Είναι βέβαιο, πως η μοίρα κάθε χώρας, σημαδεύτηκε από τους ηγέτες της. Στις δημοκρατικές χώρες, από την ψήφο του λαού που τους ανέδειξε. Το ερώτημα για τις αποφάσεις της πλειοψηφίας σε ιστορικές καμπές, όταν οι ηγεσίες που επέλεξε δεν υπηρέτησαν την ευημερία της χώρας τους, ή έφεραν καταστροφές, είναι το εξής: Αποφάσισε λάθος επειδή υστερούσε σε ποιότητα η κρίση του, ή δεν μπόρεσε να του εξηγήσει η πλευρά του σωστού ηγέτη τον λόγο που, εκείνος ήταν ο κατάλληλος για τα συμφέροντά του;
Κατά την γνώμη μας, προφανώς παίζει ρόλο η ικανότητα του ηγέτη να γίνει πειστικός, σίγουρα και η πειστικότητα του αντίπαλου, αλλά το σημαντικότερο είναι ο βαθμός δυσκολίας. Δηλαδή, οι ιδέες και οι απόψεις με τις οποίες είναι διαποτισμένη η σκέψη του εκλογικού σώματος, εκείνη την χρονική περίοδο.
Η μάχη για την ανάδειξη του ηγέτη της χώρας, - πλην εξαιρέσεων – προφανώς ξεκινάει από την εκλογή του στην ηγεσία του κόμματος. Αυτή η ώρα έχει ξαναφτάσει για τα μέλη και τους φίλους του ΠΑΣΟΚ, αφού η συλλογική ηγεσία του έκρινε αποτυχημένη τη θητεία του Ανδρουλάκη.
Οι έξι υποψήφιοι, βάζουν στο κάδρο την πολιτική πραγματικότητα του χώρου, η οποία διατάσσεται από τις διαφορετικές πολιτικές απόψεις που ενυπάρχουν στο κόμμα. Είναι λογικό, αφού σ’ ένα κόμμα δεν συμφωνούν όλοι με όλους και σε όλα. Όποιος κι αν επικρατήσει, οι υπόλοιπες τάσεις θα υπάρχουν. Αυτό, από μόνο του, σημαίνει πως είναι απαραίτητος ο πολιτισμός της συνύπαρξης διαφορετικών τάσεων.
Το μείζον όμως παραμένει. Ποιος μπορεί να οδηγήσει στην νέα εποχή το κόμμα, προσδοκώντας να οδηγήσει και τη χώρα; Και το ζητούμενο, όπως σε όλων των ειδών τις εκλογές, είναι αν το σώμα των εκλογέων θα επιλέξει τον καλύτερο. Αυτό φυσικά, δεν αμφισβητεί την κυριαρχία της δημοκρατίας, ακτινογραφεί μόνο, την ικανότητα του ψηφοφόρου να ενεργήσει για το καλύτερο, για το κοινό συμφέρον.
Στο ΠΑΣΟΚ, το ερώτημα είναι, αν έχει εμπεδώσει τον ορισμό που έδωσε με δυο απλά λόγια, ο Όλαφ Πάλμε: «Δεν είμαστε εναντίον του πλούτου, είμαστε εναντίον της φτώχιας». Πάνω σ’ αυτό το ερώτημα, απαντούν οι δυο κύριες τάσεις που εκδηλώνονται ανάμεσα στους υποψήφιους. Κύριοι εκφραστές τους είναι, απ’ τη μια η Διαμαντοπούλου κι απ’ την άλλη ο Δούκας.
Η Διαμαντοπούλου διατυπώνει προτάσεις για την αύξηση του πλούτου και την αναδιανομή του, υπέρ των αδύναμων και των πολλών.
