Στη διαφαινόμενη συμφωνία κυβέρνησης και πιστωτών για ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης υπάρχουν πολλά παράδοξα και ανεπίτρεπτα πράγματα, κάποια από τα οποία είναι και εξωφρενικά, όχι μόνο από πολιτική άποψη, αλλά και από τη θεσμική σκοπιά τους.
Η νομοθέτηση σημαντικών περιοριστικών μέτρων από τώρα που θα ισχύσουν από το 2019 ανεξάρτητα από την πορεία των δεικτών της οικονομίας, είναι διαδικασία καινοφανής και πολιτικά αμφισβητούμενη. Επί της ουσίας, τα σημαντικότερα μέτρα που είναι οι περικοπές στις συντάξεις και η μείωση του ποσού που αντιστοιχεί στο αφορολόγητο όριο, είναι με δεδομένο το πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος και την άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών κυρίως στην μεσαία τάξη, απαραίτητα και το εύλογo θα ήταν, εφόσον η ελληνική πλευρά τα αποδέχθηκε, να ισχύσουν από το επόμενο οικονομικό έτος 2018. Οσο και αν έχουμε αρχίσει να το συνηθίζουμε, δεν παύει να είναι πολιτικά παράδοξο ότι ενώ κρίθηκαν ως αναγκαία και συμφωνήθηκε η νομοθέτησή τους από τώρα, θα ισχύσουν από το 2019 (η μείωση των συντάξεων) και από το 2020 (η μείωση του αφορολόγητου) και θα εφαρμοσθούν από τα παραπάνω έτη, μολονότι δεν συνδέθηκε η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων με την επίτευξη ή μη των τεθέντων δημοσιονομικών στόχων, διότι μόνο σε αυτή την περίπτωση θα είχε λογικό έρεισμα η έναρξη ισχύος των μέτρων σε μέλλοντα χρόνο.
Είναι βέβαιο ότι ακόμη και αν ήταν δυσχερής ή και αδύνατη από νομοτεχνική άποψη η νομοθέτηση των μέτρων υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση, θα μπορούσε να προχωρήσει κανονικά η θέσπισή τους με κοινό νόμο και να υπάρξει παράλληλα και ταυτόχρονα, πρόβλεψη σε κείμενο πολιτικής συμφωνίας (μνημόνιο), ότι σε περίπτωση επίτευξης των συμφωνημένων από τις δύο πλευρές οικονομικών αποτελεσμάτων, θα δύναται η (όποια) ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει, ανάλογα με το βαθμό επίτευξης ή υπέρβασης των στόχων, σε τροποποίηση των μέτρων για τα επόμενα χρόνια με νεώτερο νόμο, με βάση την πάγια αρχή ότι νεώτερος νόμος καταργεί προγενέστερο αν περιέχει διαφορετική ρύθμιση για το ίδιο ζήτημα.
Εξάλλου, με ακριβώς την ίδια λογική θα κληθεί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, να δεσμευτεί η κυβέρνηση ότι σε περίπτωση μη επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων για το 2018, θα υπάρξει αλλαγή στην νομοθετική πρόβλεψη προς το επαχθέστερο, ώστε με νεώτερη νομοθετική ρύθμιση να ισχύσει η μείωση του συμφωνημένου ορίου για το αφορολόγητο από το 2019 αντί για το 2020. Αντί λοιπόν να ακολουθηθεί η προφανής διαδικασία μιας παράλληλης συμφωνίας και να συνδεθεί η λήψη μέτρων με την (μη) επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αναδείχθηκαν προσχηματικά και με τρόπο που υποτιμά τη νοημοσύνη όλων, μόνο οι νομοτεχνικές δυσκολίες για νομοθέτηση μέτρων υπό αίρεση (που τις επανέλαβε και ο πρωθυπουργός σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη στον σταθμό αντέννα), προκειμένου να εμφανισθεί ως αναγκαστική επιλογή η «οριστική» θέσπιση όλων των μέτρων από τώρα.
Ως υποτιθέμενο αντιστάθμισμα εξαγγέλθηκε μάλιστα κάτι ακόμη πιο παράδοξο αλλά και εξωφρενικό, το οποίο στην πράξη είναι και ανεδαφικό, ότι δηλαδή θα ληφθούν ευεργετικά «αντίμετρα» μόνο για την περίπτωση υπέρβασης και όχι απλώς επίτευξης των τεθέντων στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% και μόνο κατά το ποσό που θα ισοδυναμεί με το ποσοστό υπέρβασης των στόχων. Μάλιστα τα λεγόμενα αντίμετρα δεν θα έχουν σχέση με μείωση της εξοντωτικής φορολογίας αλλά θα αφορούν στην ενίσχυση ειδικών κατηγοριών του πληθυσμού, χωρίς να έχουν οριστικοποιηθεί ακόμη τα επιμέρους μέτρα. Που σημαίνει ότι, με την στρεβλή λογική της τωρινής διακυβέρνησης αλλά και των δανειστών που την αποδέχονται, επιδίωξη της όποιας ελληνικής κυβέρνησης από το 2019 και έπειτα, θα πρέπει να είναι η υπέρβαση του στόχου του 3,5%, δηλαδή μια ακόμη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυσνη των πολιτών, προκειμένου να ενεργοποιηθούν τα αντίμετρα. Και επειδή πιθανότατα η τωρινή κυβέρνηση δεν θα είναι στην εξουσία μετά το 2019, μια επόμενη κυβέρνηση, ακόμη και αν επιτύχει το πλεόνασμα του 3,5%, δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει αυτά τα αντίμετρα, αν δεν υπάρξει υπέρβαση στον στόχο των πλεονασμάτων, αν δεν συνεχίσει δηλαδή την εξοντωτική φορολόγηση. Συνεπώς, η όποια πολιτική της για φορολογικές ελαφρύνσεις, θα βρίσκει αντίλογο από έναν αντιπολιτευόμενο Συριζα με το επιχείρημα ότι στερεί από τους αδύναμους τα συμφωνημένα αντίμετρα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι είναι τέτοια η φόρμουλα της δέσμευσης που ετοίμασε η τωρινή κυβέρνηση για την επόμενη με την ανοχή των δανειστών, που μόνο δυσαρέσκεια θα προκαλεί η πολιτική της.
Ως προς την πολιτική διάσταση των πιο σημαντικών περιοριστικών μέτρων, δηλαδή τη νέα μείωση των συντάξεων και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, ακόμη και αν ίσχυαν από το 2018 που θα ήταν και το μόνο εύλογο, από τη στιγμή που δεν έχει συνδεθεί η χρονική διάρκεια της εφαρμογής τους με επίτευξη δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, τα αντίστοιχα μέτρα θα εξακολουθούσε να τα εφαρμόζει και η όποια μελλοντική κυβέρνηση και η πολιτική της θα συνοδεύονταν από αυτά τα «βαρίδια». Είναι δε προφανές ότι το πολιτικό κόστος, σε κάθε περίπτωση, θα το επωμισθεί πρώτιστα η τωρινή κυβέρνηση που τα συμφώνησε και τα θέσπισε, ακόμη και αν εφαρμοσθούν για πρώτη φορά από μια επόμενη, η οποία θα έχει το άλλοθι ότι τα περιοριστικά μέτρα που θα κληθεί να εφαρμόσει τα αποφασισε η προηγούμενη. Είναι γι’αυτό αμφίβολης αποτελεσματικότητας (με μικροκομματικά κριτήρια) η επιμονή του Συριζα να μεταθέσει τα πιο επώδυνα μέτρα για τα επόμενα χρόνια.
