O Μάριο Ντράγκι το παραδέχεται, το ποδόσφαιρο δεν είναι το φόρτε του. Πρέπει να του εξηγήσει ο βετεράνος δημοσιογράφος της «Ρεπούμπλικα» το σύστημα που έφερε την Ισπανία στην κορυφή του παγκόσμιου ποδοσφαίρου: δύο πεντάδες που κινούνται ταυτόχρονα, σαν μια καλοκουρδισμένη στρατιωτική μηχανή. Ολοι στην επίθεση, όλοι στην άμυνα, με απόλυτη συνεργασία μεταξύ των παικτών. Ετσι αντιμετωπίστηκε νικηφόρα η αλαζονική Γερμανία, έτσι εξουδετερώθηκε στον τελικό του Euro ο Σούπερ Μάριο της Εθνικής Ιταλίας (ένας χαρακτηρισμός που ξαφνιάζει τον διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος νόμιζε μέχρι τώρα ότι μόνο ο ίδιος και ο ιταλός Πρωθυπουργός αποκαλούνται έτσι). Η επιτυχημένη αυτή τακτική δεν βρίσκει όμως δυστυχώς μιμητές στην πολιτική τάξη, η οποία είναι άτολμη και αναποφασιστική. Κατά συνέπεια, καταλήγει ο Ντράγκι εμφανώς σοφότερος μετά την ποδοσφαιρική του ενημέρωση, οι Ισπανοί κινδυνεύουν να έχουν την τύχη του Μπαλοτέλι: να κλαίνε γονατιστοί στο τερέν.
Με το ποδόσφαιρο δεν έχει καλές σχέσεις ούτε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αντίθετα από την προϊσταμένη του. Γνωρίζει όμως ότι εκεί κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει. Κάποιος δακρύζει από χαρά και κάποιος από θλίψη. Δεν συμβαίνει το ίδιο με την Ευρώπη, λέει ο γερμανός υπουργός Οικονομικών σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε χθες στην «Ελ Παΐς». «Εδώ, ή όλοι μαζί κερδίζουμε ή όλοι μαζί χάνουμε».
Στην πραγματικότητα, όλα είναι θέμα προπονητή – και λίγο τύχης. Ο Βιθέντε ντελ Μπόσκε, γνωρίζοντας ότι δεν έχει στη διάθεσή του έναν Μέσι (αφού ο καλύτερος παίκτης του κόσμου είναι Αργεντινός), δίδαξε στους ποδοσφαιριστές του το ομαδικό πνεύμα. Τους τοποθέτησε στις κατάλληλες θέσεις αξιοποιώντας τις δυνατότητες του καθενός, τους εμφύσησε πίστη στον κοινό στόχο και έφτασε στο θρίαμβο. Η Ευρώπη δεν είχε ποτέ προπονητή. Τους κοινούς κανόνες τούς φοβόταν. Τον κοινό στόχο δεν τον γνώριζε καλά. Και έτσι η συνεργασία ανάμεσα στους ισχυρούς και τους αδύνατους, τους πειθαρχημένους και τους χαλαρούς, τους Βόρειους και τους Νότιους, δεν λειτούργησε ποτέ. Ο καθένας κοίταζε το συμφέρον του. Και όταν ο πιο ισχυρός παίκτης πήγε να βάλει μια τάξη, τη δική του τάξη, ήταν πια αργά.
Ψέματα, έχουμε ακόμη μία ευκαιρία. Αρκεί η ομάδα να μην κάνει αλλαγή, γιατί το ποιος σέρνεται περισσότερο είναι φανερό.