Η πλήξη είναι μια αρρώστια, η μοναδική θεραπεία της οποίας είναι η ενασχόληση με ενδιαφέροντα πράγματα. Αλλά όταν προσπαθούμε να τιθασεύσουμε την πλήξη με τη διασκέδαση, χάνουμε το νόημα και τον πυρήνα της ζωής, γιατί η διασκέδαση δεν είναι θεραπεία για την πλήξη, είναι μόνο περίθαλψη από τα εγκαύματα που γεμίζει η πλήξη τον βίο μας.
Αρχές της τουριστικής σεζόν και το ξενοδοχείο Mirage, τριτοτέταρτης κατηγορίας, με τουρίστες και εργαζόμενους από την ανατολική Ευρώπη, σιγά-σιγά γεμίζει επισκέπτες. Χάρτινα ντεκόρ, νάιλον κοστούμια, κωμικά σκετς, πνιγηρή ατμόσφαιρα, φάλτσα καραόκε και φτηνό γκλίτερ γεμίζουν την υπαίθρια σκηνή κάθε βράδυ, για να διασκεδάσει το φιλοθεάμων κοινό. Καθώς όμως οι ημέρες τρέχουν και οι εβδομάδες περνάνε, η θερινή επαναλαμβανόμενη γιορτή γίνεται ολοένα και πιο άγρια, περισσότερο τολμηρή. Η κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα 35 χρόνων που δουλεύει δέκα χρόνια στο ξενοδοχείο και έχει βυθιστεί εντελώς σε αυτό το σύμπαν, έχει μπερδέψει τον εαυτό της με τους χαρακτήρες που υποδύεται στα σόου της κάθε βράδυ. Οι νύχτες της Κάλιας μοιάζουν πλέον ανεξέλεγκτες. Η ποπ έκσταση του ιλουστρασιόν κάτω από τους ήχους του “Live your myth in Greece” δίνει τη θέση της στο κενό ενός λαμπερού υπερθεάματος και σκληρές αλήθειες αποκαλύπτονται μέσα από το σκοτάδι. Όταν όμως τα φώτα ανάψουν ξανά, το σόου πρέπει να συνεχιστεί προ χάριν και ευθυμία των αφηνιασμένων και ημιάγριων Ανατολικοευρωπαίων τουριστών.
Η ομάδα των ανιματέρ, παλιών και νέων, παρουσιάζει κάθε βράδυ το καλλιτεχνικό της πρόγραμμα στη σκηνή του παραθαλάσσιου ξενοδοχείου, προσπαθώντας να τονώσει τις θερινές νύχτες των πεινασμένων τουριστών. Η επικεφαλής τους η Κάλια, η πιο «παλιά» έχει την ευθύνη όχι μόνο του καλλιτεχνικού αποτελέσματος αλλά και της εύρυθμης λειτουργίας του εγχειρήματος. Δίπλα της ο Σίμος στο ρόλο του “παρουσιαστή”, η μικρή του κόρη Μαίρη, η νεοφερμένη Εύα, ο Θωμάς, ο Vladimir, η Φανή, όλοι τους μέλη μιας ιδιότυπης, παράταιρης οικογένειας. Οι υπόλοιποι γυναικείοι χαρακτήρες λειτουργούν σαν καθρέφτες της πρωταγωνίστριας και συμπληρώνουν ο ένας τη διαδρομή του άλλου.
Tριάντα ολόκληρα χρόνια xρειάστηκε να περάσουν για να κατακτήσει ξανά ελληνική ταινία το μεγάλο βραβείο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κι αυτό συνέβη στην 64η διοργάνωση. Τότε ήταν το "Απ' το Χιόνι" του Σωτήρη Γκορίτσα, τώρα ο Χρυσός Αλέξανδρος απονεμήθηκε στο "Animal" της Σοφίας Εξάρχου.
Στο σκηνοθετικό σημείωμα της δημιουργού Σοφίας Εξάρχου διαβάζουμε: «Με φόντο ένα καλοκαιρινό θέρετρο, εκεί που ορδές τουριστών συρρέουν κάθε καλοκαίρι και το «κέφι» δεν σταματάει ποτέ, το Animal ακολουθεί τους ήρωές του μπροστά και πίσω από τα φώτα της σκηνής. Πώς είναι να φοράς το ίδιο κοστούμι, να παίζεις τους ίδιους ρόλους και να εκτελείς το ίδιο πρόγραμμα με ενέργεια και χαμόγελο κάθε μέρα; Εκεί που γυρίζουν τα γρανάζια της “Live your myth in Greece” φαντασίωσης και που, αν δεν προσέξει κανείς, μπορεί να καεί ακόμα και τη νύχτα…».
Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της μετά το πολυβραβευμένο «Park», γυρισμένη το φθινόπωρο του 2022 σε Αττική και Κρήτη, η Σοφία Εξάρχου επιστρέφει στην κινηματογραφική δράση με την καθηλωτική Δήμητρα Βλαγκοπούλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μαζί της η πρωτοεμφανιζόμενη Φλομαρία Παπαδάκη και μια εξαιρετική ομάδα ηθοποιών, χορευτών και performers.
