Τα τελευταία χρόνια γίνεται συχνά αναφορά για τις, φανερές και μη, προσπάθειες των κυβερνήσεων να παρέμβουν στο έργο (σσ: να ελέγξουν) των Ανεξάρτητων Αρχών (ΑΑ). Οι συνηθέστερες διαφωνίες στη δημόσια συζήτηση αφορούν τις παρεμβάσεις που θίγουν την ανεξαρτησία και υπονομεύουν το έργο τους, περισσότερο όμως από την πλευρά της μικροπολιτικής εκμετάλλευσης παρά από ειλικρινή ανησυχία για το θεσμικό εκτροχιασμό τους. Γιατί όμως τόσος ντόρος για τις ΑΑ; Ποια η ανάγκη που οδήγησε στη θεσμοθέτησή τους και ποιος ο ρόλος τους σε μια σύγχρονη δημοκρατία;
Αν και σκοπός μας δεν είναι η περιγραφή της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού αυτού, εντούτοις η παράθεση ορισμένων ιστορικών στοιχείων είναι χρήσιμη. Οι ΑΑ εισήχθησαν στην ελληνική διοίκηση με βάση ανάλογες εμπειρίες από την Ευρώπη και την Β. Αμερική (π.χ. αρχές 19ου αι. στην Φινλανδία, τέλη του 19ου αι. στις ΗΠΑ, μετά τον Β’ΠΠ στην Ευρώπη). Μπορεί να ειπωθεί ότι η ίδρυση των ΑΑ επιβάλλεται σήμερα ως ένα βαθμό και από κανόνες του ευρωπαϊκού κοινοτικού ή και του διεθνούς δικαίου. Κύριος σκοπός των ΑΑ είναι ο έλεγχος των μηχανισμών της εκτελεστικής εξουσίας και, κατ’ επέκταση, του πολιτικού συστήματος. Χαρακτηρίζονται ως ανεξάρτητες διότι δεν υπόκεινται σε διοικητική εποπτεία αλλά διαθέτουν οργανική και λειτουργική ανεξαρτησία. Τα μέλη τους έχουν συνήθως βραχύβια και μη ανανεώσιμη θητεία, ενώ διορίζονται με βάση συγκεκριμένα ασυμβίβαστα για την αποφυγή πολιτικών εξαρτήσεων. Διαθέτουν οικονομική ανεξαρτησία ως προς τον τρόπο χρηματοδότησης τους και την έκταση του οικονομικού τους ελέγχου και υπάγονται μόνο σε δικαστικό έλεγχο.
Η πρώτη τυπικά ΑΑ στην Ελλάδα είναι το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (1987). Ακολούθησαν το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ, 1989), το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ, 1994), η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ, 1997), ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ, 1997) και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ, 2003). Οι πέντε αυτές ΑΑ κατοχυρώθηκαν μάλιστα και συνταγματικά το έτος 2001. Οι αποφάσεις τους υπόκεινται μόνο στον νομικό έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων και η δράση τους σε κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Πλέον αυτών, υπάρχουν και οι νομοθετικά (μη συνταγματικά) κατοχυρωμένες ΑΑ, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), ο Συνήγορος του Καταναλωτή, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και η Τράπεζα της Ελλάδος, με διαφορετικό χαρακτήρα και λειτουργία (π.χ. αν υπόκεινται σε έλεγχο σκοπιμότητας ή νομιμότητας, αν έχουν γνωμοδοτικό και καθόλου αποφασιστικό ρόλο) και με νομικό πλαίσιο που μπορεί να μεταβάλλεται.
