Παρακολουθώντας από την τηλεόραση, το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, την Ιωάννα Μάνδρου να μεταδίδει την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία κηρύχθηκε αντισυνταγματικός ο «νόμος Παππά», σκέφτηκα και τι δεν θα έδινα γα να βρισκόμουν στο Μαξίμου και να έβλεπα από μια γωνιά τις αντιδράσει του Τσίπρα, του Παππά και της παρέας τους, την ώρα που μάθαιναν κι αυτοί την απόφαση!…
Τελικά, δεν χρειάστηκε να στενοχωρηθώ ιδιαίτερα που έχανα το θέαμα, γιατί αρκούσε η εμφάνιση της Ολγας Γεροβασίλη στην τηλεόραση, λίγη ώρα αργότερα, για να καταλάβω πώς ακριβώς υποδέχτηκαν στο Μέγαρο Μαξίμου τα θλιβερά μαντάτα…
Τέτοιος πανικός, τόση κακία, τέτοιο μίσος, τέτοια απόγνωση, αποτυπωμένα στο πρόσωπο της κυρίας αυτής που εκπροσωπεί – επαξίως, από μια άποψη… – την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, μαρτυρούσαν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τα συναισθήματα της ηγετικής ομάδας του Μαξίμου!
Βεβαίως, δεν ακούσαμε τα «γαλλικά» που δίκην εξέδρας γηπέδου συνόδευσαν την ανακοίνωση της απόφασης του ΣτΕ, μπορούσαμε όμως να τα υποθέσουμε με σχετική ακρίβεια ακούγοντας, σε αυθεντικά συριζαίικα ελληνικά, την πρωτοφανή επίθεση που εξαπέλυε η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά, διά στόματος της εκπροσώπου του, εναντίον ενός ιστορικού θεσμού, του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, στο οποίο το Σύνταγμα έχει εναποθέσει το καθήκον του ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων και των παραλείψεων της διοίκησης και βέβαια της συνταγματικότητας ή μη των νόμων…
Δεν χρειάζεται εδώ να επαναλάβουμε ούτε τα όσα ανέγνωσε στην ιστορική πλέον δήλωσή της η εκπρόσωπος – και η οποία έχει ήδη καταγραφεί «στις μαύρες σελίδες της ελληνικής δικαστικής ιστορίας», όπως παρατήρησε ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος – ούτε και τον ορυμαγδό των αντιδράσεων, όχι μόνο πολιτικών, αλλά και δικαστικών, που προκάλεσε.
Υπάρχουν όμως τα ερωτήματα που εγείρονται από τους χειρισμούς της κυβέρνησης, από την πρώτη μέρα που έβγαλε από τη μέση το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, με τον κατάφωρα αντισυνταγματικό νόμο Παππά, μέχρι και σήμερα, με αποκορύφωμα των παλινωδιών και των σπασμωδικών κινήσεών της, την ανάσυρση από τα βάθη της ιστορίας τον … Βύρωνα Πολύδωρα και τα οποία ζητούν απάντηση, μήπως και μπορέσουμε επιτέλους να αντιληφθούμε πού το πάνε και πού θέλουν να καταλήξουν…
Ερώτημα, πρώτο και βασικό: Δεν γνώριζαν ότι ο νόμος Παππά ήταν αντισυνταγματικός, βασίστηκαν στα τυφλά στη «γνωμάτευση» του Γιάννη Δρόσου και τη «νομική συνδρομή» του Γιάννη Μαντζουράνη και αγνόησαν τις προειδοποιήσεις δεκάδων νομικών, συνταγματολόγων, δικηγορικών συλλόγων, ότι ο νόμος δεν στέκει;
Ή το γνώριζαν και προχώρησαν με το γνωστό συριζαίικο πολιτικό αυταρχισμό – συν τις υποκλοπές και τη διαπόμπευση ενός ανώτατου δικαστή με εμφανή σκοπό τον εκβιασμό του, συν την ανοιχτή συναλλαγή του πρωθυπουργού με τις ηγεσίες των ανώτατων δικαστηρίων με δέλεαρ την υπόσχεση για αυξήσεις των αποδοχών τους, συν την προεξόφληση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το ιστορικό πλέον του πρωθυπουργού, «δεν υπάρχει ούτε μια στο εκατομμύριο» που εκστόμισε στη Θεσσαλονίκη… – με τη βεβαιότητα ότι οι ανώτατοι δικαστές εν τέλει θα ενδώσουν (εξ ου και ο πανικός αποτυπωμένος στο πρόσωπο της εκπροσώπου);
Αλλά και γιατί, μετά την απόφαση, δεν έκαναν το αυτονόητο, να αποδεχτούν δηλαδή την απόφαση του ΣτΕ και να προχωρήσουν στην εγκατάλειψη του αντισυνταγματικού – και με τη βούλα πλέον – νόμου Παππά, στην επιστροφή όλων των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα αρμοδιοτήτων του ΕΣΡ και την ανάθεση σ’ αυτό πλέον της ευθύνης ρύθμισης του τηλεοπτικού πεδίου, το οποίο οι χειρισμοί της κυβέρνησης αποδιοργάνωσαν τελείως, αλλά αντίθετα, πέραν των επιθέσεων εναντίον του ΣτΕ που … αναβαθμίστηκαν σε επίπεδο Πολάκη, επέμειναν στη συνέχιση του (αντισυνταγματικού) νόμου Παππά από το παράθυρο – με την «προσωρινή αδειοδότηση των καναλιών», με την καταβολή κάτι σαν ενοικίου και διάφορες τέτοιες ανευθυνότητες;
Και πώς και γιατί, εν τέλει, αφού έδειξαν να εγκαταλείπουν την προσπάθεια επιβολής του νόμου Παππά από το παράθυρο, προφανώς γιατί κάποιος τους έπεισε ότι τους ανέμενε νέο φιάσκο, κατέληξαν στη .. λύση Πολύδωρα για πρόεδρο του ΕΣΡ;
Ποιος είχε αυτή τη φαεινή ιδέα; Και πώς δεν βρέθηκε ένας να τους πει ότι αυτό κι αν είναι φιάσκο, κι ότι εν πάση περιπτώσει, η απόγνωση δεν μπορεί να οδηγεί απ’ ευθείας στην γελοιοποίηση;
Εκτός κι αν στις επιδιώξεις της ηγετικής ομάδας του Μαξίμου είναι πράγματι και η γελοιοποίηση θεσμών και διαδικασιών του λεγόμενου «αστικού συστήματος», ασχέτως βέβαια αν, όπως όλα, έτσι κι αυτή, κατέληξε στην αυτογελοιοποίηση των εμπνευστών της «λύσης Πολύδωρα».
Δεν είναι ακόμη γνωστό ποιος είχε την έμπνευση της πρότασης του Πολύδωρα για πρόεδρο του ΕΣΡ, σίγουρα όμως αυτός που είχε την ηλίθια σκέψη, ότι με αυτή την πρόταση θα προκαλούσε – ένα ακόμη – πρόβλημα στην ηγεσία της ΝΔ, δεν σκέφτηκε καν την πιθανότητα ότι αυτή θα γινόταν μπούμερανγκ και θα έπληττε την ομάδα του Μαξίμου, καθώς σίγουρα θα βρισκόταν κάποιος δημοσιογράφος, ή από το ΠΑΣΟΚ, ή το Ποτάμι, να υπενθυμίσει όσα στο παρελθόν – με αφορμή την πρόταση Πολύδωρα για συνεργασία της ΝΔ με τη «Χρυσή Αυγή» ή την ιστορική πλέον δήλωσή του ως υπουργός Δημόσιας Τάξης ότι τον Κύπριο φοιτητή στη Θεσσαλονίκη είχε τραυματίσει μια ζαρντινιέρα – η ίδια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και πολλά στελέχη του είχαν ανακοινώσει και δηλώσει γι’ αυτόν;
Τόση βεβαιότητα και τόση αυταρχική αντίληψη ότι αυτοί είναι οι κυρίαρχοι των πολιτικών εξελίξεων και μπορούν να επιβάλλουν ό,τι θέλουν;
Αυτοί που είναι «κάθε λέξη του Συντάγματος» (!) πώς γίνεται να αγνοούν ή να μη θέλουν να καταλάβουν, ότι όταν το Σύνταγμα προβλέπει ομοφωνία ή τουλάχιστον τα 4/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για να συσταθεί η διοίκηση μιας Ανεξάρτητης Αρχής και εν προκειμένω του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, δεν μπορούν να επιβάλουν μονομερώς και με μικροκομματικές πονηριές τη δική τους άποψη, αλλά είναι υποχρεωμένοι να έρθουν σε συνεννόηση με τα άλλα κόμματα του κοινοβουλίου προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, αποδεκτή από όλους;