Το πιο σημαντικό όμως από όλα τα στοιχεία της διαφαινόμενης συμφωνίας είναι η δέσμευση που επιβάλλεται στη χώρα να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του Α.Ε.Π. για αρκετά (και αδιευκρίνιστα για πόσα ακόμη) χρόνια μετά το 2019. Η εικόνα που υπάρχει είναι ότι θα αφορούν πιθανότατα για μια πενταετία μετά το 2019, δηλαδή τουλάχιστον μέχρι το 2024. Το εντυπωσιακό είναι ότι εξαγγέλθηκε στο eurogroup της Μάλτας η επίτευξη συμφωνίας στα βασικά θέματα χωρίς να έχει διευκρινισθεί το σημαντικότερο από όλα τα ζητήματα, δηλαδή η χρονική διάρκεια της δέσμευσης για τα πρωτογενή πλεονάσματα, εκτός αν έχει υπάρξει εν τέλει συμφωνία και σε αυτό, αλλά δεν ανακοινώνεται. Γιατί θα ήταν πρωτοφανής προχειρότητα και αφέλεια για την κυβέρνηση να συμφωνούσε στα επώδυνα μέτρα περιοριστικής πολιτικής αφήνοντας ανοικτό το πλέον σημαντικό θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η εξακολουθούμενη θολούρα σε αυτό το θέμα είναι ανεπίτρεπτη από κάθε άποψη και εκθέτει την κυβέρνηση, είτε έχει συμφωνήσει και το αποσιωπά είτε υπάρχει ακόμη εκκρεμότητα και παραταύτα ανακοινώνει επίτευξη συμφωνίας στα υποτιθέμενα ουσιώδη ζητήματα.
Η συμφωνία για μελλοντικά πλεονάσματα 3,5%, εκτός του ότι αποτελεί διακήρυξη συλλογικής απαιδιοδοξίας και παραδοχή από τώρα της παράτασης της ίδιας οικονομικής κρίσης τουλάχιστον για τα επόμενα πέντε χρόνια, συνιστά πρώτιστα πρωτοφανή δέσμευση από την τωρινή κυβέρνηση για την πολιτική που θα ακολουθήσουν οι επόμενες εκλεγμένες κυβερνήσεις. Η αποδοχή από την παρούσα κυβέρνηση ότι θα υποχρεωθούν και οι μελλοντικές να επιτύχουν αυτά τα πλεονάσματα, αποτελεί σοβαρή διασάλευση της πολιτικής και θεσμικής τάξης, αφού ο περιορισμός και η επιταγή για επίτευξη αυτών των πλεονασμάτων αναπόφευκτα θα καθορίζει την οικονομική πολιτική και των επόμενων κυβερνήσεων, με κυρίαρχο στοιχείο τη συνέχιση της ίδιας ή και μεγαλύτερης φορολογικής επιβάρυνσης των πολιτών για τα αντίστοιχα χρόνια, στερώντας από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις το δικαίωμα να χαράξουν και να εφαρμόσουν την δική τους δημοσιονομική πολιτική, ανεξάρτητα από τη βελτίωση ή μη των βασικών οικονομικών δεικτών που η ίδια η πολιτική τους πιθανόν να επιφέρει και ταυτόχρονα περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα των πολιτικών κομμάτων που διεκδικούν τη διακυβέρνηση της χώρας να εξαγγείλουν ως πρόγραμμα και στη συνέχεια να χαράξουν και να εφαρμόσουν ως κυβέρνηση τη δική τους πολιτική πρόταση.
Οσο και αν η διαφαινόμενη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης περαιώνει μια σημαντική εκκρεμότητα για τη χώρα που λειτουργούσε αποτρεπτικά για την ανάκαμψη, οι δεσμεύσεις που φέρεται να αποδέχθηκε η κυβέρνηση είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που δεν μπορεί να παραβλεφθεί ούτε να παρακαμφθεί εύκολα όχι μόνο από πολιτική άποψη, αλλά και από τη θεσμική διάστασή του.
Δημοσιεύεται και στην i-efimerida