Ανασχηματισμός ουσίας και αντανακλάσεων

Γιάννης Μαστρογεωργίου Γιώργος Παπούλιας 12 Νοε 2016

Τα χρόνια της μεταπολίτευσης έχουμε βιώσει πολλούς ανασχηματισμούς που είναι ή ρουτίνας ή επικοινωνιακοί. Με τον πρόσφατο όμως ανασχηματισμό διαμορφώνει κανείς την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να κυβερνήσει. Είναι ίσως η πρώτη φορά που ο Πρωθυπουργός δείχνει σαφή διάθεση να γίνει πιο πολύ Πρωθυπουργός και λιγότερο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Αγνόησε τη δυναμική των προσώπων όπως αυτή σχηματίστηκε στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος, παραμέρισε αντιθέσεις για άλλα πρόσωπα, όπως πχ την έντονη κριτική στο πρόσωπο του κ. Πιτσιόρλα. Η νέα σύνθεση της Κυβέρνησης προδίδει μία σαφή διάθεση να μειωθούν τα ριζοσπαστικά στοιχεία.

Αυτό μπορεί να βοηθά κυβερνητικά, αλλά προβληματίζει το κόμμα, καθώς η εσωκομματική αντιπολίτευση που θα αρχίσει να διαμορφώνεται, θεωρεί ότι ο ριζοσπαστισμός είναι αναγκαίο συστατικό του κόμματος.

Η νέα κυβέρνηση Τσίπρα δεν είναι εκλογική, όπως πολλοί υπέθεταν και εκτιμούσαν.

Αντιθέτως είναι έτσι δομημένη, ώστε να υπηρετήσει κατά το δυνατόν τη μνημονιακή στροφή που επέλεξε ο Πρωθυπουργός. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν διαθέτει την πίστη και τις δυνάμεις  προκειμένου να υπηρετήσει αυτόν τον δύσκολο στόχο.

Το γεγονός πάντως ότι ο κ.Τσίπρας επιλέγει σε αντίξοες πολιτικές συνθήκες την προσπάθεια αντί της διαφυγής δια των εκλογών έχει κάποια αξία.

Όλα αυτά συνιστούν θετικά δείγματα εν όψει μίας δύσκολης και απαιτητικής αξιολόγησης.  Αρκούν, όμως, για να ανακάμψει πλήρως η Κυβέρνηση; Όχι. Η φθορά όμως, δεν αφορά μόνο το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Η ΝΔ δυσκολεύεται ακόμα να καλύψει με θετικό αέρα στα πανιά της το κενό που αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ και μέχρι τώρα περιορίζεται στο σημαντικό μεν, αλλά πρόσκαιρο άνεμο απόρριψης των πολιτών προς το ΣΥΡΙΖΑ.

Οι προσδοκίες της κοινής γνώμης είναι περιορισμένες. Άρα, αν αυτή η νέα κυβέρνηση καταφέρει να κάνει έστω και ελάχιστα από όσα πρέπει και αντέξει στη φθορά του χρόνου, ίσως μπορέσει να περιορίσει τις απώλειες της. Κυρίως, όμως, ίσως καταφέρει να βοηθήσει τη χώρα πριν να είναι πάλι οριακή η κατάσταση.

Οι συνέπειες του ανασχηματισμού όμως, εκτείνονται και στο υπόλοιπο πολιτικό σκηνικό.

Τις τελευταίες εβδομάδες κυοφορείται ένα κλίμα υπόγειων διεργασιών καταρχάς συνεννόησης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Η αναφορά του κ. Τσίπρα από το βήμα του Συνεδρίου ότι : «Οφείλουμε με το πολιτικό και θεωρητικό οπλοστάσιο της Αριστεράς να επιδιώξουμε προσεγγίσεις και συγκλήσεις και με την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία αλλά και με τους Πράσινους…», η μη συμμετοχή πασοκογενών στη νέα Κυβέρνηση και η υπερψήφιση της τροπολογίας Παππά, είναι τρία γεγονότα που από μόνα τους δεν συνιστούν συμμαχία, αλλά αποτελούν ενδείξεις προσέγγισης.

Και αυτό δεν γίνεται χωρίς λόγο και ουσία. Ένας υπό πίεση ΣΥΡΙΖΑ αν τελικώς συνεχίσει την πορεία αποσύνθεσης έχει κάθε λόγο να διατηρεί σχετικά καλές σχέσεις με το ΠΑΣΟΚ, ως κοίτη υποδοχής των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του παρά να προτιμήσουν τον άμεσο αντίπαλο που είναι η ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη ασμένως θα δεχόταν επαναπατρισθέντες και μεταμεληθέντες πρώην ψηφοφόρους του και για να ανεβάσει τα ποσοστά του, αλλά και για να στερήσει τυχόν αυτοδυναμία από τη ΝΔ, κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο του απαραίτητου συνεργάτη. Στην υπό διαμόρφωση αυτή πιθανή συμμαχία μπορεί κάλλιστα να προσχωρήσει και το ΚΙΔΗΣΟ, καθώς μία συνολική ρήξη ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Γ. Παπανδρέου με τη Δεξιά, θα αποτελούσε ένα εύληπτο αφήγημα για την αριστερόστροφή μερίδα των πολιτών. Είναι σφόδρα πιθανό και το ΠΟΤΑΜΙ να βρεθεί και εκείνο μπροστά στο δίλημμα της επιλογής, καθώς αν δεν προκριθεί η επιλογή της αυτόνομης καθόδου με το ρίσκο της μη εισόδου στη Βουλή, είναι ενδεχόμενο να επιλέξει την εκλογική συμμαχία με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, όπως αρκετά στελέχη του κόμματος συζητούν μετά και την πρόσφατη συζήτηση για τις τηλεοπτικές άδειες. Το πρόβλημα για το ΠΟΤΑΜΙ σε αυτή την περίπτωση είναι ότι τυχόν συμμαχία με τον έμπειρο κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ θα ενέχει μεγάλο ρίσκο για τις δικές του υποψηφιότητες, αλλά κυρίως θα ρηγματώσει τη βάση του κόμματος που έχει έντονα αντι-πασοκικά αισθήματα, ωθώντας σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων απευθείας στη ΝΔ.

Όπως και να χει, αυτές οι διεργασίες σχηματοποιούν τα εκατέρωθεν αναγκαία αφηγήματα των κομμάτων προς τις κομματικές τους βάσεις και την κοινή γνώμη και υπ’ αυτή την έννοια κρίνονται ως κινήσεις που βάζουν σε εγρήγορση τη δυναμική της πολιτικής, χωρίς βέβαια να επιλύνονται ταυτόχρονα οι παράπλευροι κραδασμοί που θα έχει για το μεν ΣΥΡΙΖΑ η εξέλιξη της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ, για το δε ΠΑΣΟΚ η πιθανή επιστροφή του Γ. Παπανδρέου.

Το πρόβλημα θα το αντιμετωπίσουν πιο έντονα όσα στελέχη βρίσκονται εκτός κομματικών σχηματισμών και δεν έχουν ορίσει ακόμα το χώρο αναφοράς τους είτε προχωρώντας στη σύσταση ενός νέου φορέα είτε αποφασίζοντας να συνεργαστούν με κάποιο κόμμα.