Και πάντως, θα έπρεπε να είναι σε θέση να καταλάβουν ότι ανεξάρτητα από το ποιος υπήρξε, τι έχει πει και τι έχει κάνει, ο Βύρων Πολύδωρας είναι πολιτικό πρόσωπο, με συγκεκριμένη πολιτική διαδρομή, με συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις, που δεν τον καθιστούν κατάλληλο για τη θέση του Προέδρου του ΕΣΡ, που δεν είναι βέβαια πολιτική θέση, από εκείνες στις οποίες τοποθετούνται συνήθως αποτυχόντες πολιτευτές…
Τα ξέρουν όλα αυτά πολύ καλά, αλλά δεν μπορούν να απαλλαγούν από την καθεστωτική αντίληψη με την οποία κινούνται από την πρώτη στιγμή που ανέβηκαν στην κυβέρνηση («έχουμε την κυβέρνηση αλλά δεν έχουμε την εξουσία», είχε πει ο Φίλης στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ…) και η οποία συνοψίζεται στο σχήμα: «η εξουσία περνάει μέσα από τους θεσμούς, ελέγχουμε τους θεσμούς, άρα έχουμε την εξουσία»!..
Όπως βέβαια δεν μπορούν να απαλλαγούν και από την διχαστική πολιτική με την οποία κινούνται σταθερά από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση και που τελικά τους έφερε στην κυβέρνηση. Ποιος ξεχνάει το «ή εμείς ή αυτοί» – όπου «αυτοί», είναι όλοι οι άλλοι που δεν συμφωνούν ή και δεν συμμορφώνονται με τις «δικές μας» πολιτικές, πρακτικές και αντιλήψεις – και το οποίο συνεχίζεται έως και σήμερα;
Κι εδώ, αξίζει νομίζω να θυμίσουμε ότι φορέας αυτής της αντίληψης υπήρξε το παλιό καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ, με εκφραστή τον αλήστου μνήμης Μένιο Κουτσόγιωργα, με εκείνο το ιστορικό για «τη σύγκρουση των δυο κόσμων, του φωτός και του σκότους», όπου βέβαια, τις δυνάμεις «του φωτός» εκπροσωπούσε το δικό του ΠΑΣΟΚ…
Και πάντως, μόνο συμπτωματικό δεν είναι το γεγονός ότι ο Τσίπρας άρχισε να προσχωρεί στην αντίληψη των «δύο κόσμων» όσο στο κόμμα του προσχωρούσαν στελέχη εκείνου του «παλιού καλού ΠΑΣΟΚ» και όσο ο ίδιος και ο ΣΥΡΙΖΑ βυθιζόταν σ’ αυτό το βαθύ πράσινο, έως σκούρο, ΠΑΣΟΚ…
Κι εδώ, έχει σημασία νομίζω να θυμηθούμε και να υπενθυμίσουμε ορισμένες μόνο χαρακτηριστικές περιπτώσεις «αστέρων» εκείνου το ΠΑΣΟΚ – το οποίο, κατά τα άλλα, ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ βρίζουν, αλλά το ψηφίζουν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ…:
– Αντώνης Κοτσακάς: Από τον Ακη Τσοχατζόπουλο στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, χάρις και στη δημόσια «πριμοδότησή» του από τον Τσίπρα
– Παναγιώτης Ρουμελιώτης: Από τη μη παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, χάρις στην βουλευτική ασυλία που του εξασφάλισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στις υπηρεσίες του ΣΥΡΙΖΑ, με τελευταίο σταθμό τη θέση του Προέδρου στην Τράπεζα Αττικής
– Γιάννης Μαντζουράνης: Από το σκάνδαλο Κοσκωτά ως «παραλήπτης» των δυο εκατομμυρίων δολαρίων της δωροδοκίας του Κουτσόγιωργα, στην υπηρεσία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ως νομικός για λογαριασμό του Δημοσίου στην υπόθεση των καναλιών ενώπιον του ΣτΕ
