Συνηθίζεται ο παραλληλισμός της Αναστάσεως του Κυρίου με την προσωπική και συλλογική μας ανάσταση, πόσω μάλλον σε χρόνια εθνικής κρίσης και δοκιμασίας. Η σύνδεση όμως που θα με απασχολήσει σε αυτή μου την παρέμβαση είναι της ανάστασης της ίδιας της Εκκλησίας παράλληλα με την ανάσταση της χώρας.
Πιστεύω ότι ο πλήρης διαχωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρος, διότι εξισώνω αυτό τον διαχωρισμό με την προοπτική ανάστασης της Εκκλησίας, η οποία εν τέλει αποτελείται από όσους έχουν βαπτιστεί σε αυτήν, από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών δηλαδή. H συμβολή μιας τέτοιας ανάστασης στο ήθος της προσφοράς προς τον αδύνατο, στο ήθος της συμβολής στην τοπική κοινωνία, στο ήθος της χρηστής διαχείρισης του υστερήματος του πιστού και άρα και του πολίτη, είμαι πεπεισμένος ότι θα είναι ανεκτίμητη. Και άρα αξίζει το όποιο τίμημα για το κράτος, για τον πολίτη, για τον ίδιο τον κλήρο.
Αυτός ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους δεν μπορεί να τεθεί στη βάση της παραδοσιακής αντιπαράθεσης μεταξύ των οπαδών του κοσμικού κράτους και των οπαδών της ταύτισης της κρατικής εξουσίας με την Ορθοδοξία, στη βάση της συζήτησης δηλαδή που προέκυψε σχετικά πρόσφατα από την παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου και από τα διαχειριστικά σκάνδαλα της Εκκλησίας που αποκαλύφθηκαν το 2005. Πρέπει αντίθετα να τεθεί στη βάση ότι και από αυτόν τον διαχωρισμό εξαρτάται εάν θα πάψουμε να είμαστε η τελευταία σοβιετικού τύπου κοινωνία της Ευρώπης, μια κοινωνία που περιμένει σχεδόν τα πάντα από το κράτος και σχεδόν τίποτα από τον εαυτό της.
Μην ξεχνούμε ότι οι θρησκευτικές δοξασίες ευρωπαϊκών χωρών όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαμόρφωσαν την ηθική συγκρότηση σύγχρονων κομμάτων εξουσίας με έντονο κοινωνικό προσανατολισμό. Οι Μεθοδιστές ήταν καθοριστικοί συντελεστές του βρετανικού συνδικαλιστικού κινήματος και του Εργατικού Κόμματος στον 19ο αιώνα και η καθολικο-προτεσταντική συνύπαρξη και σύνθεση στη μεταπολεμική Γερμανία διαμόρφωσε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, βασικό πυλώνα της εδραίωσης της δημοκρατίας στη Γερμανία. Η συνεργασία Εκκλησίας και λαϊκών ήταν αυτή που προικοδότησε τον Ελληνισμό με κορυφαίους οργανισμούς, εκπαιδευτικούς, κοινωνικής πρόνοιας και ιατρικής περίθαλψης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Την αποδόμηση αυτού του είδους της συλλογικής δράσης έζησε η Θεσσαλονίκη από το 1912 και έπειτα όταν το ελληνικό κράτος κρατικοποίησε τις προνοιακές και εκπαιδευτικές δομές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Το αποτέλεσμα: Η εξασθένηση σε τοπικό επίπεδο του αισθήματος ευθύνης για τα κοινά, της συμβολής στα κοινά, με χρόνο και χρήμα, της χρηστής και αποτελεσματικής διαχείρισης των κοινών από δυναμικές και αξιόπιστες τοπικές ηγεσίες, θρησκευτικές και λαϊκές.
Καθοριστικός όρος της επιτυχίας αυτού του διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας είναι και η ανάληψη της μισθοδοσίας του εφημέριου κλήρου από την ίδια την Εκκλησία. Η ευθύνη της εξασφάλισης της μισθοδοσίας 9.000 κληρικών από μόνη της θα επιβάλλει την εξυγίανση της διαχείρισης των οικονομικών της Εκκλησίας. Αυτή η ευθύνη όμως απέναντι σε 9.000 κληρικούς και στις οικογένειες τους, θα αποτελέσει και την ισχυρότερη ασπίδα της Εκκλησίας από πελατειακές πιέσεις για την απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων της άνευ επαρκούς αποζημίωσης.
Η εξυγίανση των οικονομικών της Εκκλησίας, προϊόν της αποδέσμευσής της από τον κρατικό εναγκαλισμό, θα έχει όμως και άλλες σημαντικές επιπτώσεις. Θα αναδείξει το κοινωνικό της έργο, μια που θα είναι εμφανές πλέον ότι αυτό το έργο είναι προϊόν της δωρεάς του υστερήματος των πιστών και όχι απλώς προέκταση του κρατικού προϋπολογισμού. Μια τέτοια Εκκλησία θα ενεργοποιούσε άλλης ποιότητας συνεργασίες με λαϊκούς υποστηρικτές, συνεργασίες που θα αναμόρφωναν τα ιστορικά εκπαιδευτικά, φιλόπτωχα και νοσηλευτικά ιδρύματά της. Περιττό να πω ότι μια τέτοια Εκκλησία θα ενίσχυε και την ίδια τη θρησκευτική πίστη.
Μια τέτοια Εκκλησία θα είχε όμως και καθοριστικά τοπική διάσταση. Πρόσφατη έρευνα του βρετανικού ερευνητικού κέντρου DEMOS έχει διαπιστώσει ότι οι οργανώσεις που υποστηρίζονται από πιστούς, οποιασδήποτε δοξασίας, συνεισφέρουν στις πόλεις κοινωνικές δράσεις που χαρακτηρίζονται από διάρκεια, εθελοντικό πνεύμα, προσωπική, αντί για απρόσωπη και γραφειοκρατική, μεταχείριση των αναξιοπαθούντων καθώς και συνεισφέρουν στο κοινωνικό έργο πολύτιμους πόρους, όπως εθελοντές, ακίνητα και δωρεές σε χρήμα και είδος.
Πώς θα μπορούσε όμως η Εκκλησία να αποκαταστήσει την οικονομική της αυτονομία που είναι και ο απαραίτητος όρος και για την πραγματική της ανάσταση; Με ένα συνδυασμό επιστροφής σε αυτήν περιουσιακών στοιχείων που της απαλλοτριώθηκαν και φοροαπαλλαγής των δωρεών σε αυτήν όσο και σε οποιοδήποτε άλλο μη κερδοσκοπικό ίδρυμα. Η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, κυρίως γης, και η μείωση της φορολογητέας ύλης θα είχαν ως αντιστάθμισμα τη μη επιβάρυνση του δημόσιου προϋπολογισμού από τη μισθοδοσία του κλήρου. Εκτιμώ ότι και οι δύο αυτές ενέργειες θα δημιουργήσουν ποιοτικό πλεόνασμα για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Η Εκκλησία, απεξαρτημένη από τον κρατικό έλεγχο και τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, θα καταστεί αποτελεσματικότερη από ό,τι η δημόσια διοίκηση και ως κεφαλαιούχος και ως παραγωγός κοινωνικού έργου. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο είναι εξίσου σημαντικό εάν όχι σημαντικότερο από την προσθαφαίρεση περιουσιακών στοιχείων, δημόσιων εσόδων και λειτουργικών δαπανών που θα προκύψει από τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας.
* Ο κ. Γιάννης Μπουτάρης είναι δήμαρχος Θεσσαλονίκης.