Ανασχηματισμός ή αναπλαισίωση;

Γιώργος Πανταγιάς 08 Ιαν 2021

Πολύς λόγος έγινε για τις αλλαγές στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι περισσότερες εικασίες και οι εκτιμήσεις συνέκλιναν στο ότι ήταν στροφή προς τα δεξιά. Μια τέτοια προσέγγιση είναι πράγματι η θεατή πλευρά. Ωστόσο, απαιτείται διπλή ανάγνωση.  Εξάλλου, τα επιφαινόμενα δεν αποτυπώνουν επακριβώς τις αθέατες επιδιώξεις. Αναμφίβολα, υπήρξε νεοδημοκρατική μετάγγιση στο κυβερνητικό σχήμα. Είτε διότι ο πρωθυπουργός επεδίωξε να διασκεδάσει τις κομματικές δυσαρέσκειες. Είτε επειδή προσπαθεί να διευρύνει τον κύκλο των συνοδοιπόρων του ως προς τις μεταρρυθμιστικές του επαγγελίες, χρησιμοποιώντας το δέλεαρ της εξουσίας.

 

Αποκρυπτογραφώντας το οικοσύστημα της Νέας Δημοκρατίας, εύκολα διαπιστώνουμε τη διάστασή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι την εκλογή του στην ηγεσία της, αλλά και στην πρωθυπουργία, την οφείλει πρωτίστως σε ένα ξεχωριστό συγκριτικό πλεονέκτημα: Ενσάρκωνε κάποια μορφή υπέρβασης της ιστορικής, φορτισμένης Δεξιάς. Το καίριο ερώτημα που τίθεται είναι αν η διακυβέρνησή του διαθέτει ακόμη το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Ή αν το εγκαταλείπει, προχωρώντας σε λογικές μέσου όρου.

 

Η απάντηση είναι σύνθετη. Δεν δίνεται από την υπουργοποίηση πρώην ΟΝΝΕΔιτών. Ούτε, βέβαια, από τις εσωτερικές ισορροπίες. Τα ζητήματα αυτά ουδόλως τα υποτιμώ. Και τούτο γιατί ενέχουν τον κίνδυνο να επικρατήσει μια ετεροβαρής σχέση απομειώνοντας την πρωθυπουργική βούληση. Τόσο για τις ζωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ανάγκη ο τόπος και η οικονομία. Όσο και για την ακύρωση των πολιτικών ανοιγμάτων, τα οποία επιχείρησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

 

Η ανταπόκριση στους παραδοσιακούς και κομματικούς αξιωματούχους μπορεί να είναι απαραίτητη με μία βασική προϋπόθεση: Να μην νοθεύονται οι στρατηγικές στοχεύσεις του πρωθυπουργού. Σ? αυτό το πεδίο θα κριθεί ο ίδιος και μάλιστα αυστηρά. Τα προβλήματα που καλείται να διαχειριστεί υπερβαίνουν τις υπέρμετρες φιλοδοξίες των στελεχών της ΝΔ, καθώς και τη μαρμαρωμένη κομματοκρατία, η οποία δεν παύει να εκπέμπει συντηρητισμό και κρατισμό. Και οπωσδήποτε δεν προσμετρώνται από τις αυταρέσκειες που είθισται να εμφανίζονται στα κυβερνητικά σχήματα.

 

Εν μέσω πανδημίας όλα τα παραπάνω περνούν αντικειμενικά σε δεύτερο πλάνο. Οι επιπτώσεις στην οικονομία δεν θα επιτείνουν μόνο τα αδιέξοδα. Θα καταστούν και βρόχος για εκείνους που θεωρούν τη διακυβέρνηση άσκηση κομματικού και υπουργικού ναρκισσισμού. Το ίδιο θα συμβεί κι αν κυριαρχήσουν η μεταρρυθμιστική αδράνεια και η αναβλητικότητα.

 

Συνεπώς, οι επιλογές του  Κυριάκου Μητσοτάκη αξιολογούνται στην πράξη. Τα αποθέματά του –πολιτικά και προσωπικά- είναι ισχυρά. Αρκεί να τα αξιοποιήσει εύστοχα. Η παγίδευσή του στον συγκερασμό διαφορετικών αντιλήψεων τού στερεί τη δυνατότητά του να κρατήσει ανέπαφη την πολιτική του ευρωστία.

 

Το ρίσκο είναι μεγάλο. Χρειάζονται συνθέσεις, χωρίς τις οποίες θα συντηρείται το χάσμα ανάμεσα στη στρατηγική του και σε ένα κομματικό πελατειακό και ενίοτε παρασιτικό σύστημα. Ωστόσο, η διατήρηση της αυθυπαρξίας του  θα κρίνει τη φορά των πραγμάτων. Οι κυβερνητικές δυσλειτουργίες και η διαχειριστική και πολιτική ανεπάρκεια κάποιων υπουργών του δεν αντιμετωπίζονται με το να συγκαλύπτονται. Ούτε με το να παραβλέπονται. Αντιθέτως, πέρα από την απαιτούμενη συνοχή επιβάλλεται η υποταγή σε μια στιβαρή και αποτελεσματική ηγεσία.

 

Οι πρόσφατες αλλαγές στην κυβέρνηση συνιστούν μη ανασχηματισμό. Δεν συνοδεύονται από σοβαρές αναδιαρθρώσεις και αναδιατάξεις. Έτσι μετά την αναδόμηση που είχε εισαγάγει ο Ανδρέας Παπανδρέου, μάλλον θα πρέπει να υιοθετήσουμε τον όρο αναπλαισίωση.