Η πρωταγωνίστρια, είναι 35χρονη γυναίκα και έχει αφιερώσει μια δεκαετία της ζωής της στην εργασία της και μέσα στο ξενοδοχείο, έχοντας εμπλακεί βαθιά στον κόσμο του, σε σημείο που να μπερδεύει την ταυτότητά της με τους χαρακτήρες που υποδύεται κατά τη διάρκεια των καθημερινών νυχτερινών παραστάσεων.
Κάποια στιγμή με πικραμένο χαμόγελο και πληγωμένο αυτοσαρκασμό η Κάλια λέει:
-Πείτε μας τι θέλετε κι εγώ θα χορέψω, Τζούκμποξ, εγώ είμαι τζούκμποξ.
Η φωτογραφία και η χρωματική παλέτα της ταινίας συνδέονται στενά με την ψυχολογία και τον τρόπο ζωής των χαρακτήρων της. Η ταινία δεν σκοπεύει να δείξει το λαμπρό ηλιόλουστο καλοκαίρι. Επιλέγει αντί αυτού να εστιάσει σε νυχτερινές σκηνές και να παρουσιάσει τους ήρωές μας σαν νυχτόβια πλάσματα τα οποία την ημέρα κοιμούνται και το βράδυ δρουν και ζουν και προσπαθούν να κάνουν και τους άλλους γύρω τους να περάσουν ευχάριστα.
Η ταινία είναι ανοιχτή και στον χώρο και στον χρόνο, παρόλο που έχει αρκετά στοιχεία έντονα ελληνικά. Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε τουριστική χώρα κυρίως της Μεσογείου. Το ίδιο συμβαίνει και με τον χρόνο. Είναι ένα καλοκαίρι. Με φόντο λοιπόν ένα καλοκαιρινό θέρετρο, εκεί που ορδές τουριστών συρρέουν κάθε καλοκαίρι και το «κέφι» δεν σταματάει ποτέ, το Animal ακολουθεί τους ήρωές του μπροστά και πίσω από τα φώτα της σκηνής. Πώς είναι να φοράς το ίδιο κοστούμι, να παίζεις τους ίδιους ρόλους και να εκτελείς το ίδιο πρόγραμμα με ενέργεια και χαμόγελο κάθε μέρα ή μάλλον κάθε νύχτα; Η σκοτεινή πλευρά των διακοπών πνιγμένη ανάμεσα σε ψεύτικα, χαμόγελα, φωτεινούς προβολείς, βουβό πόνο, χάρτινα ντεκόρ, νάιλον κοστούμια και σκοτεινά αδιέξοδα.
Η σχεδόν νατουραλιστική προσέγγιση της ταινίας προσδίδει έναν αέρα αυθεντικότητας στην απεικόνιση της ζωής και των σχέσεων, ενώ η οδυνηρή αφήγησή της διεισδύει βαθιά στην πολυπλοκότητα των εσωτερικών αγώνων των χαρακτήρων της. Ένα από τα αδιαμφισβήτητα δυνατά σημεία της ταινίας είναι η υποβλητική κινηματογράφησή της, η οποία αποτυπώνει επιδέξια την ατμόσφαιρα του κλειστού ξενοδοχείου και εμπλουτίζει κάθε καρέ με μια αίσθηση ρεαλισμού. Η σκηνοθετική δεινότητα της Σοφίας Έξαρχου είναι εμφανής στην ικανότητά της να δημιουργεί καθηλωτική ατμόσφαιρα θέασης, παρασύροντας μας στον κόσμο των χαρακτήρων και επιτρέποντάς μας να συμπάσχουμε με τις χαρές και τις λύπες τους. Όσον αφορά την αφήγηση, το "Animal" επιτυγχάνει στην εξερεύνηση θεμάτων του όπως το καθήκον, η ταυτότητα, η ανθρώπινη ικανότητα, η δύναμη και η ανθεκτικότητα απέναντι στις αντιξοότητες.
Επιπλέον, το "Animal" επωφελείται από το σύνολο των ηθοποιών του, με εξαιρετικές ερμηνείες από τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου στο ρόλο της ανθεκτικής Κάλλια και το υποστηρικτικό καστ των εμψυχωτών που προσδίδουν βάθος και αυθεντικότητα στους αντίστοιχους ρόλους τους.
Ωστόσο, παρά τα πολλά δυνατά του σημεία, το "Animal" δεν είναι απαλλαγμένο από τα ελαττώματά του. Ο ρυθμός της ταινίας μοιάζει άνισος κατά διαστήματα, με ορισμένες σκηνές να μοιάζουν παρατραβηγμένες, ενώ άλλες να περνούν πολύ γρήγορα. Επιπλέον, ενώ το νατουραλιστικό στυλ κινηματογράφησης προσδίδει έναν αέρα αυθεντικότητας στην ιστορία, μπορεί σε κάποια σημεία, να ξενίσει η «χειροποίητη» αισθητική της.
Είναι αλήθεια ότι μια ζωή χωρίς απασχόληση, εργασία, αποσυντίθεται, διαλύεται αλλά και μια ζωή με δουλειά χωρίς κάποιο νόημα, μια στάλα ενδιαφέρον, οδηγεί τον εργαζόμενο στην τρέλα, στην απελπισία και τον αφανισμό. Η εργασία μπορεί να είναι προσευχή μπορεί να είναι και κατάρα.