ATHENS VOICE
Ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανέφερε στην ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ότι «Στο δικό μας μοντέλο δεν είναι η ανάπτυξη προϋπόθεση για την αύξηση των μισθών, αλλά η αύξηση των μισθών προϋπόθεση για την ανάπτυξη».
Η άποψη αυτή δεν είναι καινούρια. Στην αρχή της ελληνικής κρίσης, η αύξηση των εισοδημάτων -από χρήματα που δεν υπήρχαν- προτάθηκε σαν τρόπος για το ξεπέρασμα της ύφεσης και την επιστροφή στην ανάπτυξη, Πολιτικοί αρχηγοί και τηλεσχολιαστές συμφωνούσαν στο ότι θα έπρεπε να ριχτούν λεφτά στην αγορά για την ενίσχυση της κατανάλωσης. Έτσι θα έπαιρνε μπροστά η οικονομία.
Βέβαια, η Ελλάδα τότε δεν έπασχε από χαμηλή κατανάλωση. Η κατανάλωση ήταν πολύ μεγάλη, η μεγαλύτερη στην ευρωζώνη. Στηριζόταν στα δανεικά που έπαιρνε το κράτος και κατέληγε στις εισαγωγές. Το 2008 -στο απόγειο της ευημερίας- το έλλειμμα στο ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών έφτασε στα 35 δισ. ευρώ. Το 2009, παρά τα 24 δισ. του πρωτογενούς ελλείμματος, τα περισσότερα από τα οποία κατέληξαν στην κατανάλωση, η ύφεση ξεπέρασε το 3% του ΑΕΠ.
Οι πολιτικές της τόνωσης της ζήτησης, που διατύπωσε ο Κέινς, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή σε περιβάλλον ανοιχτών αγορών και παγκοσμιοποίησης. Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα σε οικονομίες με χαμηλή ανταγωνιστικότητα, όπως η Ελληνική. Όταν αυξάνονται τα εισοδήματα σε μια οικονομία χαμηλής ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας οι εξαγωγές γίνονται ακριβότερες και μειώνονται, ενώ οι εισαγωγές ευνοούνται.
Προβλήματα παρόμοια με αυτά της περιόδου πριν το 2009 παρουσιάστηκαν και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εφάρμοσε κατά την πρώτη τετραετία του πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης με αποτέλεσμα την αύξηση των ελλειμμάτων και του χρέους και μεγάλη υστέρηση στο εξωτερικό ισοζύγιο.
Μετά τις εκλογές του 1985, που είχε κερδίσει με το σύνθημα «για ακόμη καλύτερες μέρες» όρισε υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Κώστα Σημίτη με σκοπό να σταθεροποιηθεί η οικονομία. Εφαρμόστηκε μια σκληρή λιτότητα και επιβλήθηκε η απαγόρευση των αυξήσεων. Μέσα σε δύο χρόνια υπήρξαν θεαματικά αποτελέσματα. Η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε αργότερα εν όψει εκλογών και ο Σημίτης παραιτήθηκε. Η στροφή αυτή έμεινε στην ιστορία με τη φράση «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, παρά τις παλινδρομήσεις, γνώριζε πολύ καλά τι σημαίνει να ενισχύεις τεχνητά τη ζήτηση σε μια μη ανταγωνιστική οικονομία. Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε το 1987 στο αμερικανικό περιοδικό New Perspectives Quarterly (NPQ) επεσήμανε ότι ο Κέινς… «…ανέπτυξε τη θεωρία της “ενεργού ζήτησης” …μέσα στα εθνικά σύνορα… Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας σήμερα τα άλλαξε όλα. Αν τονώσουμε την καταναλωτική δύναμη εδώ στην Ελλάδα δημιουργούμε θέσεις εργασίας στην Ιταλία και τη Γερμανία… Οι καταναλωτές μας αγοράζουν ιταλικά παπούτσια ή τα καλύτερα γερμανικά αυτοκίνητα και δημιουργούν πρόβλημα στο ελληνικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Σήμερα ένας οπαδός του Κέινς θα είχε οδηγήσει την Ελλάδα στην πτώχευση μέσα σε δύο χρόνια! Εάν η Ελλάδα θέλει ένα κράτος πρόνοιας με υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και ασφαλείς συντάξεις, πρέπει ταυτόχρονα να έχουμε υπόψη μας τη μάχη για την αύξηση της παραγωγικότητας. Εάν πρέπει να επιζήσουμε σε αυτόν τον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας και της παραγωγής, όπου οι συνθήκες ανταγωνισμού έχουν γίνει πολύ σκληρές, δεν έχουμε άλλη επιλογή. Αν αυτή η στάση δεν υιοθετηθεί από την εργατική και τη μεσαία τάξη, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι πολύ σοβαρές…»
Αυτά έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου σε μια εποχή που υπήρχαν αρκετοί τρόποι να περιορίζονται και να γίνονται πολύ ακριβότερες οι εισαγωγές. Ο πρώτος τρόπος ήταν οι δασμοί που επιβάρυναν τα εισαγόμενα προϊόντα και τα έκαναν πολύ ακριβότερα. Για παράδειγμα η τιμή ενός στερεοφωνικού συγκροτήματος ή ενός δερμάτινου μπουφάν στην Ελλάδα ήταν διπλάσια ή τριπλάσια από ό,τι στη Γερμανία. Τα εισαγόμενα προϊόντα ήταν, λόγω των δασμών, πάντα ακριβότερα από τα αντίστοιχα εγχώρια.
Ένας άλλος τρόπος να γίνονται τα εισαγόμενα προϊόντα ακριβότερα ήταν και οι συνεχείς υποτιμήσεις της αξίας της δραχμής. Όσο η ισοτιμία της δραχμής έπεφτε σε σχέση με νομίσματα όπως το αμερικανικό δολάριο και το γερμανικό μάρκο οι εισαγωγές γινόταν όλο και πιο ακριβές, ενώ τα ελληνικά προϊόντα γινόταν πιο ανταγωνιστικά εντός και εκτός της χώρας.