Ανατομία μιας ιστορικής πολιτικής ανατροπής

Γιάννης Μαυρής 23 Φεβ 2015

Είναι προφανές ότι τις τελευταίες τρεις εβδομάδες έχει συντελεστεί στη χώρα ριζική ανατροπή του πολιτικού κλίματος. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου έχει προκαλέσει μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα πολιτική και κοινωνική συσπείρωση γύρω από τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Όλοι ανεξαιρέτως οι δείκτες του Πολιτικού Βαρόμετρου καταγράφουν ποσοστά που συνιστούν νέα ιστορικά μέγιστα.

Πλήρης ανατροπή του πολιτικού κλίματος

Η κατεύθυνση της χώρας (ο σημαντικότερος δείκτης του γενικού πολιτικού κλίματος) καταγράφει ποσοστό θετικών εκτιμήσεων 64% (που αποτελεί ιστορικό μέγιστο τουλάχιστον της εικοσαετίας), σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη των εκλογών μέτρηση +43%. Η «κοινωνική ευφορία» που δημιουργήθηκε σήμερα υπερβαίνει πολύ την αντίστοιχη που επικρατούσε στη χώρα, κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, το καλοκαίρι του 2004 (ο σχετικός δείκτης είχε καταγράψει τότε ποσοστά που δεν ξεπέρασαν ποτέ το 45% – 47%).

Το αίσθημα ελπίδας και αισιοδοξίας, ως προς τη σημερινή κατάσταση της χώρας, τριπλασιάστηκε και από μόλις 10% τον Ιανουάριο εκτοξεύθηκε στο (πρωτοφανές) 29% (+19%).

Το ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα αναζωογονήθηκε σημαντικά (+14%) και προσέγγισε το 88% (9 στους 10 πολίτες). Γεγονός που σημαίνει ίσως ότι μια νέα πολιτικοποίηση κυοφορείται.

Το αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας έχει τονωθεί αισθητά (86%, +10% σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα), ενώ το ποσοστό των πολιτών που εκτιμά ότι η διεθνής θέση της χώρας έγινε πιο ισχυρή είναι σήμερα υπερδιπλάσιο σε σύγκριση με τον περασμένο Δεκέμβριο (43% από 18%, +25%). Και αυτός ο δείκτης καταγράφει ιστορικό μέγιστο, ακόμη και σε σύγκριση με το 2004, όταν μέχρι σήμερα είχε καταγραφεί το υψηλότερο προηγούμενο (41%).

Θεαματική είναι όμως και η μεταβολή του οικονομικού κλίματος στα νοικοκυριά. Οι προσδοκίες για βελτίωση, αναφορικά με την προσωπική οικονομική κατάσταση τον επόμενο χρόνο, εκτοξεύθηκαν από 14% πριν από τις εκλογές σε 35% (+21%, αν και κάτι ανάλογο είχε συμβεί και το 2009). Σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό βελτιώθηκαν οι προσδοκίες για την οικονομία της χώρας, από το 17% στο 49% (+32%).

Πρωθυπουργός και κυβέρνηση

Η νέα κυβέρνηση και ο νέος πρωθυπουργός διαθέτουν καθολική και υπερκομματική μετεκλογική αποδοχή. Τόσο η ηγετική ανάδειξη του νέου πρωθυπουργού όσο και η ταχεία συγκρότηση του νέου κυβερνητικού σχήματος έχουν ανατρέψει πλήρως την προηγούμενη εικόνα.

Η δημοτικότητα του Αλέξη Τσίπρα σχεδόν διπλασιάστηκε, από 45% πριν από τις εκλογές σε 87% (+42%), ενώ το μερίδιό του στο δείκτη πρωθυπουργικής καταλληλότηταςυπερδιπλασιάστηκε (73%, έναντι 32% προηγουμένως, +41%).

Η πρώτη εντύπωση των πολιτών από το νέο κυβερνητικό σχήμα είναι θετική σε ποσοστό 81% (8 στους 10). Παράλληλα, 7 στους 10 (69%) θεωρούν καλύτερη κυβέρνηση για τη χώρα τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛΛ., ενώ μόλις 1 στους 10 (10%) μια κυβέρνηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ταυτόχρονα, οι χειρισμοί της στη διαπραγμάτευση του χρέους συναντούν αντίστοιχα ποσοστά αποδοχής (80%).

Ο νέος υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, με ποσοστό αποδοχής 75%, αναδεικνύεται με διαφορά στον δημοφιλέστερο μεταξύ όλων των (4) προκατόχων του στη μνημονιακή πενταετία (Χαρδούβελης 18%, Στουρνάρας 29%, Βενιζέλος 24%, Παπακωνσταντίνου 58% -τα συγκρινόμενα ποσοστά αφορούν την πρώτη μέτρηση μετά την ανάληψη των υπουργικών καθηκόντων).

