Ενώ η πραγματικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο γίνεται όλο και πιο σύνθετη και οι εξελίξεις χαρακτηρίζονται από μεγάλη ταχύτητα με την παρεμβολή και αξιοποίηση της τεχνολογίας, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται συνθήκες ανατροπών, μεγάλης ρευστότητας και υψηλής διακινδύνευσης, οι οποίες πολιτικά ακόμη δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμες χωρίς μακροπρόθεσμο στρατηγικό και πολιτικό σχεδιασμό, στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα ακροβατεί σε κενό πολιτικής και ευθύνης για την πορεία της κοινωνίας στο μέλλον.
Είναι κοινός τόπος η ανυπαρξία ολοκληρωμένου και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού όχι μόνο για το μέλλον αλλά ακόμη και για την αντιμετώπιση των αρνητικών παθογενειών της κοινωνίας, οι οποίες διαπερνούν και το πολιτικό σύστημα και αν δεν αντιμετωπισθούν άμεσα, δεν θα μπορέσει να οικοδομηθεί ένα μέλλον με προοπτική.
Έγινε συζήτηση στη Βουλή, υποτίθεται, για την διαφθορά και την διαπλοκή. Κανένα κόμμα δεν ανέλυσε σε βάθος αυτές τις οδυνηρές παθογένειες, οι οποίες δεν επιτρέπουν να αναπτυχθεί μια θετική κοινωνική δυναμική, ούτε κατέθεσε μια ολοκληρωμένη και με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης πρόταση για την απαλλαγή από αυτές.
Απλά αντάλλαξαν ύβρεις και αρνητικούς χαρακτηρισμούς σε υψηλούς τόνους. Το περιεχόμενο τους εξαρτάται από τον ρόλο των κομμάτων (κυβέρνηση ή αντιπολίτευση) και την διάθεση υποτίμησης του αντιπάλου. Γι’ αυτό και δεν έχει ενδιαφέρον, ποιό πρόσωπο ή κόμμα κάνει τους χαρακτηρισμούς.
Για παράδειγμα, «η ταυτότητα σας γράφει, ότι είσαστε ο πιο ψεύτης, ο πιο ανίκανος και πιο αποτυχημένος πρωθυπουργός. Το ληξιαρχείο της ιστορίας θα γράφει, ότι είσαστε και ο πιο νέος τέως πρωθυπουργός» και η απάντηση «φέρατε ως κοινός συκοφάντης την υπόθεση Φλαμπουράρη, Σταθάκη. Και οι δύο αθωώθηκαν στην επιτροπή της Βουλής με σύμφωνη γνώμη της Ν.Δ. Αλλά το επαναφέρετε για να ρίξετε λάσπη στον ανεμιστήρα». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και τα υπόλοιπα κόμματα.
Η εκτός ημερήσιας διάταξης συζήτηση στη Βουλή ολοκληρώθηκε και όλοι έμειναν ικανοποιημένοι από τις λεκτικές «τσαχπινιές» και «μαγκιές» των ηγετών των κομμάτων.
Μόνο που τόσο η διαφθορά όσο και η διαπλοκή συνεχίζουν να κρατούν την κοινωνία δέσμια των παθογενειών της. Κανένα κόμμα δεν είναι σε θέση να διερευνήσει και να αναλύσει το μεγάλο πρόβλημα της διαφθοράς, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται μόνο με νόμους, αλλά προϋποθέτει βαθιές τομές, που θα δυσαρεστήσουν την κοινωνία. Η διαφθορά αποτελεί δομικό στοιχείο της λειτουργίας των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων και αξιοποιείται ως μέσο παροχής ευκαιριών από τους πολίτες.
Χρειάζεται μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και επίπονη προσπάθεια από όλους. Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπισθούν «σε μια νύχτα» ούτε το φακελάκι, ούτε το πελατειακό σύστημα, ούτε και η φοροδιαφυγή. Πολύ περισσότερο δεν αντιμετωπίζονται, όταν στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού διαλόγου το ένα κόμμα χρεώνει στο άλλο την διαφθορά για την αποκόμιση εκλογικού οφέλους.
Ουδείς ασχολείται με τον σχεδιασμό πολιτικών, οι οποίες θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της χώρας σε συνθήκες μεγάλης ρευστότητας και διακινδύνευσης, οι οποίες ήδη κυριαρχούν στην πραγματικότητα σε πλανητικό επίπεδο και προκαλούν μεγάλες ανατροπές στις κοινωνίες, ανεξαρτήτως εάν ανήκουν στις ανεπτυγμένες, στις αναπτυσσόμενες ή στις χώρες με δυναμικά ανερχόμενες οικονομίες.
