Ανατρέχοντας στο Θουκυδίδη;

Δημήτρης Καλουδιώτης 28 Ιουν 2016

Η επιλογή των Βρετανών πολιτών, οριακή με όρους δημοψηφίσματος, είχε προαγγελθεί, παρά τα περί του αντιθέτου που όλους μας βόλευαν. (Στο σημείωμα που ακολουθεί προσπαθώ ανάμεσα σε τόσα άλλα να προσθέσω μια διαφορετική  ίσως ματιά).

Η Μεγάλη Βρετανία(ΜΒ) από τις αρχές της δεκαετίας του 60  θεωρούνταν, αν και νικητής του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ότι έμενε πίσω από την υπόλοιπη Ευρώπη. » Ήδη από το 1958 η δυτικογερμανική οικονομία ήταν μεγαλύτερη από εκείνη της Βρετανίας. Στα μάτια πολλών παρατηρητών το Ηνωμένο Βασίλειο γινόταν ο ασθενής της Ευρώπης» Tony Judt: Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ» Εκδόσεις Καθημερινή- Αλεξάνδρεια, Τόμος ΙΙ σελ178.       Εξ αυτού του λόγου και πολλών άλλων (προνομιακή σχέση με ΗΠΑ,  αυτοκρατορικό παρελθόν,  νησιωτικότητα κλπ)  η Μ.Β.  ποτέ δεν αποδέχθηκε ως οριστική την ένταξή της στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Στην εξελιξή της η  Ευρωπαϊκή Ένωση(ΕΕ) είχε τα στοιχεία οικοδόμησης μιας μεταεθνικής πραγματικότητας την οποία  ηγετικοί κύκλοι της  Βρετανίας δεν συμμεριζόταν. Μετά όμως και την εκ των πραγμάτων αναγκαστική αποδοχή των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ η θέση της ενισχύθηκε (παλαιά και νέα Ευρώπη ).

Έκτοτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώθηκε μια διαρκής «ένταση» ανάμεσα σε δυο ιστορικά διαφορετικές προοπτικές. Στην «μεταεθνική» των παλαιών χωρών της και την εθνική ισχυροποίηση των νέων χωρών, και της ΜΒ.  Η ένταση αυτή, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης,  βαθμιαία  έγειρε την πλάστιγγα συνολικά υπέρ μιας «εθνικής νοσταλγίας» με διάφορες εκφάνσεις. Στο Νότο για παράδειγμα εκφράστηκε  ως αντίθεση Βορρά –Νότου με δυνάμεις περισσότερο της λαϊκιστικής Αριστεράς. Στις χώρες του Βορρά (παλιές και νέες ,πλούσιες και φτωχές) με την άνοδο της λαϊκιστικής και  εθνικιστικής Δεξιάς.  Αυτή η ένταση, με υπόβαθρο την οικονομική κρίση, πήρε τα χαρακτηριστικά διαμάχης όλων με όλους την τελευταία πενταετία. Για πολλούς συντηρητικούς λαϊκιστές στη Βρετανία η κατάσταση αυτή θεωρήθηκε ως ιστορική ευκαιρία. Και ο «καλύτερος» τρόπος για να εκφραστεί ήταν το δημοψήφισμα. Ένα εργαλείο που αναδεικνύει απλοϊκές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα. Και οι κάθε λογής λαϊκιστές το χρησιμοποιούν. Απλά δεν μπορούν να διαχειριστούν τα αποτελέσματα…

Φυσικά από μόνο του αυτό το εργαλείο αλλά και η υπάρχουσα ένταση σε ένα πολύπλοκο οικοδόμημα όπως η ΕΕ δεν θα μπορούσε να πυροδοτηθεί αν δεν διαμορφωνόταν το κατάλληλο  κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό υπόβαθρο.

Η «ένδοξη πεντηκονταετία» της ΕΕ  μετέτρεψε, σύμφωνα με τον Antoni Ginttens, τις κοινωνίες της ΕΕ σε κοινωνίες παροχής υπηρεσιών σε ποσοστό πάνω από 70%. Το γεγονός αυτό «παρασιτοποίησε» σημαντικά τμήματα τους, όπως τους απλούς εργαζόμενους στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Αν προσθέσουμε και τη δημογραφική  καθίζηση μετατράπηκαν σε κοινωνίες ηλικιωμένων οι οποίοι απέχουν ή και δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και τις εν γένει καινοτομίες. Σ αυτό το περιβάλλον άγνοιας και ανασφάλειας ενεργοποιείται από διάφορες τυχοδιωκτικές ελίτ το οπλοστάσιο του (ζοφερού) παρελθόντος το οποίο παρουσιάζεται ως νέα διέξοδος.

Γιατί η άλλη μισή είναι η Ευρώπη  της νέας γενιάς που παρακολουθεί και συμμετέχει στις διευρωπαϊκές δραστηριότητες, είναι η Ευρώπη που έχει φτάσει στον κολοφώνα της δημοκρατικής και πνευματικής της εξέλιξης  ενώ ο υπόλοιπος κόσμος γύρο της επιστρέφει σε μεσαίωνες. Μεσαίωνες που βέβαια επηρεάζουν και τη δική μας αυτοπεποίθηση.

