«Η κυβέρνηση δεν πρέπει να επαναπαυτεί στην ενωσιακή συνδρομή για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Έχει υποχρέωση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, με μέτρα προσαρμοσμένα στην ελληνική οικονομική πραγματικότητα», τονίζει ο πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ, Ανδρέας Λοβέρδος στη συνέντευξή του στη «Μ» και τον Αντώνη Τριφύλλη.
Προσθέτει, μάλιστα, ότι τα σχέδια αυτά, θα πρέπει να είναι εξειδικευμένα ανά οικονομικό κλάδο και τομέα αλλά και κατά γεωγραφική περιοχή της χώρας. «Μόνο με αυτό τον τρόπο θα υπάρξουν ελπίδες ανάταξης», τονίζει
Ο πρ. υπουργός αναφερόμενος στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση που ειταχύνθηκε λόγω της πανδημίας, αναφέρει πως είναι αναγακαίο, οι μαθητές να εξοικειωθούν με τις νέες μεθόδους μάθησης που επιδαψιλεύει η σύγχρονη τεχνολογία. Αλλά δεν αρκεί αυτό. Πρέπει και το διδακτικό προσωπικό να αποκτήσει τις ανάλογες δεξιότητες.
Τέλος, σχετικά με τις προκλήσεις της Τουρκίας σημειώνει πως οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η γειτονική χώρα στο οικονομικό πεδίο θα υποτάσσονται στις φιλοδοξίες της για αναγνώριση πρωταρχικού ρόλου σε γεωπολιτικές επιδιώξεις της ίδιας, οι οποίες εκδηλώνονται τόσο στην ανατολική Μεσόγειο όσο και σε χώρες που επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως στη Συρία και τη Λιβύη.
Προσθέτει, επίσης, πως η Τουρκία εκμεταλλεύεται την αδράνεια που επιφέρει το προεκλογικό έτος στις ΗΠΑ αλλά και από τις οικονομικές και πολιτικές διαιρέσεις στην Ευρώπη.
Ολόκληρη η συνέντευξη
Ποια θεωρείτε ότι θα είναι η εικόνα της οικονομίας της χώρας μας σε συνάρτηση και με την κοινοτική πολιτική αντιμετώπισης της ύφεσης; Ποιοι κλάδοι θα θιγούν περισσότερο; Έχουμε δυνατότητα να πάρουμε ειδικά μέτρα και πέραν της κοινοτικής συνδρομής; Και πως βλέπετε το πολιτικό τοπίο σε βάθος χρόνου;
Θέλω αρχικώς να διατυπώσω μία επισήμανση – επιφύλαξη γιατί η υγειονομική κρίση από τον Covid-19 βρίσκεται σε ύφεση τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες αλλά δεν έχουμε φτάσει στο σημείο της πλήρους και οριστικής αντιμετώπισης της. Κατά συνέπεια, στην παρούσα χρονική συγκυρία, δεν μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή και οριστικά συμπεράσματα για το βαθμό της επίπτωσής της στην οικονομία. Toύτου δοθέντος, η γνώμη μου είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα αλλά με βάση τη διαφαινόμενη οικονομική στήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τον εγγενή δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να υπάρξει δυνατότητα ανάκαμψης. Ειδικά, οταν το προγραμμα που πρότεινε η Επιτροπή της ΕΕ είναι τόσο μεγάλο και φιλόδοξο. Ένα τέτοιο προγραμμα, όμως, προϋποθέτει αποφασιστική και αποτελεσματική κυβερνητική παρέμβαση στη φάση της εφαρμογής. Γιατί, ξέρετε, οι παράγοντες της πραγματικής οικονομίας και της αγοράς το τελευταίο χρονικό διάστημα επισημαίνουν και ορθώς ότι ενώ εξαγγέλλονται και λαμβάνονται κάποια μέτρα η εφαρμογή τους όχι μόνο καθυστερεί αλλά δεν είναι και λειτουργική. Π.χ. ο τραπεζικός κλάδος με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που τάσσουν οι φορείς του δεν έχει μέχρι στιγμής υπάρξει αρωγός των επιχειρήσεων και δη των μικρομεσαίων που αποτελούν τον στυλοβάτη της οικονομίας. Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να επαναπαυτεί στην ενωσιακή συνδρομή. Έχει υποχρέωση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, με μέτρα προσαρμοσμένα στην ελληνική οικονομική πραγματικότητα, τα πολλά προβλήματα όχι απλώς ανά οικονομικό κλάδο και τομέα αλλά και κατά γεωγραφική περιοχή της χώρας. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα υπάρξουν ελπίδες ανάταξης. Έπειδή όμως όλα αυτά μέχρι στιγμής δεν έχουν προγραμματιστεί κι επειδή, όπως αρχικά υπογράμμισα, το υγειονομικό πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί οριστικά, ασφαλείς εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας δεν μπορούν να γίνουν. Επί τη ευκαιρία να υπογραμμίσω, πως δεύτερο lockdown η οικονομία δεν αντέχει. Και εκτιμώ, πλην απολύτως ακραίων καταστάσεων, πως η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αποφύγει την κήρυξή του.