Για παράδειγμα στην Κίνα, η οποία ανήκει στις δυναμικά ανερχόμενες οικονομίες, το 1980 το ποσοστό του πληθυσμού, που ζούσε σε συνθήκες φτώχειας (με λιγότερα από 1,90 δολλάρια την ημέρα), ήταν 84%, ενώ σήμερα (2016) έχει μειωθεί στο 10% περίπου. Αυτό σημαίνει, ότι 700 εκατομ. Κινέζοι υπερέβησαν τα όρια της φτώχειας. Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις θα έχει μηδενισθεί στο τέλος της 10ετίας.
Στο πλαίσιο του Poverty and Human Development Initiative του Oxford University, που γίνεται κάθε χρόνο και αφορά στις συνθήκες ζωής σε παγκόσμιο επίπεδο, στην Αφρική το 56% του πληθυσμού (544 εκατομ. άνθρωποι) ζει σε συνθήκες φτώχειας. Όμως σε 30 από τις 35 χώρες, στις οποίες έγινε η έρευνα, παρατηρείται ελαφρά μείωση της φτώχειας. Βέβαια οικονομικά αυτές οι χώρες δεν οδηγούνται σε έξοδο από την υπανάπτυξη, διότι τα κεφάλαια, που επενδύονται, επανεξάγονται, χωρίς να επωφελούνται οι τοπικές κοινωνίες.
Στις ανεπτυγμένες χώρες, σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Παγκόσμιας Τράπεζας Branko Milanovic και Christoph Lakner, η θέση των κοινωνικά αδύναμων χειροτερεύει και αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες.
Πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι πολλές ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαιτέρως η Ελλάδα, στην οποία σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 2015 το 35,7% του πληθυσμού (3,8 εκατομ. άνθρωποι) ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, ενώ το 2008 το ποσοστό ήταν 28,8%.
Κοινός παρονομαστής σε αυτές τις εξελίξεις είναι τα ελεύθερα διακινούμενα και επενδυόμενα κεφάλαια, τα οποία δεν συμβάλλουν στην προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της βελτίωσης της ποιότητας ζωής, αλλά στην αύξηση της κερδοσκοπίας.
Είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη να διαμορφωθούν οι θεσμικές προϋποθέσεις από την παγκόσμια κοινότητα, ώστε να παίξει η πολιτική τον ρυθμιστικό ρόλο, που της αναλογεί, σε πλανητικό επίπεδο και να καταπολεμήσει αυτά τα φαινόμενα. Το θέμα είναι, εάν το πολιτικό σύστημα θα πραγματώνει το κοινωνικό συμφέρον και όχι το συστημικό, που στοχεύει μόνο στην διασφάλιση της αναπαραγωγής του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Και ενώ αυτά συμβαίνουν σε παγκόσμιο επίπεδο, το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα με εσωστρεφή λογική ηθικολογίας και μάλιστα υποκριτικού χαρακτήρα, ασχολείται με την αλληλοχρέωση της διαφθοράς. Ρεαλιστική και όχι ιδεοληπτική απάντηση σε σχέση με την αντιμετώπιση των προβλημάτων, τα οποία πλήττουν την χώρα με την φτωχοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, δεν καταθέτει.
Προτιμά να καλλιεργεί φαντασιώσεις για το μέλλον, χωρίς να λαμβάνει υπόψη, ότι οι κοινωνικές ανισότητες και η χειροτέρευση της θέσης των αδύναμων κοινωνικών ομάδων έχουν πλέον συστημικά αίτια.
Και οι ανατροπές πλανητικών διαστάσεων συνεχώς πληθαίνουν. Μέχρι το 2100 το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει σε πόλεις. Σύμφωνα με τα πληθυσμιακά στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αυτό το ποσοστό μεταφράζεται σε 7 δισεκατ. ανθρώπους.
Συμπληρωματικά δε επισημαίνεται, ότι τώρα το 70% των αερίων, που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη, εκπέμπονται στις μεγαλουπόλεις.
Αναρωτιέται κανείς, εάν το πολιτικό σύστημα προβληματίζεται για τις επιπτώσεις στο σχεδιασμό των πόλεων του μέλλοντος και στη ζωή των πολιτών στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης, από τον οικονομικό και τον εργασιακό μέχρι τον ελεύθερο χρόνο.
Ποιά θα είναι τελικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των πολιτών σε βάθος χρόνου; Δεν προκύπτουν ως «από μηχανής θεός», αλλά προδιαγράφονται από τις επιλογές του παρόντος.
