Σαν σήμερα , στις 5 Μαρτίου 1966, πέθανε στα 76 της, σε ένα σανατόριο νότια της Μόσχας, η Άννα Αχμάτοβα.
Η Άννα Αχμάτοβα (???? ????????) —ψευδώνυμο της ρωσίδας Άννας Αντρέγιεβνα Γκορένκο (???? ????????? ???????), γεννήθηκε το 1889. Μαζί με τον Οσίπ Μαντελστάμ ηγήθηκαν του κινήματος των ακμεϊστών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους συμβολιστές, επιζητούσαν η ποιητική γλώσσα να μεταφέρει ακριβή νοήματα. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Απόγευμα εκδόθηκε το 1912 και ακολούθησαν μεταξύ άλλων Το ροζάριο (1914), Anno domini MCMΧΧΙ (1922). Από τότε η φωνή της, την οποία δεν εγκρίνει το νέο σοβιετικό καθεστώς, σίγησε. Από το 1922 όμως, και για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, το καθεστώς τής απαγόρευσε να ξαναδημοσιεύσει ποιήματα, καταδικάζοντάς τη στη σιωπή και την απομόνωση, ενώ το 1946 τη διέγραψαν από το σύνδεσμο των συγγραφέων· ο γιος της Λεβ καταδιώχτηκε επίσης και φυλακίστηκε για πολλά χρόνια.
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956. Ο μεγάλος λυρικός κύκλος Ποίημα δίχως ήρωα, που τον δούλευε δώδεκα χρόνια, δημοσιεύτηκε στο εξωτερικό το 1962 και το αριστουργηματικό ποίημά της Ρέκβιεμ ένα χρόνο αργότερα, στο Μόναχο. Το Ρέκβιεμ (1935-1940) εκδόθηκε στη Σοβιετική Ένωση μόλις το 1987. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής της έγραψε αρκετά ποιήματα, μεταξύ των οποίων και το αυτοβιογραφικό Ποίημα χωρίς ήρωα (1962). Προς το τέλος της ζωής της τιμήθηκε με το βραβείο Αίτνα-Ταορμίνα (1963) και έλαβε διάκριση από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1965). Πέθανε το 1966.
Η Αχμάτοβα ανήκει στους ποιητές που ξεπέρασαν τον συμβολισμό και τον μυστικισμό, αναζητώντας την αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου μέσα από τη δική της ψυχική πολυμορφία. Η ποίηση της διακρίνεται από την καθαρότητα και την πυκνότητα της έκφρασης και από το μεγάλο ψυχικό βάθος.
Άννα Αχμάτοβα, ανθεκτική σαν την ποίηση
—του Λάμπρου Σκουζάκη—
Νόμιζα πως ήξερα καλά κάθε είδους αϋπνία, / Όλα τα μονοπάτια και τις αβύσσους, / Αλλ’ αυτή εδώ είναι σαν το ποδοβολητό του ιππικού / Υπό τον βίαιο ήχο μιας τρομπέτας. / Μπαίνω μέσα στα εγκαταλειμμένα σπίτια, / Η ζεστή φωλιά κάποιου, κάποτε… (άτιτλο, 1940). Ήταν ελάχιστες οι φορές που η Άννα Αχμάτοβα (1889-1966) είχε ένα σπίτι – ασφαλή φωλιά. Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της έζησε διωκόμενη από το σοβιετικό καθεστώς και βίωσε κάθε σκληρότητα που θα μπορούσε να ζήσει ένας πνευματικός άνθρωπος στα χρόνια της σταλινικής τρομοκρατίας.
Έζησε την εκτέλεση του πρώτου συζύγου της, ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ, ως «εχθρού του λαού», από τις μυστικές υπηρεσίες και τον εγκλεισμό του γιου της σε στρατόπεδο συγκέντρωσης (που πλήρωνε την απέχθεια του κράτους για τους γονείς του, κάτι για το οποίο δεν την συγχώρεσε ποτέ) προσπαθώντας απελπισμένα να τον απελευθερώσει επί δεκαετία, ακόμα και θυσιάζοντας την ποιητική της ψυχή, δημοσιεύοντας ωδή για τον Στάλιν (αν και κανείς δεν την πίστεψε, αναγνωρίζοντας την γνώριμη κρυμμένη της ειρωνεία). Είδε τον τρίτο σύζυγό της να καταδικάζεται σε καταναγκαστικά έργα και να πεθαίνει στη φυλακή, τους συμποιητές της να σιωπούν ή να εξορίζονται στα γκουλάγκ ή να οδηγούνται στα ψυχιατρεία. Την εξαφάνιση του αγαπημένου της φίλου ποιητή Οσίπ Μαντελστάμ, του Μπόρις Πίλνιακ, την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι, τον θάνατο του Μπουλγκάκοφ. Για την ίδια το καθεστώς επιφύλαξε πιο διακριτική μεταχείριση: με κάθε ευκαιρία δυσφημίστηκε, αποκλείστηκε και διαβλήθηκε, τα βιβλία της πολτοποιήθηκαν το 1925, ο Τρότσκι αποκήρυξε την συλλογή Αnno Domini, ο Ζντάνοφ την απέπεμψε από την Ένωση Συγγραφέων λέγοντας: «Είναι μισή καλόγρια, μισή πόρνη, ή, πιο σωστά, καλόγρια και πόρνη. Μέσα της μπλέκονται ασέλγεια και προσευχή».