Η θητεία σας ως υπουργός Παιδείας και η ακαδημαϊκή σας ιδιότητα σας οδηγούν σε κάποιες σκέψεις σχετικά με τις αναπόφευκτες αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν στα Ελληνικά ΑΕΙ, δεδομένης και της ψηφιακής ανατροπής που επιτάχυνε ο ιός;
Στην ερώτηση αυτή θα απαντήσω πρώτα με την ιδιότητα του πατέρα τριών παιδιών που επι τρεις μηνες κάνουν τηλεμαθήματα, δεύτερον με την ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου και τρίτον με την ιδιότητα ενός βουλευτή που έχει διατελεσει υπουργός παιδείας. Η άποψή μου, λοιπόν, είναι ότι η τεχνολογία είναι ένας παράγοντας που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ούτε να παροραθεί ούτε να υποβαθμισθεί. Οι μαθητές είναι αναγκαίο εξ απαλών ονύχων να εξοικειωθούν με τις νέες μεθόδους μάθησης που επιδαψιλεύει η σύγχρονη τεχνολογία. Αλλά δεν αρκεί αυτό. Πρέπει και το διδακτικό προσωπικό να αποκτήσει τις ανάλογες δεξιότητες. Οι μεν νεοεισερχόμενοι στον εκπαιδευτικό κλάδο ως προϋπόθεση εισδοχής, οι δε υπηρετούντες διά της επιμορφώσεως. Ασφαλώς και η αυτοπρόσωπη διδακτική διαδικασία είναι αναντικατάστατη, αλλά εξίσου ασφαλώς μπορεί και πρέπει να ενισχυθεί με όλες τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες. Θα είμαι ξεκάθαρος: δεν έχουμε δικαίωμα να χαμηλώσουμε τον πήχη της παιδείας και της μάθησης στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή. Και βεβαίως θα ήταν παράλειψη μου να μην αναφερθώ στην πάγια θέση μου ότι κάθε παροχή δημόσιας υπηρεσίας, και μέσα σε αυτές η Παιδεία καταλαμβάνει εξέχουσα θέση, πρέπει να είναι ελέγξιμη και μετρήσιμη. Αυτό σημαίνει ότι η εξωτερική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών λειτουργών είναι όχι μόνο επιθυμητή, αλλά και επιβεβλημένη.
Είστε Τομεάρχης Εξωτερικών του Κινήματος Αλλαγής. Τι ρόλο εκτιμάτε οτι θα παίξει η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας σε σχέση και με τα σχέδιά της στην γειτονία της με την παρουσία στρατιωτικής δύναμης σε γειτονικές της χώρες;
Η εκτίμηση η δική μου είναι ότι όσο η Τουρκία αντιμετωπίζει προκλήσεις, και αυτό αναμένεται να συνεχιστθεί, τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και στα γεωπολιτικά της σχέδια στην περιοχή, ιδιαιτέρως προς την επιδίωξη της να αναγνωριστεί ως περιφερειακή δύναμη, η πλάστιγγα θα γέρνει διαρκώς ως προς την δεύτερη επιδίωξη. Δηλαδή, εννοώ ότι οι δυσκολίες που αναμφίβολα αντιμετωπίζει στο οικονομικό πεδίο θα υποτάσσονται στις φιλοδοξίες της για αναγνώριση πρωταρχικού ρόλου σε γεωπολιτικές επιδιώξεις της ίδιας, οι οποίες εκδηλώνονται τόσο στην ανατολική Μεσόγειο όσο και σε χώρες που επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως στη Συρία και τη Λιβύη. Οι επιδιώξεις αυτές εκκινούν από πλήρη διαστρέβλωση των σχετικών διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου σε ό,τι αφορά τόσο το Δίκαιο της Θαλάσσης για τις θαλάσσιες ζώνες των επιμέρους χωρών στην περιοχή, όσο και από την πλήρη παραγνώριση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων των χωρών εκείνων, οι οποίες εμπλέκονται καθοιονδήποτε τρόπο στα τουρκικά σχέδια. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στην περίπτωση της Συρίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Λιβύης. Καθ? όσον αφορά την Ελλάδα, η Τουρκία εκμεταλλεύεται συστηματικά την έλλειψη σαφών αντιδράσεων αλλά και αντιβάρων εκ μέρους τόσο του ευρωπαϊκού παράγοντος όσο και των ΗΠΑ στις προαναφερθείσες επιδιώξεις που θίγουν ευθέως ελληνικά εθνικά δικαιώματα και συμφέροντα. Και δεν αναφέρομαι στην έλλειψη φραστικών αντιδράσεων, αλλά στην έλλειψη πρακτικών μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν ή να αποθαρρύνουν τις τουρκικές επιδιώξεις έναντι της Ελλάδας, οι οποίες σαφώς περιλαμβάνουν και το αναθεωρητικό σκέλος των διεθνών συνθηκών (πχ Λωζάνη, Παρίσι) όσο και τις γενικές διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου της Θαλάσσης ιδιαιτέρως ως προς τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα των νήσων. Είναι σίγουρο ότι βρισκόμαστε σε μία μεταβατική περίοδο, η οποία επιτείνεται από την πολιτική αδράνεια που επιφέρει το προεκλογικό έτος στις ΗΠΑ αλλά και από τις οικονομικές και πολιτικές διαιρέσεις στην Ευρώπη. Η αδράνεια αυτή δεν ενεργεί ως ανασχετικός παράγων στις τουρκικές βλέψεις και μεθοδεύσεις έναντι όλων των γειτόνων της αλλά αντιθέτως τις υποθάλπτει και τούτο παρά τις αναμφισβήτητα δύσκολες συνθήκες που διέρχεται η τουρκική οικονομία, οι οποίες δεν προβλέπεται να αλλάξουν σε μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα.