Σε όλα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, στο εσωτερικό καθενός εκ των δύο πυλώνων του δικομματισμού συνυπήρχαν πάντα στοιχεία εξαιρετικά ετερόκλητα: εκσυγχρονιστές και λαϊκιστές, μεταρρυθμιστές και αντιμεταρρυθμιστές, δυτικόφιλοι που αναζητούσαν τις ιδεολογικές τους ρίζες στον Αδ. Κοραή και οπαδοί της καθ’ ημάς Ανατολής εκφραζόμενοι από το «κρείττον βασιλεύον Τούρκου φακιόλιον ή καλύπτραν λατινικήν». Ο εσωκομματικός ανταγωνισμός αυτών των αντίθετων προσανατολισμών ήταν παράγοντας που καθιστούσε τα δύο πολυσυλλεκτικά κόμματα ανίκανα για οποιαδήποτε συνεκτική πολιτική δράση, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην απραξία (σημαντική αιτία της σημερινής πραγματικότητας).
Οι πρόσφατες, όμως, δραματικές εξελίξεις και οι ευρύτερες πολώσεις που δημιούργησαν τα διαδοχικά Μνημόνια, καθώς και η εξέλιξη της στάσης απέναντί τους των κομμάτων εξουσίας, φαίνεται πως θα οδηγήσουν σε πλήρη αναπροσδιορισμό του εθνικού κομματικού τοπίου: η σύγκρουση δυτικόφιλων και αντιδυτικών στοιχείων πιθανότατα θα πάψει να τέμνει εγκάρσια τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου και θα καταστεί η βάση της κομματικής αντιπαράθεσης. (Αλλωστε η σύγκρουση αυτή υπήρξε το ιδεολογικό υπόστρωμα κάθε μείζονος πολιτικής ή πολιτισμικής διαίρεσης στη διαχρονικά «δικέφαλη» χώρα μας. Υφίστατο ήδη στο ύστερο Βυζάντιο, επίσης στα χρόνια του πρώτου ελληνικού διαφωτισμού και κυρίως κατά, αλλά και μετά, την έκρηξη του εθνικού διχασμού το 1915-16).
Με τα νέα δεδομένα λοιπόν, η πρόσφατα, ανεπαρκώς και αυτοαναιρετικά έστω, «μεταμεληθείσα» «νέα» Νέα Δημοκρατία και το εδώ και καιρό ανανήψαν – από το ρήμα ανά – νήφω που σημαίνει ξαναγίνομαι νηφάλιος, ξαναέρχομαι στα συγκαλά μου – λοβερδοβενιζέλειο ΠΑΣΟΚ συγκροτούν δυνάμει, και παρά την τεχνητή υπερδιόγκωση των διαφορών τους, τις δύο πτέρυγες της φιλοδυτικής παράταξης. Αυτό, δε, ισχύει έστω και αν η πολιτική και κυβερνητική σύγκλισή τους δυσκολευτεί στο ορατό μέλλον από διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες (όπως είναι, για παράδειγμα, το βάρος του παρελθόντος, το αντιστασιακό αντάρτικο των επιβιωνόντων στους κόλπους τους νεαντερτάλειων στοιχείων, ο φόβος του πολιτικού κόστους, η διαμάχη ως προς τον επιμερισμό των ευθυνών, η παρακμή του παραδοσιακού δικομματισμού που δυσχεραίνει την κομματική πειθαρχία κοκ).
Από την άλλη πλευρά θα βρεθεί, κατά τα φαινόμενα, ο εσμός – δεσμός των κάθε λογής αντιδυτικών στοιχείων (ή, ενδεχομένως, στοιχειών), ακροαριστερών και ακροδεξιών, πασοκογενών ή νεοδημοκρατικής προέλευσης, πολυκέφαλων, ακέφαλων ή ανεγκέφαλων, σπιθαμιαίων ή σπιθαίων, καμένων ή κομμένων από τα ψηφοδέλτια των παλιών τους κομμάτων, πασπαλισμένων ή όχι με λογοδιαρροϊκή κανέλλα και, εσχάτως, παρεχόντων πιστοποιητικά ελληνικότητας.
Η έκβαση της εκλογικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στα δύο αυτά στρατόπεδα θα προσδιορίσει, ίσως, για πάρα πολλά χρόνια τη μοίρα του τόπου. Αν επικρατήσει η – εν τέλει και παρά τις δυσκολίες – αναπόφευκτη συμμαχία των πολιτικά ενηλικιωμένων πλέον φιλοδυτικών κομμάτων, υπό προϋποθέσεις ίσως φανεί φως στην άκρη του τούνελ. (Οι προϋποθέσεις είναι: διεθνής ανάκαμψη, να επικρατήσουν πολιτικά στην Ευρώπη οι δυνάμεις που δεν εκφράζουν τον τιμωρητικό καλβινισμό τουλάχιστον στην ακραία εκδοχή του και, εξίσου σημαντικό ασφαλώς, να αποκατασταθεί παρ’ ημίν η δημόσια τάξη – κάτι που σημαίνει πάταξη της «παπούτσειας» νοοτροπίας σύμφωνα προς την οποία «σπασμένα μάρμαρα δεν πειράζει» – ώστε να πάψει η ανομία, άμεσα συνδεόμενη άλλωστε με την ανεξέλεγκτη βία, να διώχνει επενδυτές και τουρίστες).
Αν, αντίθετα, οι αντισυστημικές δυνάμεις του δεξιού και αριστερού αρνητισμού καταστούν αυτές, ως άθροισμα, κοινοβουλευτικά πλειοψηφικές και η χώρα γίνει μη κυβερνήσιμη, τότε το αποτέλεσμα είναι πρακτικά σίγουρο: υπάρχει το προηγούμενο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για να μας θυμίζει τι γίνεται σε τέτοιες περιστάσεις…
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
– Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος κάνει χρήση της αδείας του.