Επιβεβαιώνονται τέλος τόσο ότι η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης εξακολουθεί να προκρίνει ως ορθότερη στάση για την αντιμετώπιση του χρέους τη διαπραγμάτευση (79%, έναντι μόνον 11% που τάσσεται υπέρ της στάσης πληρωμών) και βεβαίως ότι εξακολουθεί να απορρίπτει το Μνημόνιο. Μάλιστα, μετά τις εκλογές η απόρριψη του Μνημονίου τείνει να είναι καθολική, συγκεντρώνοντας ποσοστό 83% (έναντι 67% τον Ιανουάριο, +16%). Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό απόρριψης που καταγράφηκε σε Βαρόμετρο της Public Issue κατά την πενταετία 2010-2015.

 

Η «επίδραση συσπείρωσης»

Η επίδραση της εκλογικής νίκης και της διαπραγμάτευσης που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας είναι καταλυτική για τον κομματικό συσχετισμό δυνάμεων. Η απότομη μεταβολή που έχει επέλθει, μετεκλογικά, υπερβαίνει κάθε ιστορικό προηγούμενο της τελευταίας εικοσαετίας, για το οποίο διατίθενται συστηματικά εμπειρικά δεδομένα από έρευνες κοινής γνώμης.

Μετά τις εκλογές η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ έχει εκτιναχθεί σε πρωτοφανή ύψη, για τα δεδομένα όχι μόνο της μεταπολιτευτικής, αλλά και της προδικτατορικής εποχής. Η πρωτογενής πρόθεση ψήφου, ως μεταβλητή κλίματος, κυμαίνεται σήμερα περί το 50% – 55%. Αν και είναι πρόωρο να θεωρήσει κάποιος αυτές τις τάσεις αποκρυσταλλωμένες, ωστόσο η κοινωνική εκπροσώπηση στον ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται «στιγμιαία».

Ταυτόχρονα η πρώτη ένδειξη για την αξιωματική αντιπολίτευση, υποδεικνύει ότι αυτή ενδέχεται να έχει επιστρέψει στα επίπεδα εκλογικής επιρροής του Μαΐου 2012, κυμαινόμενη -σήμερα- περί το 15% – 20%. Η ραγδαία πτώση της δημοτικότητας του Αντ. Σαμαρά (24%, -19%), αλλά και η πλήρης αποδόμηση της πρωθυπουργικής του ικανότητας (μόλις 12%, -33%) ενισχύει επίσης την εκτίμηση ότι η κρίση του κόμματος είναι βαθύτατη, καθόλου προσωρινή και πιθανώς στα χνάρια του ΠΑΣΟΚ. Στην ίδια κατεύθυνση ωθεί και η μετεκλογική ενίσχυση του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου, των ΑΝ.ΕΛΛ. του Π. Καμμένου, που θα διεκδικήσουν πλέον με αξιώσεις μεγαλύτερο μερίδιο της δεξιάς εκλογικής βάσης.

Το φαινόμενο της βραχυπρόθεσμης συσπείρωσης γύρω από την κυβέρνηση ή (στα προεδρικά συστήματα) τον Πρόεδρο έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές ιστορικά. Η επίδραση που ασκούν διεθνή γεγονότα ή διεθνείς πολιτικές – διπλωματικές – στρατιωτικές κρίσεις στη δημοτικότητα ενός πρωθυπουργού ή ενός Προέδρου και αρκετές φορές στο σύνολο των θεσμών του πολιτικού συστήματος, περιγράφεται ως «επίδραση γύρω από τη σημαία» («rally – around – the flag» ή απλά «επίδραση συσπείρωσης» («rally» effect). Στην περίπτωση του προεδρικού έργου (π.χ. στις ΗΠΑ) οι «επιδράσεις συσπείρωσης» θεωρούνται σημαντικές, όταν η μεταβολή στην αποδοχή του που προκαλούν είναι μεγαλύτερη από 10%.

Στη σημερινή περίπτωση της ελληνικής διαπραγμάτευσης η διάρκεια της συσπείρωσης είναι άγνωστη. Αυτή μπορεί να διαρκέσει μερικές εβδομάδες, αρκετούς μήνες ή και ολόκληρο τον εκλογικό κύκλο. Θα κριθεί τόσο βραχυχρόνια, προφανώς από την έκβαση της διαπραγμάτευσης, όσο και μεσο-μακροπρόθεσμα, από τη διαχειριστική ικανότητα της νέας διακυβέρνησης και κυρίως τη διαχείριση της κοινωνικής εμπιστοσύνης με την οποία την περιβάλλουν πλέον ευρύτατα κοινωνικά στρώματα.

Το βέβαιο είναι ότι, μετά από μια πενταετία ανοικτής κρίσης εκπροσώπησης, το ελληνικό κομματικό σύστημα εισέρχεται σε μια νέα φάση. Το ιστορικό εκλογικό αποτέλεσμα της 25.1.2015, αλλά και η μετεκλογική αντιπαράθεση με την Γερμανία και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργούν νέα δεδομένα. Σε αυτά προστίθενται ο κατακερματισμός και η συνεχιζόμενη κρίση τόσο της συντηρητικής παράταξης όσο και του χώρου της λεγόμενης Κεντροαριστεράς.

Εγγράφεται έτσι το ενδεχόμενο, εάν η σημερινή κοινωνική απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ εδραιωθεί -κάτι που αυτήν τη στιγμή δεν είναι γνωστό-, να οδηγήσει σε αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής υπό την ηγεμονία ενός νέου «υπερ-κυρίαρχου» κόμματος.