Ανάπτυξη και έξοδος από την κρίση: θέμα πολιτικών επιλογών-δράσεων και όχι ιερατικών δεήσεων.

Λυκούργος Χατζάκος 26 Ιουλ 2013

Παρήλθε, ήδη, διάστημα 3 ετών από την ημέρα που ο πρώην Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, ανακοίνωσε από το Καστελόριζο την ανάγκη προσφυγής της χώρας στους διεθνείς οργανισμούς στήριξης και τον αποκλεισμό της από τις αγορές. Δηλαδή, την είσοδο της Ελλάδος στην πλέον επώδυνη και μακρά οικονομική κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας της.

Επακολούθησαν τα γνωστά: κακή διαπραγμάτευση, αστοχίες, λάθη χειρισμών τόσο στο εξωτερικό, όσο και το εσωτερικό –όχι μόνον κατά την λήψη μέτρων, αλλά και στην ενημέρωση των πολιτών σχετικά με την υφή, το βάθος και τους λόγους της κρίσεως- αταξία και κυβερνητικές κρίσεις και η συνακόλουθη κρίση στο πολιτικό σύστημα. Ειδικά για το τελευταίο, θεωρώ ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας παραμένει στις πρακτικές παρελθόντων χρόνων, συνεχίζει –αν όχι στο σύνολο, τουλάχιστον, σε μεγάλο βαθμό- να «χαϊδεύει» αυτιά, να καταφεύγει σε γενικεύσεις και να καλλιεργεί εντυπώσεις που δημιουργούν διχαστικού και αβέλτερου περιεχομένου προσδοκίες.

Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες αφήνονται στους γλυκασμούς αστήρικτων αιτιάσεων και δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί δεν αναγνωρίζουμε την απλή αλήθεια: Πολιτικό σύστημα χωρίς πολίτες, δεν υπάρχει! Τούτο, συνεπάγεται, όχι την απαλλαγή των πολιτικών, προσώπων ή σχηματισμών, όσων τουλάχιστον οι επιλογές συνέβαλλαν στην σημερινή κατάσταση και η χώρα έμεινε απροστάτευτη και γυμνή στην παγκόσμιας έκτασης κρίση· παράλληλα, έχω την εντύπωση ότι κάθε διατύπωση κριτικής, θα έπρεπε να περιλαμβάνει και το στοιχείο της αυτοκριτικής, αναζήτησης και επιμέτρησης προσωπικών ευθυνών ενός εκάστου εξ ημών, καθώς όλοι συνηγορήσαμε στην διαχείριση του Δημοσίου Συμφέροντος ως μεγέθους αθροιστικού και όχι συναιρετικού, ως αυτό οφείλει να είναι.

Παρά ταύτα, η πραγματικότητα υφίσταται και η πολιτική ηγεσία, ιδιαιτέρως εκείνη που διαχειρίζεται την ευθύνη των αποφάσεων, έχει υποχρέωση να δημιουργήσει τους κατάλληλους όρους εξόδου. Η κοινωνία παρουσιάζεται καταπονημένη, με ελάχιστες πλέον αντοχές, γεγονός που επιβαρύνεται από την αδυναμία υπάρξεως ορατής προοπτικής.

Ακούγεται συνεχώς, από όλες τις πλευρές, σε όλους τους τόνους και εγκλίσεις, η αοριστία πως «η ανάπτυξη θα διώξει την ύφεση και θα βγάλει την χώρα από την κρίση». Χαιρετίσματα και εις έτη πολλά. Δεν χρειάζεται να είμαι απόφοιτος και κάτοχος 7 μεταπτυχιακών του LSE (London School of Economics) για να το σκεφθώ αυτό. Επίσης, κάποιοι συνεχίζουν να αναμασούν την εμμονή τους ότι ο Δημόσιος τομέας είναι η ατμομηχανή της ανάπτυξης! Ναι, μόνο που οι αμαξοστοιχίες σήμερα, παγκοσμίως –εκτός από την χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας- κινούνται με ηλεκτρισμό.

