«Το κομμουνιστικό ιδεώδες -η δικαιοσύνη, η αξιοπρέπεια, ο ανθρωπισμός- (είναι) οράματα γαλλικά, (είναι) οράματα πανανθρώπινα». Έτσι έκλεισε την Τετάρτη 21/2/2024 ο Εμμανουέλ Μακρόν την ομιλία του, στη μεγαλοπρεπή τελετή για την είσοδο στο Πάνθεον των σορών δύο κομμουνιστών παρτιζάνων. Δύο ημέρες προηγουμένως, είχε γίνει ο πρώτος Πρόεδρος Δημοκρατίας που έδωσε αποκλειστική συνέντευξη στην Humanité, την εφημερίδα που υποστηρίζει το ΓΚΚ, που κυκλοφορεί από το 1904! Τώρα, σε εθνική μετάδοση, εμπρός στη Μαρίν Λε Πεν, έπλεκε το εγκώμιο του γαλλικού Κομμουνισμού.
Αξιοσημείωτο, εάν λάβουμε υπόψη πως από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχαμε συνηθίσει να ακούμε ότι το ΓΚΚ ήταν μόνο το κόμμα-θαυμαστής των Γκουλάγκ, εκείνη η παραλλαγή του Ολοκληρωτισμού που (σε αντίθεση με τον Ναζισμό) επιβίωσε μόνο και μόνο γιατί ο Στάλιν έτυχε να πάει με τους νικητές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πράγματι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και διανοούμενοι ταυτίζουν επί δεκαετίες τα ΚΚ με καταπιεστικούς, θρησκόληπτους, αρχαϊκούς και ξενοκίνητους μηχανισμούς, που όσο γρηγορότερα εκλείψουν, τόσο το καλύτερο.
Αξίζει βέβαια να παρατηρήσουμε πως αυτή η ανάγνωση του «Δυτικού Μαρξισμού» συνέπεσε με τη μεγάλη άνοδο του Νεοφιλελευθερισμού. Οι κομμουνιστές κατατάχτηκαν συλλήβδην στο στρατόπεδο των «εχθρών της ελευθερίας» ακριβώς όταν η «ελευθερία» έγινε συνώνυμο της κυριαρχίας του κεφαλαίου, της στασιμότητας της μεσαίας τάξης, της διάλυσης των κοινωνικών υπηρεσιών, της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων πόρων και του γιγαντισμού των μεγάλων επιχειρήσεων, που η «αόρατη χειρ» τους ελέγχει πια την πολιτική, την οικονομία, την ενημέρωση και τις ζωές των ανθρώπων. Σήμερα, μπορούμε να δούμε ότι το πραγματικό πρόβλημα με τον Δυτικό Κομμουνισμό δεν ήταν πως ήταν ολοκληρωτικός ή φιλοσοβιετικός. Ήταν πως έδινε βήμα πολιτικής έκφρασης στις ίδιες κοινωνικές ομάδες που η Νεοφιλελεύθερη κυριαρχία προοριζόταν να συντρίψει.
Μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2008 και την πανδημία του COVID-19, όμως, ο Νεοφιλελευθερισμός δεν τολμάει πια να πει ούτε το όνομά του. Είναι τέτοιες οι κοινωνικές εντάσεις και η παγκόσμια αποσταθεροποίηση που προκάλεσε, που πλέον οι υποστηρικτές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» στρέφονται ανοικτά στον Φασισμό.
Έτσι, ο Αντιφασισμός γίνεται πάλι επίκαιρος. Και ο Δυτικός Κομμουνισμός δεν μπορεί παρά να αποτελεί τμήμα αυτού του μετώπου. Όποιες κι αν ήταν οι αμαρτίες τους, τα δυτικοευρωπαϊκά ΚΚ τελικά ενίσχυσαν τη δημοκρατία, την κοινωνική ισότητα, τα δημόσια αγαθά, το κοινωνικό κράτος, μια πιο τοπική οικονομία. Ακόμα κι αν αναφερθούμε γενικότερα στο κομμουνιστικό κίνημα, θα διαπιστώσουμε ότι, παρά τις πολλές του ομοιότητες στη θεωρία και στην πράξη με τον άλλο Ολοκληρωτισμό, τον Εθνικοσοσιαλισμό, διαφέρει από αυτόν σε κάτι ουσιώδες: ο Κομμουνισμός είναι a priori θιασώτης της Γαλλικής Επανάστασης, σε αντίθεση με τον Ναζισμό, που θέλει να πάει την Ιστορία πριν το 1789. Όπως ωραία το διατύπωσε ο Εμμανουέλ Μακρόν στην ίδια ομιλία, «το κομμουνιστικό ιδεώδες (είναι η ιδέα) πως… κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει ατιμώρητα τη Δημοκρατία από την Επανάσταση. Μετά το 1789… το όνειρο της παγκόσμιας χειραφέτησης αφορά πια “της Γης τους κολασμένους”». Η αντιφασιστική στράτευση του Κομμουνισμού δεν ήταν ατύχημα.
Ο Αντιφασισμός του αιώνα μας θα είναι αυτό που ήταν ανέκαθεν: ένα ποικιλόμορφο, ευρύ μέτωπο από προοδευτικούς κάθε είδους, που θα υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αναδιανομή των εισοδημάτων, τη διάκριση των εξουσιών, το κοινωνικό κράτος, την πλουραλιστική ενημέρωση, την αυθεντική λαϊκή έκφραση, την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία (και σήμερα επίσης την κλιματική δικαιοσύνη, την προστασία της βιοποικιλότητας, τη βιωσιμότητα). Η θέση των κομμουνιστών είναι σε αυτό το μέτωπο.
Από τη μια λοιπόν θα είμαστε οι χριστιανοδημοκράτες, οι σοσιαλδημοκράτες και οι σοσιαλιστές, οι αριστεροί, οι κομμουνιστές και οι οικολόγοι. Από την άλλη, εκείνοι που για να διατηρήσουν -χειροτερεύοντας- το status quo, θα διχάζουν τις κοινωνίες, θα πυροδοτούν το μίσος, θα εφευρίσκουν αποδιοπομπαίους τράγους και θα υποτάσσουν τις μάζες με την επικοινωνία και την προπαγάνδα. Από τη μία ανοίγει ο δρόμος της ειρήνης, της ευημερίας και της ελευθερίας. Από την άλλη εκείνος του πολέμου, της φτωχοποίησης και της τυραννίας. Στα χαρτιά, το δίλημμα απαντιέται εύκολα. Στην πραγματική ζωή, θα είναι πολύ πιο δύσκολο.