Η χώρα έχει υποστεί οικονομική καταστροφή. Μέσα από τον ορυμαγδό των αντιπαραθέσεων, την ομίχλη του λαϊκισμού και των ψευδεπίγραφων επιχειρημάτων, με συναίσθηση των δυνατοτήτων μας, οφείλουμε ανασυγκροτώντας και μεταρρυθμίζοντας την κοινωνία να αρχίσουμε να ανιχνεύουμε συγκεκριμένες ευκαιρίες ανάπτυξης μέσα και έξω από τη χώρα.
Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η «νέα διώρυγα του Σουέζ» που εγκαινίασε η Αίγυπτος την Πέμπτη. Το έργο που ολοκληρώθηκε σε ένα έτος, έναντι των αρχικώς προβλεπομένων τριών ετών, κόστισε δισ. και τα κεφάλαια αντλήθηκαν αποκλειστικά από αιγυπτιακές πηγές(πολίτες και επιχειρήσεις) σε διάστημα οκτώ ημερών! Όσο για τον προϋπολογισμό των εγκαινίων, αυτός ανήλθε στα 30 εκατ. δολ. και καλύφθηκε πλήρως από ιδιωτικούς φορείς.
Το έργο, που περιλαμβάνει τη διεύρυνση και εκβάθυνση της υφιστάμενης διώρυγας, θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι χρόνοι αναμονής των πλοίων από 11 σε 3 ώρες, οι χρόνοι διέλευσης από 18 έως 11 ώρες (για τις ομάδες πλοίων από τον Νότο),να διπλασιασθεί ο αριθμός διελεύσεων από 49 σε 97 πλοία ημερησίως, και τέλος να επιτραπεί η διέλευση σκαφών με εκτόπισμα έως 66ft.
Το έργο εκτιμάται ότι θα έχει ως αποτέλεσμα τον τριπλασιασμό των ετήσιων εσόδων από 5,3 δισ. δολ. (2013) σε 13,2 δισ. (2023).
Παράλληλα με τη «νέα διώρυγα» ένα άλλο αναπτυξιακό πρόγραμμα προβλέπει την κατασκευή έξι υπόγειων τούνελ για διέλευση αυτοκινήτων και σιδηροδρόμων, κάτω από τη διώρυγα, τη συγκρότηση βιομηχανικών ζωνών και την εγκατάσταση εταιρειών παροχής υπηρεσιών υποστήριξης (logistics), εκατέρωθεν της διώρυγας.
Ήδη η Ρωσία, με συμφωνία που υπέγραψε στη διάρκεια της επίσκεψης του προέδρου της Αιγύπτου στο Σότσι (2015), έχει εξασφαλίσει την ανάπτυξη μίας ρωσικής ελεύθερης βιομηχανικής ζώνης στην περιοχή.
Στις τελετές των εγκαινίων, όπως ανακοινώθηκε, συμμετείχε υψηλόβαθμη ελληνική αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον πρωθυπουργό, τον υπουργό Επικρατείας, το γεν. γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, τον αναπληρωτή υπουργό Κατασκευών και την κυβερνητική εκπρόσωπο. Μία αναμφίβολα υψηλής στάθμης σύνθεση που αντανακλά μάλλον τις συνεχιζόμενες από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία προσπάθειες της Ελλάδας για την αντιμετώπιση του αναπτυσσόμενου νέο-οθωμανικού επεκτατισμού στη περιοχή και τη διαμόρφωση Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αν αυτή είναι η στόχευση της κυβέρνησης, τότε η σύνθεση της αντιπροσωπείας υπήρξε ελλιπής, καθώς απουσίασε ο αρμόδιος υπ. Εξωτερικών ή ο αρμόδιος αναπληρωτής του.
Αν πάλι σκοπός της συμμετοχής ήτο η προώθηση και συμμετοχή των ελληνικών εταιρειών στις σχεδιαζόμενες εμπορικές και επενδυτικές δραστηριότητες τότε ο σχεδιασμός και η προετοιμασία του, όπως προκύπτει από τη σύνθεση της ελληνικής αντιπροσωπείας, υπήρξε ανεπαρκής.