Κι όμως, εκείνη η ασκητική μορφή αποδέχτηκε τη δυστυχία ως προσωπικό της πεπρωμένο, με μια φιλοσοφία εγκαρτέρησης και ψυχικής δύναμης στον πόνο, πολύ κοντά στην ρωσική νοοτροπία. Όπως παλαιότερα πίστευε πως την διάλεξε η μοίρα για να κυοφορεί μέσα της όλες τις εσωτερικές της αντιφάσεις, τώρα θα παρέμενε αξιοπρεπής και απόμακρη ακόμα και στις ουρές για το ψωμί. Συνέχισε να γράφει ποιήματα που όχι μόνο δεν θα εκδίδονταν ποτέ αλλά θα ήταν επικίνδυνο ακόμα και να βρεθούν. Δεν έμενε παρά να τα μαθαίνει απ’ έξω, να τα απαγγέλει κρυφά σε φίλους, να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. Άλλωστε είχε ήδη αποκτήσει αμέτρητους αναγνώστες από τα πρώτα της βήματα, με την προσιτή της γραφή, την αβυσσώδη ευαισθησία και την κοινή γλωσσική αποτύπωση του κορυφαίου, του καθημερινού και του οικείου. Είχε ξεκινήσει υποχρεωτικά ψευδώνυμη για να μην χαλάσει το καλό όνομα της οικογένειας, επιλέγοντας τα πέντα άλφα σαν μια παρατεταμένη κραυγή. Ακμεΐστρια – μέλος του φερώνυμου κινήματος που ήθελε διαυγέστατους στίχους αντί για διφορούμενους συμβολισμούς, πολυταξιδιώτισσα, είχε υμνήσει τον έρωτα, τη φύση και την θηλυκότητα, ποτέ όμως την νοσταλγία και την παραίτηση (αξίωμα που εδώ ανασκευάζεται πειστικά).
Αυτή η σπάνια γυναίκα, που υπήρξε έμπνευση και για πολλούς καλλιτέχνες, και όχι μόνο ζωγράφους και φωτογράφους (από τα 16 σκίτσα που της χάρισε ο γοητευμένος Μοντιλιάνι, μπόρεσε να σώσει μόνο ένα, που επέζησε από κάθε μετακόμιση και κρεμόταν στα φτωχικά της δωμάτια), προτού μιλήσει για τον θάνατο και πενθήσει (ιδίως στο Ρέκβιεμ) όχι τόσο τους νεκρούς όσο τους πενθούντες, τώρα αποκτούσε ένα τεράστιο «προφορικό» αναγνωστικό κοινό, μένοντας ολοζώντανη στη συνείδησή του. Ολοζώντανη μέχρι σήμερα, γιατί οι ποιητές επιβιώνουν και ζουν αμέτρητες ζωές κάθε φορά που τους διαβάζουμε, ενώ τα δουλικά ανθρωπάκια γίνονται σκόνη. Όταν, προς το τέλος της ζωής της, είδε να επανεκδίδονται τα ποιήματα της Τσβετάγιεβα και του Παστερνάκ δήλωσε: Νιώθω πιο ήσυχη τώρα. Είδαμε πόσο ανθεκτική είναι η ποίηση. Και η μνήμη, θα προσθέσω
Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του Βόλφγκανγκ Χέσνερ Άννα Αχμάτοβα, η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας, μετάφραση: Ανίτα Συριοπούλου, απόδοση ποιημάτων: Γιάννης Αντιόχου, πρόλογος: Μυρσίνη Γκανά, Μελάνι, 2004.
Πηγή: Pandoxeio
Πρώτη δημοσίευση: mic
Άννα Αχμάτοβα, δέκα ποιήματα
Μετάφραση από τα ρωσικά: Γιώργος Τσακνιάς
[Πώς μπορείς να κοιτάξεις τον Νέβα;]
Πώς μπορείς να κοιτάξεις τον Νέβα;
Πώς τολμάς να σταθείς στο γεφύρι;
Δεν είν’ τυχαίο που με λένε θλιμμένη
απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα.
