«Οι γέροι πεθαίνουν και οι νέοι δεν μπορούν να γεννηθούν. Γι’ αυτό στη μεσοβασιλεία θα εκδηλωθεί μια μεγάλη ποικιλία από νοσηρά φαινόμενα» έγραφε κάμποσες δεκαετίες πριν ο Αντόνιο Γκράμσι σχολιάζοντας την κατάσταση στη χώρα του. Μια διαπίστωση που αντιστοιχεί απολύτως και στη δική μας κατάσταση σήμερα. Μόνο που σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με προϋπάρχουσες πολλαπλές παθογένειες, αυτά τα νοσηρά φαινόμενα τείνουν να κυριαρχήσουν σε όλους τους τομείς της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Γιατί έχουμε μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα σε διαρκή αμφιθυμία, να προσβλέπουν από τη μία στη σωτηρία της χώρας και στην παραμονή στο ευρώ και από την άλλη, επειδή αφενός δεν αντέχουν τη συνταγή, αφετέρου επειδή έχουν διαρραγεί πλήρως οι σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ τους, να ετοιμάζονται να παραδοθούν στη μοίρα μιας αναπόφευκτης κατάρρευσης.
Αυτή η δραματική αντίφαση διαπερνά, όπως φάνηκε στην ψηφοφορία στη Βουλή, τα δύο κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία τις τελευταίες δεκαετίες, οδηγώντας στην αποσταθεροποίησή τους. Ο καιροσκοπισμός, ο λαϊκισμός, η δημαγωγία και η διαχείριση του κράτους ως κομματικού λάφυρου διαμόρφωσαν, όπως ήταν φυσικό, και ένα αναλόγου ύφους πολιτικό προσωπικό. Που αδυνατεί ακόμη και τώρα να καταλάβει ότι αυτό που διακυβεύεται δεν είναι η νομή της εξουσίας αλλά η οικονομική και γεωπολιτική τύχη της χώρας. Με συνέπεια, όπως επεσήμανε προχθές ο Στ. Ράμφος, να αναζητούμε ως κοινωνία – και ως πολιτικό σύστημα, θα πρόσθετα – μια παράταση από το παρόν και να ζητούμε ένα διάλειμμα για να δούμε τι θα κάνουμε αύριο. Σκοτώνουμε δηλαδή τον χρόνο μήπως και μας αφήσει ήσυχους στο μέλλον…
Μόνο που με τις παρατάσεις δεν κερδίζουμε πια τίποτε. Ισως και να εξυπηρετούμε τα σχέδια εκείνων στην ευρωζώνη που έχουν αρχίσει να προετοιμάζονται – και να διευκολύνουν με τις απαιτήσεις τους – την έξοδό μας, γιατί τους είμαστε μπελάς… Η εύκολη και συνηθισμένη λύση είναι να φορτώσουμε τα αδιέξοδά μας στον Σόιμπλε και στους ομοίους του, που για τους δικούς τους καιροσκοπικούς λόγους θέλουν να ξεμπερδεύουν μαζί μας. Ή, ακόμη χειρότερα, να καλλιεργήσουμε περισσότερο το διχαστικό κλίμα που διαπερνά κοινωνία και πολιτική και να κατηγορούμε από τη μία τους «προδότες» υποστηρικτές του μνημονίου ή τους ανεγκέφαλους θιασώτες της χρεοκοπίας και της επιστροφής στη δραχμή από την άλλη. Και να ξαναζήσουμε για πολλοστή φορά φαινόμενα ανεύθυνης επαναστατικότητας με ακόμη πιο επώδυνες καταστροφές εν ονόματι της… αντίστασης.
Μια διχασμένη κοινωνία όμως δεν έχει ούτε παρόν ούτε, πολύ περισσότερο, μέλλον. Εχουμε μια τελευταία ευκαιρία να επικρατήσει η λογική, η αλληλεγγύη, οι δημιουργικές λύσεις. Να σταματήσουμε να αρνιόμαστε την αλλαγή, όσο δύσκολη κι οδυνηρή κι αν είναι, για να μπορέσουμε να υπερβούμε τον κακό μας εαυτό και να ξαναποκτήσουμε τη χαμένη μας αυτοπεποίθηση. Αλλος, εύκολος δρόμος, δυστυχώς, δεν υπάρχει…