Αν υπάρχει ένα κοινωνικό αίτημα, το οποίο να έγινε περισσότερο απτό, περισσότερο σαφές και περισσότερο συνειδητό αυτά τα χρόνια της κρίσης, δεν θα μπορούσε να είναι παρά η ανάγκη τού να γίνει επιτέλους η Ελλάδα μία ακόμη περισσότερο ευρωπαϊκή χώρα. Είναι το αίτημα της μεταρρύθμισης, της εφαρμογής δηλαδή των θεσμών που έχουν ήδη από καιρό κατοχυρωθεί ως αυτονόητοι πλέον στις δυτικές ευρωπαϊκές κοινωνίες, και στην έλλειψη των οποίων αποδίδουμε εν πολλοίς την ελληνική μας κακοδαιμονία. Το κράτος δικαίου, με σαφή και σταθερή νομοθεσία. Αλλά και ένα δίκαιο κράτος, με διαφάνεια και λογοδοσία. Η αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, με αξιοκρατία και σαφείς διαδικασίες, χωρίς γενικευμένη μικρή ή μεγάλη διαφθορά και συνδιαλλαγή. Αλλά και μία δίκαιη ιδιωτική οικονομία, με ίδιους κανόνες για όλους, χωρίς τις στρεβλώσεις των ευνοημένων της διαπλοκής και των προνομιούχων της πελατειακής πολιτικής. Αυτό το αίτημα της μεταρρύθμισης για τα αυτονόητα είναι και το μόνο που, διαπερνώντας κομματικά όρια και ιδεολογικές διαφορές, αποτελεί και τον ελάχιστο κοινό τόπο συναίνεσης για ένα μεγάλο και δυναμικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.
Το προφανές πολιτικό συμπέρασμα έρχεται εύκολα, σχεδόν ανεκβίαστα, βάσει των προταγμάτων της κοινής λογικής και των ιδανικών της σύνθεσης και της συναίνεσης. Η πολιτική προτεραιότητα δεν μπορεί να είναι άλλη από το να πετύχουμε αυτές τις ελάχιστες μεταρρυθμίσεις. Οι διαφορές μας είναι τώρα ήσσονος σημασίας και μπορούν άλλως τε να περιμένουν για μετά. Και ποιός άραγε φταίει για το ότι δύο σχεδόν αιώνες μετά την γέννηση αυτού του κράτους δεν αποκτήσαμε αυτούς τους θεσμούς που απολαμβάνουν άλλοι λαοί της Ευρώπης; Μα ποιός άλλος από αυτούς που είναι αρμόδιοι για την δημιουργία των θεσμών: οι πολιτικοί και τα κόμματα που τους στηρίζουν, η πολιτική πελατεία και η πολιτική πατρωνεία, το ρουσφέτι, η κομματοκρατία. Και πως άραγε τα καταφέρνουν; Μα προφανώς με τις διχαστικές τους και κενές ιδεολογίες που κάνουν την κοινωνία κατακερματισμένη για να την κρατούν δέσμια των συμφερόντων τους και των συμφερόντων που εξυπηρετούν. Αρκεί λοιπόν να εγκαταλείψουμε τα κόμματα στην τύχη τους, παραμερίζοντας τις τεχνητές ιδεολογικές διαφορές που αυτά δολίως μας υποβάλλουν, και να συνασπιστούμε πίσω από το ιδανικό της μεταρρύθμισης. Είναι απλό. Και δυστυχώς, απλοϊκό.
