Άννα, τ’ ονομά της το μικρό

Βούλα Αντωνιάδου 21 Σεπ 2024

Σαββόπουλος 1969, το περιβόλι του τρελού.

Οφείλω κατ’ αρχήν να συστηθώ. Δεν ανήκω στον κύκλο στενών συνεργατών, φίλων ή κομματικών υποστηρικτών της Άννας Διαμαντοπούλου. Δεν έχω προσωπική σχέση μαζί της πέρα από μια παλιά γνωριμία και συμπάθεια.

Γνωριστήκαμε στην Κοζάνη σε κάποιους συλλογικούς χώρους στα μέσα της δεκαετίας του 80, όταν και οι δύο ανοίγαμε τα πρώτα «πανιά» μας στην ενήλικη ζωή μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μας. Τίποτε άλλο. Μετά από εκείνο το σύντομο διάστημα στην Κοζάνη,  εγώ έφυγα για Καναδά, η Άννα  έμαθα ότι τον επόμενο χρόνο έγινε νομάρχης Καστοριάς.

Παρακολουθώ όμως την πορεία της εκ του μακρόθεν είτε στο «Δίκτυο» είτε πιο παλιά στα αξιώματα που υπηρέτησε  και εξακολουθώ να διατηρώ μια θετική ανάμνηση εκείνου του πρώτου καιρού της πολιτικής της εκκόλαψης και της προσωπικής της ακτινοβολίας στα πράγματα της μικρής μας πόλης. Τι ξεχωρίζω λοιπόν στην Άννα:

  1. Θα το πω συνθηματικά: η Άννα έχει «τσίπα». Έχει και «μπέσα».  

Λέμε για κάποιον ότι έχει «τσίπα» όταν διαθέτει ενσυναίσθηση, όταν νιώθει ντροπή για κάτι που έγινε, όταν δεν επιρρίπτει τις ευθύνες σε άλλους για τα στραβά που μας βρήκαν. Και έχει «μπέσα» γιατί λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, δεν κρύβεται πίσω από πρόσκαιρα κέρδη και δημοφιλία.

Η προσωπική της διαδρομή από τότε που ξεκίνησε μέχρι τώρα που κρατάει ψηλά τον πήχυ της εσωκομματικής αντιπαράθεσης αυτό δείχνει. Κυρίως όμως στα πέτρινα χρόνια της πρόσφατης κρίσης φαινόταν να επωμίζεται και προσωπικά την ευθύνη για τα δεινά που έπεσαν στα κεφάλια μας. Δεν μπορώ να ξέρω τί σκεπτόταν λίγα χρόνια πριν την κατάρρευση, τότε που όλοι ζούσαμε μια ανέφελη ζωή ενώ η χώρα ζούσε στο ρυθμό του ξέφρενου δανεισμού και ενός δημοσιονομικού εκτροχιασμού που όλο και πλησίαζε παρά τις προσπάθειες συμμαζέματος. Αυτό που ξέρω είναι ότι έσκυψε το κεφάλι της με τον τρόπο του ανεπίγνωστου λάθους σα να έφταιγε αυτή η ίδια για τη χρεοκοπία και ρίχτηκε σε δουλειά βάθους. Κρατήθηκε έξω από αμετροεπείς συμπεριφορές και κοίταξε πώς θα βοηθήσει στην ανάταξη της χώρας με ποικίλους τρόπους.

Δεν ανέλαβε υπουργεία μετά την θητεία της στις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμα. Δεν ζήλεψε υπουργεία σε κυβερνήσεις που η νομή της εξουσίας ήταν ο κύριος σκοπός τους και που δεν είχαν καμία πρόθεση να άρουν τα κακά που μας είχαν οδηγήσει στα μνημόνια. Αν ήθελε να εγκλιματιστεί στη νέα πραγματικότητα, θα το έκανε. Το απέφυγε όμως. Μόνο μια υπερκομματική υποψηφιότητα διεκδίκησε και κατά τα άλλα αφοσιώθηκε στο «Δίκτυο» και στην Ευρώπη όπως το έκανε χρόνια τώρα.