Ο Δούκας πλειοδοτεί στην αναδιανομή του πλούτου και ταυτόχρονα απειλεί τον παραγωγό … καπιταλισμό. Πως; Ως συνήθως, για την ιδεολογική του απόχρωση. Με μόνιμες επιθέσεις σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τον ιδιωτικό τομέα. Από την ΔΕΗ, την οποία την θέλει «δημόσια», όπερ θα την κρατικοποιήσει πάλι, αν γίνει (λέμε τώρα) πρωθυπουργός, έως τα μη κρατικά πανεπιστήμια για τα οποία έχει προεξοφλήσει πως θα γίνουν μπακίρια αισχροκέρδειας που θα τα διαχειρίζονται τα καταραμένα funds. Αν προσθέσουμε και τη φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου (τρέμε ΚΚΕ), που πρώτος το σκέφτηκε στον πλανήτη, έχουμε πλήρη την εικόνα των προτάσεων για να ευτυχήσει η χώρα. Με τόσο χρήμα που θα έχουμε αποχτήσει, θα λύσουμε όλα τα επιμέρους προβλήματα, για τα οποία δεν χρειάζεται να κάνει προτάσεις. Εξαπολύει μια γενναία ρητορική κατά παντός «σαθρού», η οποία μας προκαλεί να υποθέσουμε την εν καιρώ κατάφαση, από την καταιγίδα των αρνήσεων. Κι αν κάποιος πιστεύει πως θα αλλάξει εφ’ όσον γίνει πρόεδρος, να τον ενημερώσουμε για το πόσο άλλαξε όταν έγινε δήμαρχος: Η Αθήνα βουλιάζει στο σκουπίδι και ο Δούκας (αυτολεξεί) δηλώνει: «Η ταμπακιέρα του προβλήματος είναι ότι στην καθαριότητα θέλουν να βάλουν και εκεί εργολάβους». Αυτές οι απόψεις, δεν έπεσαν απ’ τον ουρανό. Πρόκειται για τα απόνερα του ληγμένου μαρξισμού – λενινισμού, στα οποία, το ΚΚΕ κολυμπάει, ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει ντους, και ένα μέρος του ΠΑΣΟΚ πιτσιλίζεται.
Όσοι έμειναν στον ΠΑΣΟΚ και δεν μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς αντιστάθηκαν στον ανιστόρητο τυχοδιωκτισμό του, αλλά ένα τμήμα του δεν έχει απαλλαγεί από το μίσος προς την ιδιωτική πρωτοβουλία και την κρυφή λαγνεία του στον «αειφόρο» κράτος. Πόσο συμμετέχει η (ιδιοτελής) λογική και πόσο το συναίσθημα, δεδομένου ό,τι το πρώιμο ΠΑΣΟΚ πλειοδότησε στην ιδέα ενός είδους κρατισμού; Δεν έχει σημασία.
Το θέμα είναι πως αυτές οι δύο απόψεις, δύο τύχες μπορούν να έχουν:
Η μία είναι αυτή που έκατσε στον ΣΥΡΙΖΑ. Τις πάσαρε στο πόπολο σε μια συγκυρία κρίσης, κέρδισε την εξουσία κι έφερε την καταστροφή.
Η άλλη είναι η άρνηση του κόσμου να ξανακούσει τέτοια παραμύθια. Που σημαίνει πως το ΠΑΣΟΚ ενός Δούκα, θα έχει μια παρόμοια μοίρα μ’ αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ. Θα παλεύει για τον διψήφιο αριθμό ποσοστών στις εκλογές.
Το ερώτημα λοιπόν επανέρχεται και εστιάζει στην Διαμαντοπούλου. Έχει, συγκρότηση, πείρα, επιτυχημένη θητεία στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και ολοκληρωμένες προτάσεις, ώστε να διαχειριστεί την νέα εποχή, ωφέλιμα για τον λαό. Όμως, η κρίση των εκλογέων, θα προκρίνει το σοσιαλδημοκρατικό της σχέδιο; Δεν ορκιζόμαστε.
Ας δούμε και την άποψη που υποστηρίζει πως το άνοιγμα οφείλει να γίνει προς τα αριστερά. Πως μόνο ένας ημίαιμος συριζαίος στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, μπορεί να καλοπιάσει τον εγωισμό όσων πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ και να τους φέρει πίσω. Αυτό μας λέει, πως υπολείπονται κι άλλες διδακτικές αποτυχίες, για να συγκροτηθεί η κεντροαριστερά. Οι άξιες ηγεσίες δεν τρέχουν πίσω από καμένες ιδέες. Προβάλλουν έγκυρες ιδέες και αγωνίζονται να πείσουν.
Αν η Ιστορία αποδειχθεί πρώιμα εγκυμονούσα και όχι ετοιμόγεννη, θα χάσουμε πολιτικό χρόνο που μεταφράζεται σε χρόνο ευημερίας για τη χώρα, ίσως και σε χρόνο απρόβλεπτων επιπλοκών για το μέλλον. Είναι βέβαιο ωστόσο, πως ο κόσμος που μάχεται για το άλμα της Ελλάδας μέσα από τις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας, δεν θα επιτρέψει στην Ιστορία να τις αποβάλλει. Άλλο τόσο, είναι βέβαιο, πως την μάχη θα την δώσει ολόκληρη σ’ αυτές τις εκλογές.