Κατ’αρχάς γιατί όλη αυτή η ρητορική, που ανάγει τους θεσμούς των ευρωπαϊκών κρατών σε σύμβολα και προτάγματα πολιτικής δράσης, είναι εντέχνως επιλεκτική. Το κράτος δικαίου, αλλά και το δίκαιο κράτος, η αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, αλλά και η δίκαιη ιδιωτική οικονομία, είναι αυτονόητοι, αναμφισβήτητοι θεσμοί σε αυτά τα ευρωπαϊκά κράτη. Αλλά το ίδιο αυτονόητοι και αναμφισβήτητοι είναι και οι πολιτικοί τους θεσμοί, και μέσα σε αυτούς τα πολιτικά τους κόμματα, με τις σαφείς ιδεολογικές τους θέσεις, αναφορές και διαφορές, και το καθένα με ιστορία πολλών δεκαετιών και θεσμική μνήμη ακόμη περισσοτέρων. Στις δημοκρατίες, τα πολιτικά κόμματα γίνονται θεσμικά όταν πλέον, μέσα από τις διαδοχικές εναλλαγές στις ηγεσίες τους, αλλά και συχνά με την δημοκρατική εναλλαγή τους στην εξουσία, από προσωποπαγείς «ηγετικές» πολιτικές πρωτοβουλίες ή κινήσεις διεκδίκησης κοινωνικών αιτημάτων, έχουν πλέον γίνει φορείς ιστορίας, θεσμικής μνήμης, και κυρίως των ιδεολογικών αρχών και των απτών κοινωνικών αναφορών που δημιουργήθηκαν μέσα από αυτή την πολιτική τους ιστορία. Έχουν δηλαδή θεσμικό και λειτουργικό και όχι απλά διεκδικητικό ή καταγγελτικό ρόλο. Δεν έχουν σημασία τα ονόματά τους. Στις δημοκρατίες στις οποίες προσδοκούμε να μοιάσουμε, η χριστιανοδημοκρατία ή η λαϊκή δεξιά, ο φιλελευθερισμός, η σοσιαλδημοκρατία, και η δημοκρατική ή η ριζοσπαστική αριστερά, με τις κομματικές τους ενσαρκώσεις, και με την ιδεολογική, πολιτική, κοινωνική και εν τέλει ιστορική τους συνέχεια στον χρόνο, δεν είναι απλά πολιτικά δόγματα στην θεωρία, αλλά πολιτικοί θεσμοί στην πράξη, εξ’ίσου σημαντικοί με όλους τους υπόλοιπους που εδώ επιλεκτικά διαλέγουμε συχνά να απομονώσουμε πίσω από το δόγμα ενός μετα-πολιτικού μεταρρυθμιστικού αιτήματος. Είναι λογικά μη συνεπές και απλοϊκό να θέλουμε να μάθουμε από τις κοινωνίες αυτές τους κρατικούς και οικονομικούς τους θεσμούς, αλλά ταυτόχρονα να θέλουμε να αγνοούμε αυτάρεσκα και στο όνομα της κοινής λογικής κυρίαρχους πολιτικούς τους θεσμούς, τις μεγάλες ευρωπαϊκές πολιτικές τάσεις δηλαδή και τα κόμματα που διακριτά τις εκφράζουν.
Είναι όμως απλοϊκό και για έναν ακόμη λόγο. Αυτοί οι πολιτικοί θεσμοί, τα θεσμικά κόμματα δηλαδή και οι ιδεολογίες που εκφράζουν, είναι όχι μόνο εξ’ίσου σημαντικοί με τους άλλους, τους πολιτειακούς, κρατικούς και οικονομικούς θεσμούς που επιλέγουμε ως μείζον πρόταγμα, αλλά και στενά αλληλένδετοι. Στις κοινωνίες αυτές που θαυμάζουμε, οι θεσμοί που προσδοκούμε δεν κερδήθηκαν μέσα από την περιστασιακή συναινετική υπέρβαση των ιδεολογικών διαφορών και τον «ορθολογικό» συνασπισμό στο όνομα της κοινής λογικής, του γενικού καλού ή της σωτηρίας της χώρας, αλλά ακριβώς εξ’αιτίας του ανταγωνισμού και της ιδεολογικής διαμάχης της πραγματικής πολιτικής. Έτσι, είναι λογικά μη συνεπές και απλοϊκό το να θεωρούμε ότι είναι καν εφικτή η μεταρρύθμιση του χρονίως αναποτελεσματικού κράτους μας χωρίς την μεταρρύθμιση, μέσα από την δυναμική της κοινωνίας, των ίσως εξίσου αναποτελεσματικών, αλλ’ όμως θεσμικών πια εδώ και πάρα πολύ καιρό, κομμάτων της Δημοκρατίας μας. Η αναγκαία αυτή μεταρρύθμιση, που είναι ίσως η πιο σημαντική από όλες, δεν μπορεί να γίνει με λαϊκιστικές κραυγές ή «πολιτικώς ορθά» αλλά μετα-πολιτικά συλλήβδην ισοπεδωτικά τροπάρια περί κομματοκρατίας και ρουσφετοκρατίας. Μπορεί να είναι παρηγορητικά και ανακουφιστικά, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτό, και αυτή η εύπεπτη ρητορική μεταφέρει στρεβλά την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης σε λάθος θέμα.
