kathimerini.gr
Θα προέτρεπα όποιον δεν παρακολούθησε την κοινοβουλευτική συζήτηση με αντικείμενο το νομοσχέδιο για το προσφυγικό, που ολοκληρώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, να της αφιερώσει λίγο από τον χρόνο του. Το ενδιαφέρον δεν είναι η αντιπαράθεση Μητσοτάκη – Τσίπρα, η οποία δεν ξέφυγε από τα συνήθη όρια ενός ανούσιου καβγά, αλλά το τεράστιο χάσμα που φαίνεται να ανοίγει το προσφυγικό ζήτημα μεταξύ του πρωθυπουργού και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του. Η ομιλία του πρωθυπουργού απείχε έτη φωτός από τις αντίστοιχες των βουλευτών του, ιδίως εκείνων που εκλέγονται σε Περιφέρειες όπου ενδέχεται να μεταφερθούν πρόσφυγες. Μολονότι μιλούσαν από το βήμα της εθνικής αντιπροσωπείας, οι βουλευτές αυτοί δεν απευθύνονταν στους συναδέλφους τους ούτε τους ενδιέφερε ιδιαίτερα η ευρύτερη κοινή γνώμη της χώρας. Η φοβική ρητορεία τους στόχευε κατευθείαν τον τοπικό ψηφοφόρο. Η κυβέρνηση εισπράττει σήμερα τα επίχειρα της απερίσκεπτης αντιπολίτευσης στο προσφυγικό που άσκησε τα τελευταία χρόνια η Νέα Δημοκρατία.
Το ίδιο συμβαίνει, από την ανάποδη όμως, με τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά την τετραετή οδυνηρή κυβερνητική εμπειρία στη διαχείριση του προσφυγικού, όπου κατά γενική ομολογία απέτυχε. Ο ακτιβιστικός μαξιμαλισμός του 2014 έχει πλέον εξαερωθεί. Λογικό, αφού, μεταξύ πολλών άλλων, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε κι αυτός αντιμέτωπος με τη δύσκολη πραγματικότητα της διακυβέρνησης. Η προηγούμενη κυβέρνηση κληροδότησε στη σημερινή πάνω από 70.000 εκκρεμείς αιτήσεις ασύλου στον α΄ βαθμό, μια χαοτική κατάσταση στα νησιά υποδοχής, αδιευκρίνιστο αριθμό αιτούντων άσυλο στην ηπειρωτική Ελλάδα κ.λπ. Παρά ταύτα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμη πλήρως συνειδητοποιήσει ότι το προσφυγικό ζήτημα θέτει διλήμματα πρωτίστως πολιτικά και διαχειριστικά και δευτερευόντως ιδεολογικά.
Επειδή ο νέος νόμος, σε κάποια σημεία, πράγματι προσκρούει στις Οδηγίες της Ε.Ε. που ενσωματώνει, μια αντιπολίτευση που υπερασπίζεται τα δικαιώματα του ανθρώπου είχε το καθήκον να εκφράσει τη διαφωνία της καταψηφίζοντας τις αντίστοιχες διατάξεις, όπως έπραξε το Κίνημα Αλλαγής. Κατά τα λοιπά, όμως, το Κίνημα Αλλαγής έδωσε θετική ψήφο επί της αρχής του νομοσχεδίου, το οποίο σε γενικές γραμμές σέβεται το κοινοτικό κεκτημένο, έστω και αν στα επιμέρους στάδια της διοικητικής διαδικασίας ο νομοθέτης υιοθετεί το κατώτατο ανεκτό επίπεδο προστασίας.
Η στροφή του νομοθέτη προς ένα αυστηρότερο νομοθετικό πλαίσιο δεν καθιστά άνευ ετέρου τον νόμο ασύμβατο με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, ούτε βεβαίως με τη σχεδόν πάνδημη συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος στο θέμα του προσφυγικού, για την οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η τετραετής διαχείριση της προηγούμενης κυβέρνησης, που άφησε το έδαφος ελεύθερο στον αντιπολιτευτικό μαξιμαλισμό της Νέας Δημοκρατίας.