Η ευθύνη αυτών, κομμάτων και προσώπων, που φιλοδοξούν να διαχειρισθούν την κυβερνητική εξουσία, είναι μεγάλη. Οι ανατροπές στην μελλοντική παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα είναι και μεγάλες και δύσκολα διαχειρίσιμες, διότι υπερβαίνουν τα εθνικά και ευρωπαϊκά όρια.
Αν συνυπολογισθούν οι ανατροπές, που προκαλούνται από την κινητικότητα στον εργασιακό τομέα και την μονοδιάστατη πολιτισμική πραγματικότητα με κυρίαρχα καταναλωτικά χαρακτηριστικά (ο πολιτισμικός πλουραλισμός σταδιακά χάνεται), τότε το μέλλον θα είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό, που βιώνει στην καθημερινότητα του ο σημερινός πολίτης.
Κάθε νέα γενιά, που έρχεται, θα κάνει ένα βήμα μεγαλύτερης αλλοτρίωσης από τον τρόπο ζωής της προηγούμενης.
Γι’ αυτό η μετάβαση στο μέλλον θα πρέπει να βασίζεται σε ολοκληρωμένο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, για να αντιμετωπισθεί η μεγάλη ρευστότητα στη δυναμική της εξέλιξης, η οποία εμπεριέχει πολλούς κινδύνους και να διασφαλισθεί η συνέχεια και η συνοχή της κοινωνίας.
Για να μπορέσει το πολιτικό σύστημα να διαχειρισθεί τις ανατροπές, οι οποίες συντελούνται στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, όπως πραγματοποιείται τώρα και την μεγάλη ταχύτητα με την οποία αλλάζει η πραγματικότητα και γίνεται πιο πολύπλοκη, πρέπει να μεταρρυθμίσει τον εαυτό του.
Η πολιτική δεν μπορεί να εξαντλεί τα όρια της στην κατάθεση και συρραφή ιδεών προσώπων με φιλοδοξίες διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας, οι οποίες μάλιστα έχουν ιδεοληπτικό χαρακτήρα ή χρονική έκταση το πολύ μια τετραετία, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα.
Τα σύγχρονα προβλήματα διαμορφώνουν το πλαίσιο της εξέλιξης σε βάθος χρόνου. Γι’ αυτό πρέπει να είναι ανάλογος και ο προγραμματισμός των κομμάτων, ανεξάρτητα από το εάν διαχειρίζονται κυβερνητική εξουσία ή κινούνται στο χώρο της αντιπολίτευσης.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι επιπτώσεις του σύγχρονου μοντέλου ανάπτυξης και οικονομικής δραστηριοποίησης στο περιβάλλον και στις συνθήκες ζωής του μέλλοντος.
Με τα χαρακτηριστικά, που έχει σήμερα, στο τέλος της εκατονταετίας, που διανύουμε, η θερμοκρασία θα σημειώσει άνοδο κατά 4 βαθμούς Κελσίου. Μπορούμε να φαντασθούμε τις επιπτώσεις στη ζωή των μελλοντικών γενεών.
Με αυτά τα δεδομένα η πορεία της κοινωνίας προς το μέλλον δεν προδιαγράφεται ευοίωνη με τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος.
Άμεσα πρέπει να αποστασιοποιηθεί από τις παθογένειες του και να επαναπροσδιορίσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, από τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων μέχρι τις προϋποθέσεις, που είναι αναγκαίο να πληρούνται, για να σχεδιάσει την δυναμική της εξέλιξης μακροπρόθεσμα.
Πάνω από όλα όμως πρέπει να καταλάβουν κόμματα και πολιτικά πρόσωπα, ότι στο επίπεδο λήψης αποφάσεων, που δεσμεύουν το μέλλον, είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη να εκφράζουν την κοινωνική πλειοψηφία και όχι αυτήν, που διαμορφώνει το εκλογικό σύστημα. Γι’ αυτό πρέπει να μάθουν να διαλέγονται ουσιαστικά.
Αυτό θα βοηθήσει να αποκτήσει περιεχόμενο και το δημοκρατικό πολίτευμα και να μην λειτουργεί ως τυπική διαδικασία ανάδειξης διαχειριστών εξουσίας.
Βασική προϋπόθεση επίσης για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του μέλλοντος το πολιτικό σύστημα είναι να υπερβεί τον εσωστρεφή μικρόκοσμο, στον οποίο κινείται τώρα και να κατανοήσει, ότι η πολιτική δεν οριοθετείται πλέον από τα εθνικά όρια μιας χώρας.
Ειδάλλως οι επιπτώσεις από τις ανατροπές, οι οποίες συντελούνται στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, θα είναι καταστροφικές.