Ποιά είναι όμως η ανάγκη για τη σύσταση των ΑΑ; Ως ένας ακόμη θεσμός ελέγχου του πολιτικού συστήματος, οι ΑΑ θεωρητικά ενισχύουν και προστατεύουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών και, κατ’ επέκταση, της Δημοκρατίας. Αποτελούν μια επιπλέον δικλείδα προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον με συνεχώς μεγαλύτερη πολυπλοκότητα (π.χ. τεχνολογική εξέλιξη). Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ιδίως σε συνταγματικές δημοκρατίες, οι ΑΑ συμβάλουν στην ισονομία και την ισοπολιτεία. Καλύπτουν κενά πολιτικής βούλησης ή και αδυναμίας στην αντιμετώπιση πολιτικών ζητημάτων, π.χ. έλεγχος των ΜΜΕ, προσλήψεις στο Δημόσιο, αντιμετώπιση ολιγοπωλίων κλπ.
Μια πρώτη πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση έχει να κάνει με τις περιόδους εισαγωγής και θεσμοθέτησης των ΑΑ διαχρονικά. Διαπιστώνουμε ότι οι περισσότερες καθιερώθηκαν επί προοδευτικών κυβερνήσεων, κεντροαριστερών ή – αν προτιμάτε – σοσιαλδημοκρατικών. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι διολου τυχαία. Υποδηλώνει τη διαχρονική θέληση, επιδίωξη και πίστη της σοσιαλδημοκρατίας στο κράτος δικαίου και τη ρύθμιση της αγοράς με όρους κοινωνικής συνοχής, κοινωνικού συμφέροντος και προστασίας του περιβάλλοντος. Η συντηρητική προσέγγιση δεν θα μπορούσε να θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη ΑΑ που θα επεμβαίνουν προς αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ κράτους, αγοράς και κοινωνίας. Ας μην λησμονούμε ότι και σε διεθνές επίπεδο οι περισσότερες επιθέσεις στις ανεξάρτητες αρχές βασίζονται σε νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις (constitutional theory και organizational theory). Δηλαδή, θεωρίες που αμφισβητούν τη νομιμοποίηση της λειτουργίας τους διότι στέκονται εμπόδιο στην εφαρμογή του προγράμματος μιας εκλεγμένης κυβέρνησης από το λαό (ελεώ λαού).
Από τη μια λοιπόν βλέπουμε μέρος του πολιτικού συστήματος να κάνει βήματα προς μια ουδετεροποίηση εκφράσεων του δημόσιου βίου, σε μια έμμεση έστω παραδοχή των αδυναμιών του (πολλοί μιλούν και για μετακύλιση ευθυνών και αρμοδιοτήτων) και αντίστοιχη προσπάθεια εξασφάλισης δίκαιης και σωστής λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Απ’ την άλλη όμως, παρατηρείται συχνά προσπάθεια παράκαμψης ή και ελέγχου των ίδιων των ΑΑ: η εκάστοτε πολιτική ηγεσία προσπαθεί να χειραγωγήσει τη λειτουργία εκείνων των ΑΑ που θα μπορούσαν να παρέμβουν στο (πολιτικό ) της έργο και να μπλοκάρουν (τα κυβερνητικά) της σχέδια (κυρίως την παροχή ρουσφετιών), δεδομένου ότι, ενώ οι ΑΑ εκ της ουσίας τους δεν παράγουν πολιτική, οι αποφάσεις τους μπορεί να έχουν πολιτικές επιπτώσεις.