Αιχμηρά τα φτερά των αγγέλων του σκότους,
η ημέρα της κρίσης πλησιάζει
και βαθυκόκκινες φωτιές
σαν τριαντάφυλλα ανθίζουν στο χιόνι.
1914
[Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι…]
Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι,
μια ανάμνηση εντός μου επιμένει.
Ούτε μπορώ ούτε θέλω να τη διώξω:
είναι χαρούμενη μαζί και λυπημένη.
Μου φαίνεται πως θα τη δει αμέσως
όποιος βαθιά στα μάτια με κοιτάξει.
Και θ’ απομακρυνθεί συλλογισμένος
σαν για μια θλιβερή ν’ άκουσε πράξη.
Ξέρω πως οι θεοί μεταμορφώναν
ανθρώπους σ’ αντικείμενα μ’ αισθήσεις
ώστε να ζουν παντοτινά οι εξαίσιες θλίψεις·
ως η ανάμνησή μου εσύ θα ζήσεις.
1916
[Η πόλη χάθηκε…]
Η πόλη χάθηκε. Στο τελευταίο σπίτι
ένα παράθυρο σαν ζωντανό κοιτούσε…
Τελείως άγνωστος είναι αυτός ο τόπος,
φωτιά μυρίζει, ο κάμπος είναι σκοτεινός.
Μα όταν το πέπλο ξαφνικά της καταιγίδας
στα δυο αβέβαιη το έσκισε η σελήνη
είδαμε στο βουνό και προς το δάσος
που ερχόταν ένας άνθρωπος κουτσός.
Ήταν παράξενο πώς πέρασε της τρόικας
τ’ άλογα -δυνατά, καλοθρεμμένα-,
στάθηκε λίγο και ξανάρχισε κουτσαίνοντας
να κουβαλάει το φορτίο του το βαρύ.
Σχεδόν που δεν μπορέσαμε να δούμε
πώς ξαφνικά φάνηκε δίπλα στην καλύβα.
Σαν άστρα έλαμπαν τα γαλανά του μάτια
φωτίζοντας την κουρασμένη του μορφή.
Έτεινα προς εκείνον το παιδί,
το χέρι σήκωσε ψηλά το ροζιασμένο
κι ευλόγησε με δυνατή φωνή:
«Να ζήσει ο γιος σου χίλια χρόνια ευτυχισμένος!»
1916
[Να σηκωθώ νωρίς με τα χαράματα…]
Να σηκωθώ νωρίς με τα χαράματα
απ’ τη χαρά που μέσα μου φουντώνει
να δω τα καταπράσινα νερά
από το φινιστρίνι της καμπίνας.
Ή πάνω στο κατάστρωμα, στην τρικυμία,
χωμένη μες στο γούνινο παλτό μου
να αφουγκράζομαι της μηχανής τους χτύπους.
Τίποτα να μη σκέφτομαι,
μόνο να περιμένω τη συνάντηση
με κείνον που το άστρο μου έχει γίνει,
κι απ’ το νερό και την αλμύρα
να ξανανιώνω ώρα με την ώρα.
1917
[Εκεί ο ίσκιος μου απόμεινε θλιμμένος…]
Εκεί ο ίσκιος μου απόμεινε θλιμμένος
και ζει ακόμη στο ίδιο μπλε δωμάτιο.
Μεσάνυχτα έχει καλεσμένους απ’ την πόλη
και μια εικόνα σμάλτινη φιλάει.
Μα και στο σπίτι δεν είναι όλα ρόδινα:
Το τζάκι ανάβει, κι όμως έχει σκοτεινιά…
Μήπως γι’ αυτό πλήττει η καινούργια η κυρά
κι ο νοικοκύρης το ’χει ρίξει στο κρασί
κι ακούσει πίσω από τον τοίχο τον στενό
τον καλεσμένο μου που επίσκεψη έχει έρθει;
1917
[Και φαίνεται πως η φωνή του ανθρώπου…]
Και φαίνεται πως η φωνή του ανθρώπου
δεν πρόκειται ποτέ να ηχήσει εδώ,
της εποχής του λίθου ο άνεμος μονάχα
χτυπά τις μαύρες πύλες.
Μου φαίνεται πως έχω επιζήσει
μονάχα εγώ κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό
γιατί εγώ ήμουν που θέλησα η πρώτη
απ’ του θανάτου το κρασί να πιω.
Η συνέχεια εδώ