– Γιάννης Ρουμπάτης: Από τη δημοσιογραφία, κυβερνητικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και του Γιώργου Παπανδρέου και σήμερα επί ΣΥΡΙΖΑ επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της ΕΥΠ
– Λούκα Κατσέλη: Από το πλευρό του Γεράσιμου Αρσένη, τσάρου της Οικονομίας των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και υπουργός στην κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, επί ΣΥΡΙΖΑ στη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας
– Γιάννης Δρόσος: Από τον – μεταδικτατορικό – «Ρήγα Φεραίο», σύμβουλος υπουργών του ΠΑΣΟΚ και διευθυντής του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων επί υπουργίας Ακη Τσοχατζόπουλου (στο οποίο είχε προσληφθεί και η Ρένα Δούρου), στην υπηρεσία του Νίκου Παππά στο ΣτΕ ως υπερασπιστής του νόμου του για τα κανάλια. Μετά την απόφαση – κόλαφο του ανώτατου δικαστηρίου, τοποθετήθηκε πριν λίγες ημέρες πρόεδρος της Επιτροπής Εξομάλυνσης της ΕΠΟ…
Αλλά αυτή, είναι η μια πλευρά της «διεύρυνσης» του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί υπάρχει και η άλλη, προς τα δεξιά, για την ακρίβεια, προς την καραμανλική δεξιά, από την οποία προέρχονται αρκετοί «αστέρες», ξεκινώντας από τον «σύντροφο» Πάνο Καμμένο – σταθερό στήριγμα της «αριστερής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ» – και προχωρώντας σε άλλους διαπρεπείς εκπροσώπους, όπως ο Προκόπης Παυλόπουλος – που ανταμείφθηκε για την κραυγαλέα απουσία της αστυνομίας όταν καιγόταν η Αθήνα, με την ανάδειξή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας – ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, πρώην εισαγγελέας και διοικητής της ΕΥΠ επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή, με τελευταία και χαρακτηριστική περίπτωση του «σκάουτινγκ» που αναπτύσσουν τα λαγωνικά του ΣΥΡΙΖΑ, την ανακάλυψη του Βύρωνα Πολύδωρα, για την προεδρία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης!
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι άγνωστο τι θα γίνει τελικά με τη συνεδρίαση της Διάσκεψης των Προέδρων και την υποψηφιότητα του Πολύδωρα.
Ωστόσο, δεν είναι αυτό το θέμα, γιατί ότι κι αν γίνει, ο τρόπος με τον οποίο έχει χειριστεί ως τώρα και εξακολουθεί να χειρίζεται το θέμα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι άκρως αποκαλυπτική των διαθέσεων του Τσίπρα και της ομάδας του να θέσουν υπό τον άμεσο έλεγχό τους την ενημέρωση και να χειραγωγήσουν τη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της.
Και αυτοί μεν, δεν καταλαβαίνουν ότι μετά και την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η πολιτική τους έχει υποστεί ανήκεστο βλάβη κι ότι ο χρόνος πλέον κυλά αντίστροφα γι’ αυτούς.
Από την άλλη πλευρά, όμως, βρίσκονται οι δυνάμεις της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, οι οποίες οφείλουν να βρουν αποτελεσματικούς τρόπους να μπει φραγμός στον κυβερνητικό αυταρχισμό, πριν οι δημοκρατικοί θεσμοί υποστούν και αυτοί ανήκεστο βλάβη.