Εϊναι ενδιαφέρον ότι οι πιο εκκωφαντικές περιπτώσεις παράκαμψης ή απόπειρας ελέγχου των ΑΑ έγιναν επί συντηρητικών κυβερνήσεων. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, κυβερνήσεων που υπηρέτησαν το κατεστημένο πελατειακό σύστημα διακυβέρνησης (ή θέλησαν να δημιουργήσουν το δικό τους), ανεξαρτήτου τοποθέτησης στο πολιτικό φάσμα. Η ανεξαρτησία των αρχών αυτών βρίσκεται στο στόχαστρο ακόμη και αντίθετων ιδεολογικών αναφορών. Ακόμη και εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας έχουν στραφεί κατά των ΑΑ διότι αυτές αναπτύσσονται σε πεδία που βρίσκονταν μέχρι πρότινος υπό την εποπτεία της δικαιοσύνης. Η συντηρητική παράταξη υπονόμευσε συστηματικά το έργο και το κύρος των ΑΑ, επενέβει στις συνθέσεις των Συμβουλίων τους και στο νομικό τους πλαίσιο και αμφισβήτησε το προσωπικό τους (ιδίως σε όσες δεν είχε άμεση εποπτεία),. Ενδεικτικά:
- Υπόθεση τηλεφωνικών υποκλοπών (2004-5): Ενώ η ΑΔΑΕ με πόρισμά της είχε εντοπίσει παραλείψεις κατά την ανακριτική διαδικασία, η υπόθεση δεν παραπέμφθηκε στο ακροατήριο για περαιτέρω διερεύνηση (μπήκε στο αρχείο τον Αύγουστο του 2008 λόγω παραγραφής).
- Σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων (2007): ο τότε επικεφαλής της Αρχής για την καταπολέμηση του «μαύρου» χρήματος συνέταξε πόρισμα που απέστειλε στον Άρειο Πάγο για έλεγχο και μεταβίβαση στην επιτροπή διαφάνειας της Βουλής. Το πόρισμα κρίθηκε μη σύννομο, για τεχνικούς λόγους, επειδή δεν έφερε τις υπογραφές όλων των μελών της Αρχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 10/9/2010 η Επιτροπή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (όπως είναι επισήμως το όνομα της εν λόγω αρχής) απαντώντας σε σχετική ερώτηση της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής έκρινε έγκυρο το εν λόγω πόρισμα.
- Υπόθεση Siemens (2008): η ΑΑ για την καταπολέμηση του «μαύρου» χρήματος καταργείται και στη θέση της συστήνεται Επιτροπή. Έτσι, ο τότε επικεφαλής της απομακρύνεται μιας και φαίνεται ότι η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει μια περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
- Συνέντευξη ως κριτήριο πρόσληψης (2005-8): με νόμο του τότε υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης καθιερώνεται η συνέντευξη των υποψηφίων για πρόσληψη. Έτσι νομιμοποιείται η παράκαμψη του ΑΣΕΠ και διευκολύνεται η μαζική πρόσληψη «ημετέρων» της κυβέρνησης στη δημόσια διοίκηση και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αξίζει και πάλι να σημειωθεί ότι τέλη του 2009 με νόμο της νέας τότε κυβέρνησης καταργήθηκε το κριτήριο της συνέντευξης και θεσπίστηκε η καθολική υπαγωγή των προσλήψεων στον πλήρη έλεγχο του ΑΣΕΠ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ΑΑ αμφισβητούνται συχνά από τους βουλευτές όλων των πτερύγων της Βουλής, με απώτερο σκοπό να αποδυναμωθεί το κύρος και η αξιοπιστία τους. Θα περίμενε κανείς ότι με μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα ενισχυόταν ο ρόλος των ΑΑ, δεδομένου ότι οι στόχοι αυτών (π.χ. προστασία των συμφερόντων της κοινωνίας) βρίσκονται συνεχώς στο λεξιλόγιο των κομμάτων της αριστεράς. Παρ’ όλα αυτά, η πράξη απέδειξε ακριβώς το αντίθετο. Οι ίδιες πρακτικές ελέγχου και περιορισμού του έργου των ΑΑ συνεχίστηκαν και με την κυβέρνηση του Σύριζα, απόρροια των κυρίαρχων δογματικών απόψεων εντός αυτής. Από την περίοδο της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ η θητεία των ΑΑ παρατάθηκε (Οκτ 2014), καθώς τα κόμματα δεν μπορούν να φθάσουν σε πλειοψηφία 4/5 στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής για να ανανεωθούν οι διοικήσεις τους. Τη σκυτάλη πήρε η νέα κυβέρνηση Συριζα, καθώς:
- Με νόμο έπαυσε (Νοέμβριος 2015) όλα τα μέλη των ΑΑ που είχε λήξει η αρχική τους θητεία, έως ότου η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής διορίσει τα νέα μέλη. Οι περισσότερες ΑΑ παραμένουν μέχρι και σήμερα ουσιαστικά ακέφαλες, δεν ανανεώνονται ούτε με νέα μέλη.