Η μέθοδος, πάντως, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιλέγει σήμερα είναι η υπέρμετρη ρύθμιση της διαδικασίας σε όλα τα στάδια και βεβαίως παντού επί το αυστηρότερον. Θα τα καταφέρει;
Ο νέος νόμος φιλοδοξεί να επιτύχει πολλούς στόχους ταυτοχρόνως: να επιταχύνει τις διαδικασίες, να αυξήσει κατακόρυφα τις επιστροφές στην Τουρκία και τις μεταφορές στην ηπειρωτική χώρα, να κρατούνται υπό περιορισμό και στη συνέχεια να απελαύνονται οι παράτυποι μετανάστες, να μειωθούν οι ροές από την Τουρκία κ.λπ. Προκειμένου να επιτύχει όλα αυτά, ο νομοθέτης εισάγει ένα πολυεπίπεδο πλαίσιο διαδικασιών και κατηγοριοποιήσεων που η εφαρμογή του απαιτεί εξαιρετικά οργανωμένη διοικητική υποδομή, πολυάνθρωπο και υψηλής κατάρτισης έμψυχο δυναμικό καθώς και χώρους κράτησης κατανεμημένους στην επικράτεια, προκειμένου να αποσυμφορηθούν τα νησιά.
Ομως, η επιτάχυνση της διαδικασίας, η λεπτομερής τυποποίηση κάθε φάσης, η υποχρέωση αυτοπρόσωπης παρουσίας των ενδιαφερομένων και πλήθος άλλων διαδικαστικών απαιτήσεων, διαμορφώνουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο, στο οποίο ο αιτών άσυλο κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να εκπέσει της διαδικασίας, υπαγόμενος πλέον στο καθεστώς του παράτυπου μετανάστη. Ενώ δηλαδή στο επίπεδο των μεμονωμένων διατάξεων δεν εντοπίζονται σοβαρά προβλήματα εναρμόνισης με το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο, ο νέος νόμος ως ενιαίο πλέγμα διατάξεων δυσχεραίνει υπέρμετρα, σχεδόν σε κάθε φάση της διαδικασίας, την απονομή καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Εάν, όμως, εκπέσει της διαδικασίας μεγάλος αριθμός αιτούντων διεθνή προστασία και, παράλληλα, οι εισροές ανθρώπων συνεχίσουν να είναι περισσότερες από τις εκροές, ανακύπτουν πολλά ερωτήματα: Πόσοι και ποιας εθνικότητας άνθρωποι θα επιστραφούν στην Τουρκία; Πόσοι παράτυποι μετανάστες (π.χ. Πακιστανοί και Μπανγκλαντεσιανοί) θα απελαθούν, όταν γνωρίζουμε ότι ελάχιστοι γίνονται δεκτοί πίσω στις πατρίδες τους; Πόσους χώρους κράτησης θα δημιουργήσουμε και πώς θα πείσουμε τις τοπικές κοινωνίες να συγκατατεθούν; Θα μετατρέψουμε και πάλι τα αστυνομικά κρατητήρια σε χώρους παρατεταμένης κράτησης; Θα δεχθούμε να υποστεί και άλλες καταδίκες η χώρα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση αλλοδαπών; Τί θα κάνουμε με τις πάνω από 70.000 εκκρεμείς αιτήσεις στον α΄ βαθμό;
Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, δεν διαγράφεται στο εγγύς μέλλον κάποιου είδους «λύση» στο προσφυγικό/μεταναστευτικό. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να εκπονήσει ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα που θα προβλέπει τρία εναλλακτικά σενάρια: ένα «εφιαλτικό», που θα βασίζεται στην εμπειρία του θέρους 2015, ένα ενδιάμεσο που θα προβλέπει αριθμούς αφίξεων παραπλήσιους με αυτούς των τελευταίων εβδομάδων και ένα τρίτο, που είναι και το ευκταίο, όπου οι αριθμοί των αφίξεων θα είναι αισθητά μειωμένοι, περίπου αυτοί των ετών 2017 και 2018. Συγχρόνως, πρέπει να επιδιωχθεί μια συμφωνία με την Κεντρική Ενωση Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ), προκειμένου οι δήμοι να επωμιστούν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί, όπως π.χ. ο Δήμος Αθηναίων, ο οποίος από το 2015 συμμετέχει ενεργά στα προγράμματα στέγασης και κοινωνικής ένταξης των προσφύγων. Δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να διεκδικεί την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων εταίρων της στο εξωτερικό και να υπάρχουν βουλευτές και τοπικοί άρχοντες στο εσωτερικό της χώρας, οι οποίοι αρνούνται να συμμετάσχουν στο μεγάλο εθνικό εγχείρημα πατριωτικής αλληλεγγύης που θέτει ενώπιον όλων μας το προσφυγικό.