Το κλισέ λέει ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση προχωρά μέσα από κρίσεις και η απάντηση, κάθε φορά που σηκώνεται μεγάλη αντάρα, είναι η “περισσότερη Ευρώπη”. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά γιατί έξοδος κράτους μέλους δεν έχει ξαναγίνει και γιατί το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πολύ μεγάλο για να φύγει μετά από 43 χρόνια ήσυχα και χωρίς ανατρεπτικές συνέπειες για το status quo στη γηραιά ήπειρο. Αλλωστε, η απάντηση θα είναι εκ των πραγμάτων “λιγότερη Ευρώπη” από τη στιγμή που αναπτύσσεται ήδη δυναμική υπέρ των δημοψηφισμάτων, των αυτονομιστικών τάσεων, των εθνικισμών και της περιχαράκωσης.
Το άλλο κλισέ λέει ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται από την Παρασκευή το πρωί, όταν έγινε γνωστό το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, σε “αχαρτογράφητα νερά”. Στην πραγματικότητα βρίσκεται στην κορύφωση μιας πορείας μαρασμού που κατέληξε σε ιστορικό ατύχημα. Και τώρα θα πρέπει να ιδωθούν όλα από την αρχή, όσο το Βερολίνο το επιτρέψει.
Την Πέμπτη το πρωί, όταν οι Βρετανοί πολίτες συνέρρεαν στις κάλπες για να πουν “μένουμε” ή “φεύγουμε”, στις Βρυξέλλες πραγματοποιήθηκε μια ενδιαφέρουσα σύσκεψη ευρωβουλευτών και στελεχών του (κεντροδεξιού) Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Εκεί ο Μάνφρεντ Βέμπερ, Γερμανός ευρωβουλευτής των Χριστιανοδημοκρατών και πρόεδρος του ΕΛΚ, ενημέρωσε ότι σε περίπτωση Brexit θα γίνουν σε νομικό-τεχνικό επίπεδο όσα είναι απαραίτητα για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της αποχώρησης και μέχρι τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017 θα υπάρχει στάση αναμονής. Νωρίτερα, τον Οκτώβριο, θα γίνει δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην Ιταλία και αν ο πρωθυπουργός Μ. Ρέντσι χάσει από τον Μπ.Γκλρίλο, ο οποίος έχει ζητήσει δημοψήφισμα για έξοδο από την ΕΕ, τότε πιθανότατα θα προκηρυχθούν εκλογές στις οποίες το Κίνημα των 5 Αστέρων μπορεί να κάνει την έκπληξη. Τον Απρίλιο θα γίνουν προεδρικές εκλογές στη Γαλλία με την Μ. Λεπέν να ζητά ήδη δημοψήφισμα για τη σχέση της χώρας της με την ΕΕ και να φιλοδοξεί να κερδίσει τον υποψήφιο της κεντροδεξιάς, Σαρκοζί ή Ζιπέ που, μοιραία, θα πηγαίνουν ολο και δεξιότερα στα θέματα μεταναστευτικού και ασφάλειας. Ο ακροδεξιός Γκ. Βίντερς της Ολλανδίας (όπου θα γίνουν εκλογές το πρώτο τρίμηνο του 2017) ζητά επίσης δημοψήφισμα και ανεβαίνει, ενώ στον ίδιο δρόμο κινείται η Δανία. Τι θα γίνει με τη Σκοτία, τη βόρεια Ιρλανδία, την Καταλονία είναι κάτι που θα φανεί στο ορατό μέλλον, ενώ τη νύχτα της Κυριακής θα ξέρουμε τον αντίκτυπο του βρετανικού δημοψηφίσματος στις ισπανικές εκλογές όπου οι Ποντέμος-Ενωμένη Αριστερά βρίσκονται στη δεύτερη θέση, οριακά πίσω από την δεξιά του Ραχόι, με βάση τις δημοσκοπήσεις.
Σύμφωνα με όσα είπε ο Μ. Βέμπερ, το Βερολίνο θα κρατήσει κλειστά τα χαρτιά του για έναν τουλάχιστον χρόνο και θα τα ανοίξει αφού σχηματιστεί η επόμενη γερμανική κυβέρνηση και αφού έχει καταγραφεί η διαρκώς ενοσχυόμενη δυναμική της ακροδεξιάς “Εναλλακτικής για τη Γερμανία”.
Γνωρίζουν πως είναι η εποχή νίκης του λαϊκισμού και του αντισυστημισμού, ήττας των ελίτ και των κατεστημένων, αλλά δεν πρόκειται να αναλάβουν την ευθύνη αλλαγής του δόγματος στη διαχείριση της οικονομικής και της προσφυγικής κρίσης. Θα αφήσουν οποιαδήποτε αναθεώρηση για αργότερα, αφού ωριμάσουν οι συνθήκες, αφού διαμορφωθεί το νέο πολιτικό τοπίο στην ΕΕ, αφού φανεί στην πράξη ποιες χώρες κινούνται προς τον πυρήνα και ποιες προς την περιφέρεια, αν μιλάμε πια για την ΕΕ των ομόκεντρων κύκλων την οποία οραματίζεται εδώ και χρόνια ο Βόφγκανγκ Σόιμπλε.