- Ακολουθούνται πρακτικές στελέχωσής τους (π.χ. απευθείας διορισμός από τον υπουργό στην ΡΑΕ), που κρίνονται ως αντισυνταγματικές. Έτσι, οι ΑΑ και παραμένουν ανενεργές και προσβάλλεται η αξιοπιστίας τους.
- Από τον πρώτο μήνα της κυβέρνησης της αριστεράς, οι επεμβάσεις στην ΕΕΤΤ είχαν ως αποτέλεσμα το σημαντικό περιορισμό των αρμοδιότητων της.
- Η κυβέρνηση προχώρησε στην αντικατάσταση των μελών του ΕΣΡ και των νομίμως λειτουργούντων μελών του, κάτι που συνταγματικά δεν επιτρέπεται. Την ίδια στιγμή αύξησε τα μέλη του, με σκοπό το «παζάρεμα» των θέσεων με τα υπόλοιπα κόμματα (όπως παραδέχτηκε και ο Υπουργός Επικρατείας), και αφαίρεσε ουσιαστικές αρμοδιότητες του ΕΣΡ εκχωρώντας τις στον Υπουργό Επικρατείας. Το σημαντικό εδώ είναι ο αριθμός των αδειών, καθώς το Σύνταγμα ορίζει ότι ο καθορισμός του αριθμού αυτού (και του αντίστοιχου τιμήματος) είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΡ.
- Αποπειράθηκε να αλλάξει τα όρια ηλικίας ώστε να διώξει τα τωρινά μη αρεστά στην κυβέρνηση μέλη του ΑΣΕΠ.
- Με σειρά φωτογραφικών διατάξεων ορίστηκαν διάφορα απίθανα ασυμβίβαστα, πχ μεταξύ συζύγων βουλευτών και ξαδέλφων εξ αγχιστείας στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, διότι η μέχρι τότε σύνθεση δεν ήταν της κομματικής επιλογής της κυβέρνησης.
Η απόπειρα περιορισμού των αρμοδιοτήτων και ελέγχου των ΑΑ δεν συνιστούν μόνο θεσμικό ατόπημα, αλλά κόλαφο για τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της. Η συνεχής υπονόμευσή τους από όλο το πολιτικό φάσμα επιβεβαιώνει την ανάγκη ύπαρξής τους. Όταν το πολιτικό σύστημα εμφανίζεται μη ικανό ή/και ανώριμο να δρά με αξιοπιστία και διαφάνεια στο δημόσιο βίο, η ύπαρξη των ΑΑ έρχεται να καλύψει αυτό το κενό, ουδετεροποιώντας κάποιες περιοχές της Δημόσιας Διοίκησης. Οι προσπάθειες παράκαμψης και απαξίωσης των ΑΑ τόσο από συντηρητικές όσο και από αριστερές κυβερνήσεις είναι ενδεικτικές της γενικότερης κρίσης των δημοκρατικών θεσμών και των αντιπροσωπευτικών θεσμών μας. Ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας, που πρώτος εισήγαγε και θέσπισε αυτές τις αρχές, μπήκε συχνά και εκείνος στον πειρασμό ελέγχου επί των ΑΑ. Σε ένα νέο ανανεωμένο πλαίσιο αρχών του δημοκρατικού σοσιαλισμού, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας και η προστασία της λειτουργίας των ΑΑ από επεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της νέας συμφωνίας με τους πολίτες.