Η γενιά μου μεγάλωσε μια εποχή που ο εθνικός φρονηματισμός ήταν από τις βασικές προτεραιότητες της εκπαίδευσης. Ιδίως όσοι περάσαμε την εφηβεία μας μαζί με την Χούντα κυριολεκτικά φάγαμε με το κουτάλι την εξιδανικευμενη σε βαθμο υπερβολης και γελοιότητας εκδοχή της Ιστορίας μας.
Η αλήθεια είναι ότι η εθνοκεντρική προσέγγιση της Ιστορίας ερχόταν από πιο παλιά, αφού έτσι κι αλλιώς η μεταπολεμική μετεμφυλιακή Ελλάδα χρησιμοποίησε και κατ αναγκη την εθνικοφροσύνη σαν στοιχείο κοινωνικής υπακοής.
Βγαίνοντας από την δικτατορία τα πάντα άλλαξαν εντελώς. Η επανάσταση του 1821 σαν ιδρυτική πράξη του ελληνικού έθνους ξαναμπήκε στο μικροσκόπιο, ξεκινώντας από τα απλά ερωτήματα, όπως αν η επανάσταση ήταν εθνική ταξική ή κοινωνική και προχωρώντας παραπέρα για το ρόλο των ξένων δυνάμεων.
Και πάντα αναρωτιόμαστε αν οι φιλέλληνες ήσαν όλοι αγνοί ή μήπως αναμεσά τους υπήρχαν και καιροσκόποι.
Και κάπου εκεί χωρίσαμε τον κόσμο σε φιλέλληνες και ανθέλληνες λες κι εμείς είμαστε το κέντρο του κόσμου.
Οι αναγνώσεις αυτές μας ακολούθησαν όλα αυτά τα χρόνια μέχρι την περιοδο των μνημονίων. Και δωσ’ του πάλι οιμωγές για τον λαό παραφράζοντας το επίγραμμα του Διονύσιου Σολωμού «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλὲ κι ἠγαπημένε, πάντοτ᾿ εὐκολοπίστευτε καὶ πάντα προδομένε».
Όμως ο εθνικός μας ποιητής μέσα στο τεράστιο σε όγκο και σπουδαιότητα έργο του έχει αποτυπώσει με τρομερή ενάργεια όλες τις περιπέτειες του έθνους και φυσικά αυτές που οφείλονταν στις δικές μας φαγωμάρες.
Με άλλα λόγια παρουσιάζει τα πράγματα όπως τα έβλεπε, και τα έβλεπε καθαρά. Χωρίς πρόθεση καταγγελίας παρά διάθεση φρονιματισμού, αλλά και γιαυτό δεν είμαι σίγουρος
Μέρα που είναι, σαν εχθές το 1824 χρόνια έγινε η έξοδος του Μεσολογγίου, πήρα να διαβάσω λίγα κομμάτια από τους Ελεύθερους πολιορκημένους.
Άφησα τους στίχους του ποιητή να αντηχήσουν μέσα μου και όσο είναι μπορετό να νοιώσω την ένταση.
«Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π' άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
μ' αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
και γγιζ' η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.
Τουφέκια τούρκικα, σπαθιά
το ξεροκάλαμο περνά.»
Το απόσπασμα που σας διάβασα είναι το 12ο τμήμα από το τρίτο σχεδίασμα Το έργο είναι αποσπασματικό και το κομμάτι αυτό δουλεύτηκε το 1844 πολλά χρόνια μετά το γεγονός της Εξόδου.
Και να που μετα 198 χρόνια απελευθερωμένος από την επιταγές της μιας η της άλλης ανάγνωσης και των σκοπιμοτήτων, στέκομαι με δέος μπροστά στο συμβάν της πολιορκίας και της εξόδου, κοιτάζοντας το σαν μοναδικό γεγονός πέρα από την εθνική του σημασία. Κι αναλογίζομαι πως όλο αυτό είναι και δικό μου και πως παγιδευμένος στις ιδεολογικές προεκτάσεις δεν άφησα τον εαυτό μου να συγκινηθεί.
Γιατί η ιστορία μας είναι γεμάτη τέτοιες φοβερές στιγμές που αξίζουν τον αναστοχασμό και την αναθύμηση μας κι ας τρέχουμε για την 4η τεχνολογική επανάσταση και η ΑΙ ή αλλιώς artificial Intelligence εισβάλλει στις ζωη μας.
Κι αυτό το κανουμε όχι από αντισταση στο μέλλον, αλλά για να έχουμε μαζί μας πολύτιμο υλικό, όχι μόνο σαν ιστορική πληροφορία αλλά και σαν τέχνη που μας θρέφει την ψυχή.
Και ίσως στο τέλος να γίνουμε λιγο πιο ταπεινοί αν αναλογιστούμε πως οι δυο αυτοί αιώνες είναι γεμάτοι από καταστροφές και θριάμβους όπως λέει ο καθηγητής Στάθης Καλύβας, στο ομότιτλο βιβλίο του. Εμείς όμως ευγνώμονες είμαστε δω και συνεχιζουμε.
Σχόλιο στην εκπομπή «Καθρέφτης» του Χρήστου Μιχαηλίδη στo Α΄Πρόγραμμα της ΕΡΤ