Στο ελληνικού τύπου κοινοβουλευτικό σύστημα –με αποκομμένο από τις πολιτικές αποφάσεις Πρόεδρο της Δημοκρατίας, υποβαθμισμένη Βουλή και αυτονομημένο πρωθυπουργικό περιβάλλον- τα θεσμικά έναντι της εκτελεστικής εξουσίας αντίβαρα δεν είναι ούτε πολλά ούτε πανίσχυρα: δικαστική εξουσία, ανεξάρτητες Αρχές, Τύπος. Η μη περαιτέρω αποδυνάμωση τους αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα Δημοκρατίας –ιδίως σε καιρούς οικονομικής κρίσης έναντι της οποίας το μόνο πραγματικό αντίβαρο είναι περισσότερη και ουσιαστικότερη Δημοκρατία.
Ειδικά για τις Ανεξάρτητες Αρχές, δεν δικαιολογείται ούτε δυσπιστία ούτε παρεμβατισμός. Τα –θεωρητικού μονάχα ενδιαφέροντος- ζητήματα κατά πόσον αυτά τα ιδιαίτερα -δημοσίου χαρακτήρα αλλά ελεγκτικά δημοσίων λειτουργιών- μορφώματα ταιριάζουν με το ελληνικό σύστημα και κατά πόσον το έλλειμμα άμεσης λαϊκής νομιμοποίησης δικαιολογεί τις συχνά αυξημένες αρμοδιότητες τους, έχουν λυθεί τόσο νομικά όσο και στην πράξη. Νομικά, με τη συνταγματική αναγνώριση των ανεξάρτητων Αρχών (άρθρο 101 Α) και την ύπαρξη πλήθους νομοθετικών διατάξεων που αφενός καταστρώνουν και εξειδικεύουν τις προϋποθέσεις της ανεξαρτησίας και αφετέρου επεκτείνουν το συνταγματικό κύκλο. Και στην πράξη, από την ασφαλώς ατελή αλλά ασφαλέστερα ακόμη προστατευτική του κράτους δικαίου λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών από τη στιγμή της σύστασης τους (αρκεί να σκεφτούμε, ανάμεσα σε πολλά παραδείγματα, το αίσθημα δικαίου που εμπέδωσε ο Συνήγορος του Πολίτη ή τη συμβολή της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων στην επίλυση του ζητήματος των ταυτοτήτων).
Από τη φύση των Ανεξάρτητων Αρχών, δεν νοείται οι διοικήσεις τους να «πρόσκεινται πολιτικά» σε κόμματα ή πρόσωπα ή ιδέες. Η ανεξαρτησία τους συνίσταται ακριβώς στο αντίθετο: στην εκτέλεση των –ελεγκτικών ή ρυθμιστικών συνήθως- καθηκόντων τους χωρίς κανενός είδους εξάρτηση από όργανα της πολιτικής εξουσίας. Η πολιτική «πίεση», που μπορεί να ασκηθεί με διάφορους τρόπους, νομοθετικούς ή ψυχολογικούς, αντίκειται στο ίδιο το Σύνταγμα, που κάνει λόγο για «προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία» των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών, καθορίζει επιλογή με ανάμιξη της Βουλής και με αυξημένες πλειοψηφίες, θέτει τον απαράβατο κανόνα της υπηρέτησης για ορισμένη θητεία, ώστε να μείνουν ανεπηρέαστες από εκλογικούς και κυβερνητικούς κύκλους. Όλα τα παραπάνω δεν είναι τυπικές προβλέψεις αλλά εχέγγυα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπηρετηθεί ο σκοπός των Ανεξάρτητων Αρχών.
Ανεξάρτητες Αρχές χωρίς πραγματική ανεξαρτησία δεν θα συνιστούσαν μόνο γλωσσική αλλά και δημοκρατική αντίφαση. Ο βαθμός ανεξαρτησίας τους και η αποδοχή της ανεξαρτησίας τους από την εξουσία αποτελούν τα πιο αδιάψευστα κριτήρια του βαθμού δημοκρατικότητας ενός πολιτεύματος, μιας χώρας και μιας κυβέρνησης –ιδίως όταν θέλει να λέγεται Αριστερή.