Θα περίμενα λοιπόν από την πολιτική ηγεσία, έστω και ως μειοψηφούσα αντίληψη, να ακουστεί ένα σαφές και επεξεργασμένο σχέδιο ανάπτυξης. Δηλαδή, να συγκροτηθεί και τεθεί σε δημόσιο διάλογο μια πρόταση που θα διατυπώνει πρώτιστα, σκέψεις περί του ποια θα είναι η κινητήρια βιομηχανία της χώρας και ποιοι οι παράπλευροι κλάδοι. Πολλοί, επ’ αυτού, θα απαντήσουν με ευκολία: ο Τουρισμός. Καλήν και ταχείαν ανάρρωση εύχομαι. Καμία από τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη δεν «ζει» από τον τουρισμό (η Ταϊλάνδη, για ειδικούς λόγους και … προϊόντα, ίσως). Τούτο δε, ειδικά για τη χώρα μας, στερείται οποιασδήποτε επαφής με την πραγματικότητα. Οπωσδήποτε, ο τουρισμός είναι δυνατόν να αποτελεί μια σημαντική πηγή εσόδων. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι η κύρια. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν σκεφθεί κάποιος ότι από το σύνολο των εσόδων που προκύπτουν, το 60-70% θα επιστρέφεται σε προμηθευτές από το εξωτερικό, μιας και η χώρα μας ελάχιστα προϊόντα παράγει. Σκεφθείτε ότι ακόμη και αυτό το ελληνικότατο σουβλάκι, παρασκευάζεται κατά συντριπτικό ποσοστό από κρέατα εισαγόμενα από την Ολλανδία. Όσον δε αφορά στα καταλύματα, οι μεγάλες μονάδες που προσελκύουν το ενδιαφέρον επισκεπτών μέσου ή υψηλού εισοδήματος, ανήκουν σε μεγάλο βαθμό σε πολυεθνικές, ενώ η πρακτική του “all include” αποστερεί από τις τοπικές αγορές έσοδα.

Ακόμη, κάποια στιγμή πρέπει να απαντηθεί και το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να αναπτυχθεί μια χώρα, της οποίας το 70% του πληθυσμού διαβιεί στην πρωτεύουσά της, το υπόλοιπο δε ποσοστό των κατοίκων εκτός αυτής, έχει αστικοποιηθεί;

Ο άλλος μεγάλος μύθος, κενός ουσίας, είναι η εκφρασμένη άποψη ότι η Ελλάδα θα παράγει «υπηρεσίες». Λησμονείται όμως το γεγονός ότι ο κλάδος των υπηρεσιών αφορά στον 3ο ή και 4ο τομέα παραγωγής και πως δίχως τους δύο προηγούμενους, είναι πύργος στην άμμο, εκτός βέβαια αν πρόκειται για κράτη ειδικής μορφής και σκοπού…

Επομένως, αφού ο Παρθενώνας, ο ήλιος, η θάλασσα, το συρτάκι και το τζατζίκι, είναι μικρής -ή κατά άκρως διασταλτική παραδοχή, μέσης- απόδοσης, έχω την αίσθηση ότι θα πρέπει ως πρόσωπα και συλλογικότητες πολιτών (πολιτικοί σχηματισμοί, επαγγελματικοί φορείς κ.λπ.), να παύσουμε να ασχολούμεθα με «σοβαρά προβλήματα» (;!) και να ασχοληθούμε σοβαρά με τα προβλήματά μας.

Οι καιροί απαιτούν σοβαρές συγκλίσεις όλων των εμπλεκομένων στην παραγωγή και την οικονομία εν γένει. Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις, φυσικά και είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθούν· οπωσδήποτε είναι ζωτικής σημασίας ο εξορθολογισμός του δημοσίου τομέα και στο επίπεδο των αμοιβών και στο επίπεδο των εν γένει οργανικών παραμέτρων, αλλά και επιτακτική αναγκαιότητα η δημιουργία ενός σύγχρονου αποκεντρωμένου Διοικητικού Συστήματος, που θα δίδει ουσιαστικό ρόλο και θα επιτρέπει τους ΟΤΑ –κάθε βαθμίδος- να αξιοποιούν και να αναδεικνύουν τις δημιουργικές δυνάμεις της περιοχής τους.

Πλην όμως, αν αυτά δεν συνοδευθούν από την εκκίνηση ενός ουσιαστικού και εις βάθος διαλόγου για την διαμόρφωση εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού ανάπτυξης, με την συμμετοχή όλων των θεσμικών παραγόντων και δίχως ιδιοτελείς σκοπιμότητες, το μόνο που θα επιφέρουν είναι «μεταρρυθμιστική κόπωση» στην εκάστοτε κυβερνητική ομάδα.