Δίνουν και παίρνουν οι αναλύσεις για τις αιτίες που οδήγησαν τους Βρετανούς σ αυτή την απόφαση, με τις ευρωπαϊκές ηγεσίες να συμπεριφέρονται αμήχανα και συντηρητικά, σαν να προηγείται η υπεράσπιση ενός μοντέλου που ήδη αποδομήθηκε και πάντως η άρνηση της αποτυχίας ενός συστήματος που διαχειρίστηκε με προβληματικό τρόπο τη μία κρίση μετά την άλλη (οκονομική και προσφυγική).
Η Γερμανία δείχνει να επιμένει στη βραδύτητα των ρυθμών με την οποία κινήθηκε μέχρι τώρα. Με την αυτοπεποίθηση που της δίνει η δύναμη της οικονομίας της δείχνει αποφασισμένη να αντέξει μια πιο εθνοκεντρική ΕΕ αρκεί να μην τεθεί σε αμφιβολία η γερμανική αντίληψη για τη δημοσιονομική πειθαρχία. Επομένως, όπως όλα δείχνουν αυτή τη στιγμή, πάμε σε λιγότερη και περισσότερο γερμανική Ευρώπη.
Και εμείς;
Οι από πεποίθηση αισιόδοξοι και ανέμελοι λένε ότι ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται και ότι εμείς είμαστε μαθημένοι στο ρίσκο και την αβεβαιότητα. Αλλά αυτή είναι μια μάλλον απλοϊκή προσέγγιση. Η αναστάτωση στις αγορές και η απώλεια για την ΕΕ μιας τόσο μεγάλης οικονομίας όσο η βρετανική, που συνεισφέρει στον κοινοτικό προϋπολογισμό, μπορεί να φέρει αύξηση των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται ο ΕΣΜ που μας δανείζει και ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες στην προσπάθεια ανάκαμψης. Αλλά εξίσου σημαντικές είναι οι πολιτικές παρενέργειες και ο ελληνικός τους αντίκτυπος. Μειώνεται ο κύκλος των προθύμων να στηρίξει την ατέρμονη ελληνική διάσωση. Ο Ολάντ χάνει διαρκώς και δεν έχει τίποτα να κερδίσει παίζοντας το ρόλο του καλού μας φίλου. Μήπως θα μας στηρίξει ο Ρέντσι που απειλείται από τον αντιΕυρωπαίο Γκρίλο; Και τι θα σημαίνει για τη στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντί μας η διαρκής ενίσχυση της Εναλλακτικής για τη Γερμανία που θέλει Grexit;
Με την έξοδο της ΕΕ σπάει το ταμπού της αποχώρησης κράτους μέλους από την ΕΕ, πόσο μάλλον από την ευρωζώνη, που πια μπορεί να μη γίνεται το ένα χωρίς το άλλο. Η λογική της ειδικής σχέσης θα καλλιεργείται, οι κυβερνήσεις θα ακούν περισσότερο τη λαϊκή βάση και θα προσηλώνονται ακόμη περισσότερο στις δημοσκοπήσεις, η εθνική περιχαράκωση θα κερδίζει έδαφος έναντι της ενοποίησης και, τελικά, καθένας μόνος του ή σε ομάδες που παίζουν με τους ίδιους κανόνες και τις ίδιες πάνω-κάτω δυνάμεις.
Είναι δύσκολο να δει κανείς ποια είναι, δυνητικά, η δική μας ομάδα, ποιοι από τους εταίρους θα μας δανείζουν στο μέλλον αν δεν καταφέρουμε να βγούμε στις αγορές και πώς θα τα βγάλουμε πέρα με τόσες στρεβλώσεις στη λειτουργία του κράτους, των θεσμών και της οικονομίας.
Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι όπως – όπως θα συρθούμε μέχρι τις γερμανικές εκλογές, κάπως θα κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση το φθινόπωρο, κάτι όχι πολύ δραματικό θα γίνει και με τον κόφτη την άνοιξη και μετά τον Σεπτέμβριο 2017 θα ξανακοιταχτούμε στα μάτια με τους θεσμικούς πιστωτές όχι σε μια αναμέτρηση ποιος θα κλείσει πρώτος τα μάτια, αλλά για να γνωριστούμε από την αρχή. Μας θέλουν, τους θέλουμε, μας αντέχουν, τους αντέχουμε; Η απάντηση είναι ανοιχτή.
Δημοσιεύτηκε στον «Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής»