σε περίπτωση εκλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο ανταγωνισμός θα είναι μεγάλος και θα διεξαχθεί, όχι απέναντι στην φθίνουσα συντροφιά του Α. Τσίπρα, αλλά απέναντι σε μία ανερχόμενη μεταρρυθμιστική κεντροδεξιά. Και μάλιστα, στην περίπτωση αυτή ο ανταγωνισμός θα είναι υγιής και παραγωγικός για τη χώρα μας.