Η τελευταία διαπίστωση στηρίζεται στο γεγονός ότι η ελληνική πλευρά δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί το πλεονέκτημα της σημαντικής συμμετοχής των ελληνικής ιδιοκτησίας πλοίων στη διαμόρφωση των εσόδων της «νέας διώρυγας». Από την άποψη αυτή μία κατάλληλα προετοιμασμένη συμμετοχή των Ελλήνων εφοπλιστών στην αποστολή θα μπορούσε να αποβεί επωφελής για αυτούς και την εθνική οικονομία. Μία ολιγομελής ομάδα εφοπλιστών, που με δικές της δαπάνες, θα συνόδευε τον πρωθυπουργό, έχοντας ένα από κοινού με το υπουργείο Εξωτερικών καλά επεξεργασμένο σχέδιο προτάσεων θα μπορούσε να καταλήξει στην υπογραφή συγκεκριμένων συμφωνιών. Επί πλέον η παρουσία τους θα αύξανε τη διαπραγματευτική δύναμη της κυβερνητικής αντιπροσωπείας στη διεκδίκηση της συμμετοχής ελληνικών κατασκευαστικών, βιομηχανικών και εμπορικών εταιρειών στις δραστηριότητες της «νέας διώρυγας». Αυτό όμως δεν συνέβη είτε από άγνοια είτε από τον φόβο της άσκησης πολιτικής κριτικής για παροχή υποστήριξης σε Έλληνες? κεφαλαιοκράτες!
Παρά τη δυσμενή οικονομική συγκυρία η χώρα διαθέτει ένα αριθμό έμπειρων και μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών, εξειδικευμένων στην κατασκευή μεγάλων και πολύπλοκων έργων διεθνών προδιαγραφών. Από την Αττική έως την Εγνατία Οδό και από τα έργα του Μετρό έως τη γέφυρα του Ρίο δεν υπάρχει δύσκολη και μεγάλη κατασκευή που οι ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες δεν αντεπεξήλθαν ικανοποιητικώς στις υποχρεώσεις τους.
Το ερώτημα είναι αν ποιες και πόσες από αυτές κλήθηκαν από τη Γενική Γραμματεία Διεθνών Οικονομικών Υποθέσεων, πριν από ένα χρόνο, όταν έγιναν γνωστά τα σχέδια της αιγυπτιακής κυβέρνησης προκειμένου να συμμετάσχουν σε ένα δομημένο σχέδιο προώθησης των δραστηριοτήτων τους στα έργα αυτά. Πόσοι και ποιοι από αυτούς κλήθηκαν, με δικά τους έξοδα, να συμμετάσχουν στη κυβερνητική αποστολή; Μάλλον κανείς!
Αλλά εκτός από τους εφοπλιστές και τις κατασκευαστικές εταιρείες η χώρα διαθέτει βιομηχανικές μονάδες κατασκευής βαρέων οχημάτων (βαγόνια, γερανούς κ.λπ.), εξειδικευμένες εταιρείες παροχής υπηρεσιών (logistics), δομικών υλικών κ.ά. Άραγε, σε πόσους και ποιους από αυτούς προτάθηκε η παροχή προσεκτικά σχεδιασμένης πολιτικής υποστήριξης στη διεκδίκηση συμβολαίων στα έργα που εκτελούνται εκεί; Μάλλον σε κανένα!
Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη σύνθεση της ελληνικής αντιπροσωπείας είναι ότι η αρμόδια πολιτική ηγεσία δεν μπόρεσε να κατανοήσει και να κινητοποιήσει τους παίκτες της ελληνικής οικονομίας που θα μπορούσαν και μπορούν ακόμη να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες που διαμορφώνονται σε αυτή την περιοχή.
Αλλά υπάρχει και ένα ακόμη σημείο που πρέπει να αξιολογήσει η κυβέρνηση και η ελληνική αγορά. Η αύξηση του αριθμού και της χωρητικότητας των υπό διέλευση σκαφών θα προκαλέσει αύξηση του διαμετακομιστικού εμπορίου από τη νότια και ανατολική Ασία (Κίνα, Ν. Κορέα, Ιαπωνία, Ινδία) και τον Κόλπο προς την Ευρώπη και τη Ρωσία, μέσω της Μεσογείου. Ένα μέρος της αύξησης αυτής θα κατευθυνθεί προς τις θαλάσσιες και χερσαίες ελληνικές υποδομές με αναμενόμενο αποτέλεσμα την αύξηση του κύκλου εργασιών των σχετικών εταιρειών, αν βεβαίως προετοιμασθούν κατάλληλα.
Τέλος αξίζει να επισημανθεί ότι σε περίοδο υποχρεωτικών ιδιωτικοποιήσεων λιμανιών και σιδηροδρόμων, αυτές οι εξελίξεις διαμορφώνουν υπεραξίες στα αντίστοιχα τιμήματα από τις οποίες πρέπει να επωφεληθεί το ΤΑΙΠΕΔ, αν βέβαια ενδιαφέρεται.
Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και σε σκοτεινές και δύσκολες οικονομικές περιόδους, όπως αυτή στην οποία έχουμε εισέλθει, υπάρχουν ευκαιρίες που πρέπει και μπορούμε να εκμεταλλευθούμε εγκαταλείποντας το φαύλο και αδιέξοδο κύκλο της απαξίωσης και της διαμαρτυρίας. Ευκαιρίες υπάρχουν και ως χώρα έχουμε τις δυνάμεις και τις δυνατότητες να τις αξιοποιήσουμε. Ας προσπαθήσουμε, μπορούμε.