Έχουν ήδη συμπληρωθεί σχεδόν πέντε χρόνια από το 2009, τότε που διαφάνηκε ότι η χώρα εισέρχεται σε βαθιά πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική κρίση.
Τα αίτια της κρίσης δεν τα ερμήνευσαν όλοι και όλες με τον ίδιο τρόπο. Αλλά και τα οδυνηρά αποτελέσματα της κρίσης δεν τα βίωσαν όλοι και όλες με τον ίδιο τρόπο. Πολλοί και πολλές πίστεψαν ότι όλα ήταν μια παγκόσμια συνωμοσία εναντίον μας, που στόχο είχε την εξαθλίωση και το ξεπούλημα της χώρας. Πολλοί και πολλές θεώρησαν ότι η κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για να δούμε πιο καθαρά τα δικά μας λάθη. Ο δημόσιος διάλογος δεν αναπτύχθηκε με τρόπο που να βοηθάει πραγματικά στο ξεπέρασμα των προβλημάτων. Τα προβλήματα αποδείχτηκε ότι είναι βαθιά και οι απαντήσεις συνήθως ήταν ρηχές. Πριν από δύο χρόνια η “Μακεδονία” πρόσφερε γενναιόδωρα τον χώρο της για να αναπτύσσονται κάθε εβδομάδα οι αγωνίες, οι ιδέες και οι απόψεις του γράφοντα. Εννοείται αφιλοκερδώς. Υπήρξε μια ιδιαίτερα γόνιμη περίοδος. Κάθε δημόσιο βήμα αποτελεί ένα είδος προνομίου. Και οφείλει όποιος το διαθέτει, να το διαχειρίζεται έντιμα και δημιουργικά. Αυτή ήταν από την αρχή η προσπάθεια. Το αποτέλεσμά της κρίνεται φυσικά πάντα από τον αποδέκτη. Για έναν πανεπιστημιακό, και μάλιστα Φυσικό, η διαδικασία αυτή είναι μια επίπονη άσκηση. Παράλληλα, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να πιστέψει κανείς ότι τα ξέρει όλα ή ότι, τέλος πάντων, η γνώμη του είναι κάτι ιδιαίτερο σχετικά με τη γνώμη των άλλων. Ο αυτοέλεγχος είναι ο μόνος τρόπος να περιοριστούν αυτοί οι κίνδυνοι. Η τακτική εβδομαδιαία ανάπτυξη ενός θέματος είναι μια δέσμευση, για την οποία απαιτείται ιδιαίτερη συνέπεια. Παρά την προσπάθεια που καταβλήθηκε, αυτό δεν στάθηκε πάντα δυνατόν, λίγες φορές ευτυχώς. Τον τελευταίο καιρό όμως αυτό άρχισε να πυκνώνει. Ίσως δεν υπάρχουν πια πολλά πράγματα να ειπωθούν. Στα χρόνια αυτά οι διαψεύσεις και οι απογοητεύσεις ήταν πολλές. Μια περίοδος αναστοχασμού είναι απαραίτητη. Η χώρα δεν έχει λύσει τα περισσότερα από τα προβλήματά της. Το πολιτικό προσωπικό στο σύνολό του δεν πείθει ούτε για την ειλικρίνεια των προθέσεών του ούτε για την ικανότητά του να οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα ιστορική φάση. Οφείλουμε όλοι και όλες να επανεξετάσουμε τις βεβαιότητές μας, να αναθεωρήσουμε τις ιδέες που διαψεύστηκαν, να περιορίσουμε τις προσδοκίες μας, να εσωτερικεύσουμε περισσότερο τα όσα (μας) συνέβησαν. Με τις σκέψεις αυτές θέλω να ευχαριστήσω θερμά την εφημερίδα αυτή για την άπλετη φιλοξενία της. Η φράση “σε διαβάζω κάθε Τετάρτη” υπήρξε η μεγαλύτερη ανταμοιβή για τον γράφοντα, έστω και τις λίγες φορές που την άκουσε. Με την πεποίθηση ότι το φιλόξενο βήμα της “Μακεδονίας” θα είναι εκεί, όταν θα υπάρχει πραγματικά κάτι για να ειπωθεί. Ευχαριστώ!