  1. Η Άννα διαθέτει «γαλόνια».

Με άλλα λόγια έχει δοκιμαστεί στο πεδίο. Σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν χρειάζεται να πούμε από ποιές καίριες θέσεις άσκησε καθήκοντα και πόσο διείσδυσε με τις επεξεργασμένες προτάσεις και παρεμβάσεις τηςστην κοινωνία. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι είναι γέννημα-θρέμμα του ΠΑΣΟΚ και της ευρύτερης σοσιαλδημοκρατίας και δεν χρειάζονται άλλα πειστήρια μιας συνεπούς και αδιάκοπηςπορείας στο χώρο αυτό.

Μπορεί να υπήρξε το «παιδί – θαύμα» του κομματικού μηχανισμού, δεν διατηρήθηκε όμως χάρις σ’ αυτόν σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Χάρις στις ικανότητές της και σε μια εκπλήσσουσα αντίληψη αλλά και ροπή στην αναζήτηση νέων προκλήσεωνανέβηκε ένα- ένα τα σκαλιά της πολιτικής πάντα με τον τρόμο να τα καταφέρει να ανταπεξέλθει στις όλο και πιο βαριές ευθύνες της. Δεν ήρθε τίποτα τυχαία. Κάθε νέα πρόκληση, κάθε καινούριο εγχείρημα, ένας άλλος κόσμος γνώσεων και εμπειριών.

Περιγράφουμε μια διαδικασία ωρίμανσης και αλλαγής, εμβάθυνσης και ανάπτυξης. Τόσο της προσωπικότητας όσο και της πολιτικής σκέψης της Άννας Διαμαντοπούλου. Γιαυτό βλέπουμε να είναι ο λόγος της οραματικός αλλά όχι νεφελώδης. Υποσχετικός αλλά όχι αβάσιμος.

Είναι ίσως η εκπρόσωπος της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας. Σπάνια συναντάς πολιτικό που «διαβάζει» την πραγματικότητα με όρους σημερινούς.Που δεν ανατρέχει σε ξεπερασμένα δίπολα και σε ληγμένες ετικέτες. Η προσέγγιση των σημερινών προβλημάτων που από τη φύση τους είναι πολύπλοκα (περιβαλλοντική κρίση, μεταναστευτικό, κοινωνικό κράτος) απαιτούν άλλου είδους εργαλεία και κυρίως απαιτούν πρακτικές συγκλίσεων και όχι σχάσεων. Με όρους παλαιοκομματισμού μια «προοδευτική» προσέγγιση θα κράδαινε τη σημαία της καταγγελίας και της στείρας αντιπαράθεσης. Ιδού η συνταγή της στασιμότητας και της αυτοτροφοδοτούμενης διατήρησης στην οποία τόσο αρέσκονται τα κόμματα.

Πού είναι όμως το περιεχόμενο της πολιτικής; Πού είναι η σχέση με την κοινωνία; Διαλεγόμενοι οι πολιτικοί αποκλειστικά με τους δικούς τους ψηφοφόρους και όχι με το σύνολο της κοινωνίας χάνουν έδαφος και όλο και λιγότερο χαράσσουν στρατηγικές δημοσίου συμφέροντος. Αυτό είναι που δεν θέλει η Άννα. Όλα όσα υποστηρίζει για τους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα (αρμοδιότητες Προέδρου της Δημοκρατίας, ανεξάρτητη δικαιοσύνη, ακηδεμόνευτη Αυτοδιοίκηση κ.α.) και για το πελατειακό κράτος που αποτελεί την εθνική μας γάγγραινα, συνηγορούν σε ένα μοντέλο διακυβέρνησης που έχει διδαχθεί από τα λάθη του και που θα μας ξανασυστήσει τις αρχές της σοσιαλδημοκρατίας.

Η Άννα με όλη αυτή τη σκευή που κουβαλάει μοιάζει σαν «έτοιμη από καιρό». Δεν το περίμενε ούτε και η ίδια ότι θα ρχόταν έτσι τα πράγματα. Ας ελπίζουμε ότι στο τέλος θα νικήσει το καλό (το δ’ ευ νικάτω).