Και εδώ βρίσκεται και ο κίνδυνος της απλοϊκής αυτής κοινής λογικής, όσο καλόπιστη και εάν διατείνεται ότι είναι. Σε αυτή την κατάσταση πολιορκίας της δημοκρατίας μας από έναν επιθετικό αντισυστημικό και αντικομματικό λαϊκισμό, γίνεται κάπου και επικίνδυνο το να υποδαυλίζουμε την ισοπεδωτική απαξίωση των κομμάτων και των ιδεολογιών τους, και να αντιπροτείνουμε σε αυτόν τον λαϊκισμό, έναν άλλον πιο μετριοπαθή μεν, αλλά λαϊκισμό εξίσου, αυτόν των αποιδεολογικοποιημένων προσωποπαγών ηγετικών «κινημάτων» διεκδίκησης ιδεολογικά αποστειρωμένων αιτημάτων. Μέσα στην παραζάλη της κρίσης είναι εύκολο – ίσως γιατί είναι παρηγορητικό – να ξεχνάμε την καλή κληρονομιά της μεταπολίτευσης: την ευρωπαϊκή θέση της χώρας, τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς που έφτιαξε τα τελευταία σαράντα χρόνια, όλα αυτά που αποσιωπούμε γιατί θεωρούμε πια δεδομένα, αλλά και γιατί αυτόν τον καιρό μας πονούν πιο πολύ όσα μας πληγώνουν.
Κανείς δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι τα θεσμικά ελληνικά πολιτικά κόμματα είναι εφάμιλλα των ευρωπαϊκών ομολόγων τους, σε ανοικτές διαδικασίες, παραγωγή πολιτικής και ουσιαστικό διάλογο μεταξύ τους και με την κοινωνία. Και είναι αλήθεια ότι τα θεσμικά κόμματα της δημοκρατίας μας είναι σήμερα αμήχανα μετά την βίαια σύγκρουση με τον ίδιο τους τον εαυτό. Αλλά δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Το ίδιο αμήχανη είναι μετά την σύγκρουση με τον εαυτό της και η ελληνική κοινωνία που τα έφτιαξε. Όπως όμως και για την οικονομία ή το κράτος, έτσι και για το πολιτικό μας σύστημα, η μετρημένη απάντηση στην πρόκληση για πολιτικές ηγεσίες και πολίτες δεν μπορεί να είναι παρά η μεταρρύθμισή του και όχι η αποδόμησή του. Η ουσιαστική δηλαδή μεταρρύθμιση της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, ως θεσμών του πολιτικού μας συστήματος, ώστε να μοιάσουν με τις σύγχρονες και γόνιμες ευρωπαϊκές πολιτικές τάσεις που το δόγμα της πολιτικά ανερμάτιστης μεταρρύθμισης της «δημιουργίας» και της «κοινής λογικής» θέλει ηθελημένα να αγνοεί.