Ανεξαρτησία (2)

Κώστας Μποτόπουλος 11 Νοε 2015

Οφείλω να ομολογήσω ότι με συγκίνησαν, τόσο σε θεσμικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, οι αντιδράσεις που προκάλεσε το τελευταίο άρθρο μου στις φιλόξενες αυτές στήλες. Κι έχει ευρύτερη, νομίζω, σημασία αυτό, όχι μόνο λόγω του θέματος –η ανεξαρτησία, γνώμης και δράσης, ιδίως γνώμης με περίσκεψη και δράσης εντός αρμοδιότητας, αποτελεί προϋπόθεση και κριτήριο της πραγματικής δημοκρατίας- αλλά και γιατί συχνά, ιδίως τον τελευταίο καιρό, όσοι γράφουμε δημόσια αναρωτιόμαστε αν υπάρχει κάποιος εκεί έξω που να διαβάζει και να προβληματίζεται. Όταν αποδεικνύεται ότι συμβαίνει αυτό, η χαρά της επικοινωνίας είναι μεγάλη –και, για μένα τουλάχιστον, ακόμα μεγαλύτερη όταν συνοδεύεται από καλοπροαίρετη κριτική.

Τρεις ήταν οι βασικές ενστάσεις που προβλήθηκαν από γνωστούς και άγνωστους που μου έκαναν την τιμή να συνδιαλλαγούν γύρω από όσα έγραφα την περασμένη Τετάρτη. Η πρώτη αναφερόταν στην κάπως δογματική, όπως χαρακτηρίστηκε, απόφανσή μου περί χρησιμότητας των ανεξάρτητων Αρχών εντός του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η δεύτερη αμφισβητούσε την ειλικρίνεια, ή το χρονισμό, της αντίθεσης μου στην επιλογή «πολιτικώς προσκείμενων» προσώπων ως επικεφαλής των ανεξάρτητων Αρχών. Και η τρίτη στόχευε στο γεφύρωμα θεσμικών ευχολογίων και πραγματικότητας μέσω της πολυχρησιμοποιημένης αλλά δυστυχώς πάντα επίκαιρης επωδού «έτσι δεν έκαναν όλοι;» Ας μου επιτραπεί, καταχρώμενος ίσως για μια φορά τη φιλοξενία, να πάρω σύντομα θέση και επί των τριών αυτών εύλογων ενστάσεων.

Το επιχείρημα ότι, από τη στιγμή που οι ανεξάρτητες Αρχές προβλέπονται από το ελληνικό Σύνταγμα και τους νόμους, θα πρέπει να θεωρούνται αυτονοήτως χρήσιμες και πάντως να γίνονται σεβαστές έχει, πράγματι, μια νομικιστική χροιά (κανείς δεν ξεφεύγει από τον εαυτό του, όπως έλεγε ο πατέρας μου). Το κρίσιμο είναι κάτι που δεν είχα πει τόσο καθαρά στο προηγούμενο κείμενο: ότι οι ανεξάρτητες Αρχές δεν αποτελούν ελληνική πρωτοτυπία αλλά διεθνή «καλή πρακτική», ότι η εισαγωγή τους στην ελληνική τάξη, ιδίως μέσα από την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, δεν έγινε ούτε βιαστικά ούτε αβασάνιστα και, κυρίως, ότι η δήθεν κάμψη του δημοκρατικού κανόνα λόγω μη άμεσης εκλογής των μελών τους από το λαό παραβλέπει ακριβώς την ιδιαιτερότητα των ανεξάρτητων Αρχών, που λογοδοτούν μόνο στη δικαιοσύνη, ώστε να εκπληρώνουν αυτό για το οποίο είναι ταγμένες: την τήρηση της νομιμότητας από ένα κράτος που, ειδικά στην Ελλάδα, ξέρουμε πόσο ανέλεγκτο θα ήθελε να είναι.

Το ζήτημα της «πολιτικότητας» των Αρχών και ιδίως των επιλεγόμενων –από την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο, κατά το ελληνικό σύστημα- ηγεσιών τους είναι λεπτότερο. Σίγουρα δεν ισχυρίζομαι –έχω εξάλλου προσωπική πείρα επ’ αυτού- ότι το κριτήριο των «πολιτικών θέσεων», ακόμα και των κομματικών προτιμήσεων, των προσώπων είναι άσχετο με την επιλογή τους. Αυτό το κριτήριο σίγουρα λαμβάνεται στην πράξη υπόψη, μαζί με άλλα, στην καλύτερη αλλά και μόνη θεσμικά υγιή περίπτωση, κατά την αρχική πρόταση και την τελική αποδοχή της. Αυτό που δεν θα έπρεπε, όμως, να συμβαίνει, είναι η επιλογή να βασίζεται επισήμως στη βούληση να τοποθετηθούν «πολιτικά προσκείμενα» πρόσωπα, ιδίως όταν πρόκειται για τοποθετήσεις πριν από τη λήξη των θητείας των απερχόμενων οργάνων και ακόμα πιο ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται με τρόπο συστηματικό και όχι μόνο σε μια μεμονωμένη Αρχή ή σε  μια μεμονωμένη περίπτωση. Εφόσον αποκτά αυτά τα χαρακτηριστικά, το κριτήριο του «πολιτικώς προσκείμενου» λειτουργεί,  κατά τη γνώμη μου, καταλυτικά (με την αρνητική έννοια του όρου) για τις ανεξάρτητες Αρχές και κατ’ επέκταση για τη Δημοκρατία.

Έναντι, τέλος, της επωδού «έτσι έκαναν όλοι», θα απαντούσα όπως απαντώ όποτε τη βρω μπροστά μου: τίποτα δεν θα βελτιωθεί στην ελληνική δημόσια ζωή αν δεν κοιτάξουμε κάποια στιγμή να χτίσουμε όχι πάνω στα πολλά λάθη αλλά στα όποια καλά των προκατόχων μας –ιδίως όταν θέλουμε να λεγόμαστε Αριστεροί. Παρενθετικά δε, θα πρόσθετα, για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας: στο πεδίο των ανεξάρτητων Αρχών αυτό που γίνεται τώρα, όχι, δεν το έκαναν σε τέτοιο βαθμό όλες οι κυβερνήσεις.