Εν κατακλείδι έχει επικρατήσει στην Ευρώπη ένας κοινωνικός διχασμός που ενισχύει την νοσταλγία επιστροφής στις ρίζες… Το γεγονός αυτό κάνει πολλούς από μας να φοβόμαστε ότι υπάρχει ο κίνδυνος  επανάληψης σκοτεινών δεκαετιών. Το όργιο χουλιγκανισμού  αυτές τις μέρες περί το ποδόσφαιρο στην Γαλλία είναι μάρτυρας μιας σκοτεινής πλευράς της μεγάλης κοινωνικής εικόνας της Ηπείρου μας. Η αδυναμία επίσης ευρωπαϊκής αντιμετώπισης του μεταναστευτικού και πολλά άλλα.

Ο πρώην πρωθυπουργός της ΜΒ Gordon  Brown εδώ και μια δεκαετία είχε προειδοποιήσει ότι η Ευρώπη θα χάνει τεράστια ποσοστά συμμετοχής στο παγκόσμιο οικονομικό εισόδημα λόγω της καθυστέρησής της στις καινοτομίες και τον ανταγωνισμό αλλά και στην μη προώθηση  ευρωπαϊκών συνεργειών (και της ανάδυσης βέβαια  του τρίτου κόσμου στο προσκήνιο). Επέμενε ότι σε επίπεδο Ευρώπης μόνο μπορούν να αντιμετωπιστεί η μεγάλη κλίμακα της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η απώλεια αλλά και η μη προώθηση συνεργειών είναι η πραγματικότητα του σήμερα.

Η κοινωνική πραγματικότητα της ΕΕ συνεπικουρούμενη από δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι  πολιτικές κυρίως ελίτ, υπό την πίεση του λαϊκισμού, ώστε να πάρουν ριζικές μεταρρυθμιστικές αποφάσεις επηρεάζει ακόμα περισσότερο την οικονομική πραγματικότητα η οποία με την σειρά της ενισχύει το σπιράλ του λαϊκισμού και του εθνικισμού

Η «ασταθής  ευημερία» των τελευταίων χρόνων ενισχύει το υπόβαθρο ανασφάλειας. Έστω και αν η ευημερία αυτή  ακόμα αντέχει και μάλιστα σε σύγκριση  με τις περιβάλλουσες κοινωνίες αλλά δεν υπάρχει πια η διαρκής σιγουριά ενός καλλίτερου μέλλοντος όπως έχουμε μάθει. Ακριβώς στην έλλειψη αντοχής των κοινωνιών μας στις δυσκολίες (μετά μακρά περίοδο απρόσκοπτης ευημερίας) στηρίζονται οι κάθε λογής  δημαγωγοί υποσχόμενοι παραδείσους, χωρίς προσπάθεια.

Ψυχολογικές ερμηνείες θα ισχυριστεί ο πολίτης των υπόλοιπων χωρών του πλανήτη. Όπως «ψυχολογική» είναι και η ερμηνεία του καθεστωτισμού που διατρέχει όλες τις πλευρές της πολιτικής οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Ευρώπης (αλλά και του αναπτυγμένου κόσμου στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και στην Αυστραλιανή Ήπειρο). Γιατί ακριβώς στις κοινωνίες μακράς ευημερίας και σταθερότητας συνήθως  επικρατούν οι μεγάλες ηλικίες οι οποίες «εμπλέκονται» και μάλιστα  σε όλες τις δομές τους. Από τις πολιτικές, διοικητικές  και επιχειρηματικές  ηγεσίες ως την «γραφειοκρατία» των Βρυξελλών. Και υπάρχει μάλιστα το παράδοξο. Ενώ οι νέοι είναι μειοψηφία, λόγω δημογραφικού, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν μπορούν να τους ενσωματώσουν. Απέναντι σ αυτό τον καθεστωτισμό, πολύ χειρότερου φυράματος είναι οι δήθεν αντικαθεστωτικοί του εθνικολαϊκισμού και δεν αναφέρομαι μόνο στη χώρα μας.

Το συμπέρασμα δεν είναι εύκολο. Η κοινωνική οικονομική και  πολιτική πραγματικότητα στον Ευρωπαϊκό χώρο απαιτεί γρήγορη αναδόμηση. Ο κίνδυνος της παράδοσης   ενός λαμπρού ιστορικού οικοδομήματος στο χάος του εθνικολαϊκισμού είναι υπαρκτός. Η εκκίνηση μπορεί και πάλι να ξεκινήσει από την οικονομία. Μπορεί ίσως τώρα να ανοίξει και  ο δρόμος της μεταεθνικής ολοκλήρωσης( βήματα  ομοσπονδιοποίησης) τον οποίο αφήσαμε πίσω, με την «διακρατικού» τύπου διακυβέρνηση (Βερολίνου Παρισιού κλπ).

Χρειάζονται άμεσα αποφάσεις που θα επανεισαγάγουν τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς στην παραγωγική διαδικασία, με έμφαση στην νέα γενιά, με τους σύγχρονους όρους της παγκοσμιοποίησης, καινοτομίες και ανταγωνιστικότητα. Αλλά  και σοβαρά βήματα αναμόρφωσης  των πολιτικών και διοικητικών θεσμών  μπορούν να ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση. Κι αυτές οι αποφάσεις μπορεί και πρέπει να παρθούν από τις «κατεστημένες» πολιτικές δυνάμεις και ηγεσίες στο Βερολίνο , στο Παρίσι , στη Ρώμη, στη Μαδρίτη και γιατί όχι στο Λονδίνο το οποίο ίσως πήρε ένα μάθημα ως χώρα.

Τα χρόνια που έρχονται είναι κρίσιμα. Η  ανάγνωση του Θουκυδίδη είναι ένα χρήσιμο βοήθημα για  όσους καλούνται να πάρουν αποφάσεις.  Τουλάχιστον η Γερμανική ηγεσία τον γνωρίζει, ελπίζουμε.