Το ψήφισμα της λαϊκής συνέλευσης των Αγανακτισμένων (θυμάσαι Θανάση;) κατέληγε: «… και θα μείνουμε εδώ μέχρι ταραχή να πέσει στον Άδη και το σανίδωμα να υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.» Την είχανε δει Ελύτης.
.
Βρισκόμαστε λοιπόν (αν θυμάσαι Θανάση) στον Άδη, σε πλήρη δηλαδή συσκότιση, σύμφωνα με αγανακτισμένες πηγές. Την πόρτα του Άδη έφραζε το σανίδωμα του Κοινοβουλίου, που εμπόδιζε το φως να μας πλημμυρίσει, σκορπίζοντας τα σκότη του μνημονίου… και άλλα σκότη. «Αλλά ιδού» το συνεχές αγανακτισμένο φασκέλωμα δίκην έκλαμπρου ήλιου, ασκούσε, καμπόσες μέρες τότε (αν θυμάσαι Θανάση) την τεράστια πίεσή του, ώστε το κοινοβουλευτικό σανίδωμα να υποχωρήσει και μέσα στο φώς το ολόχαρο, χωρίς πια Κοινοβούλιο αλλά με άμεση παρακαλώ δημοκρατία, να ξαναποκτούσε κάθε αγανακτισμένος «τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας» και τα πολλά επίπεδα κατανάλωσης που είχε, με δανεικούς μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές, με μικρούς και μεγάλους φοροφυγάδες, με μικρές και μεγάλες κλεψιές, μικρή και μεγάλη διαπλοκή, μικρή και μεγάλη διαφθορά συνειδήσεων και παραφθορά λέξεων και εννοιών.
.
Και με τέτοια κόλπα, Θανάση, κοντά πενήντα χρόνια (αν θυμάσαι), φτάσαμε να χρωστάμε γύρω στα 400 δις σε κακούς ξένους τοκογλύφους, που μας τα είχαν δανείσει με το ζόρι, ενώ εμείς λέγαμε όχι, όχι, δε θέλω, φτάνει πια. Και βέβαια (αν θυμάσαι Θανάση) φταίγανε οι τριακόσιοι. Οι εκάστοτε τριακόσιοι. Κανένας άλλος (αν θυμάσαι Θανάση). Και επειδή (όπως ασφαλώς θα θυμάσαι Θανάση) η αγανάχτηση είχε χτυπήσει κόκκινο, το πλήθος αποφάσισε «ορτσάροντας με κόντρα φλόκο» να εισβάλλει στο Κοινοβούλιο, ώστε το σανίδωμα να υποχωρήσει μια ώρα αρχύτερα.
.
Αυτό θα ήταν και το καλύτερο, αφού πλησίαζαν πολύ οι ημέρες που θα γιορτάζαμε όπως κάθε χρόνο «τον άλλο σηκωμό» και με επικεφαλής τον Τσίπρα που ήταν και ο πιο αγανακτισμένος, θα κινούσαμε για «τα νησιά με το μίνιο και με το φούμο», να ξεκαλοκαιριάσουμε, φούμο που σας χρειαζόταν.
.
Γιατί όσο και αγανακτισμένος να ήσουν αγαπητέ μου Θανάση, δεν μπορούσες να αποφύγεις την πραγματικότητα. Και (αν θυμάσαι) συμφωνούσα ότι ήταν μέσα στην πραγματικότητα η τεράστια ανεργία, η ατιμωρησία της διαφθοράς, η αναξιοπιστία κομμάτων και συνδικάτων, η άδικη φορολογία, οι μίζες και όσα άλλα μου έλεγες με τη ντουντούκα. Αλλά κι εγώ σου έλεγα (αν θυμάσαι) πως μέσα στην πραγματικότητα ήταν και η χαμηλή παραγωγικότητα, το 1,7 δις το χρόνο έλλειμμα που είχαν οι 10 από τις 52 ΔΕΚΟ, η 149η θέση που κατείχε η χώρα μας στην ευκολία ίδρυσης μιας επιχείρησης και η 154η θέση στην προστασία των επενδυτών ανάμεσα σε 184 χώρες.
.
Μέσα στην πραγματικότητα ήταν και οι οικοπεδοφάγοι, τα αυθαίρετα, οι πολεοδομίες χωρίς πολεοδόμους, οι εφορίες με στρατιές αρπαχτούρηδων εφοριακών, οι χρηματικές καταβόθρες που λέγονταν Δήμοι, που λέγονταν νοσοκομεία, που λέγονταν εξοπλισμοί. Έ, όλοι αυτοί αγαπητέ μου Θανάση, δεν ήταν μόνο τριακόσιοι. Ήταν οι διπλανοί μας. Ήταν πολλές, πάρα πολλές εκατοντάδες χιλιάδες, που μαζί τα φάγανε. Ναι, μαζί τα φάγανε. Ο καθένας, Θανάση, ανάλογα με το στομάχι του, τη θέση δηλαδή που είχε στο Εθνικό Σύστημα Διαφθοράς. Μεγάλη θέση-μεγάλο στομάχι, μικρή θέση-μικρό στομάχι, με τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις, να μην ανατρέπουμε και την ιεραρχία.
.
Αλλά και μέσα στην πραγματικότητα ήταν πως την ίδια στιγμή που η αγανάκτηση στον αραβικό κόσμο γιγαντωνόταν ζητώντας Δημοκρατία, Κοινοβούλιο και Σύνταγμα και γυρεύανε οι Αιγύπτιοι να κάνουνε την πλατεία Ταχρίρ, πλατεία Συντάγματος, έβγαινε εκείνος ο παλαβιάρης ο Αλαβάνος και έλεγε να κάνουμε εμείς την πλατεία Συντάγματος πλατεία Ταχρίρ. Αγανακτισμένος κι αυτός.
.
Κι όποιος δεν καταλάβαινε, ή έκανε πως δεν καταλάβαινε, ότι η πραγματικότητα ήταν όλο μαζί το πακέτο, (θα θυμάσαι Θανάση μου ότι) σου έλεγα πως θα ’τανε ή πολύ βλαξ, ή πολύ λαμόγιο. «Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.» Γιατί, πώς να δέσει το μέτρο Θανάση μου, με τις συντάξεις στα σαρανταπέντε, με τις πουράκλες, την ιδεολογία του 4Χ4, το πρώτο τραπέζι πίστα και τον εξαγνισμό που πρόσφερε κάθε βράδυ η τηλεϊδεολογία του αγανακτισμένου Λαζόπουλου;
.
Και ο Μίκης; Που δεν μπορούσαμε, λέει, να του κάνουμε κριτική (θυμάσαι Θανάση) γιατί κάποτε έγραψε τη μουσική γι’ αυτό το ανεπανάληπτο λαϊκό ορατόριο του Ελύτη που λέγεται «Άξιον Εστί». Αλλά, ρε Θανάση, πόσο «άξιον» ήταν να ψηφίζεις τόσα χρόνια ως βουλευτής -με όλα σχεδόν τα κόμματα- κάθε παράλογο και ρουσφετολογικό επίδομα, κάθε πελατειακό διορισμό, να μην έχεις ποτέ σου διαμαρτυρηθεί για τη διαφθορά που ήταν διάχυτη γύρω σου και να έρχεσαι ξαφνικά ν’ ανάψεις τη σπίθα της εξέγερσης κατά των κακών δυτικών τοκογλύφων και του 4ου Ράιχ;
.
Και από κοντά και οι τηλεοικονομολόγοι. Που είχανε τη λύση (θυμάσαι Θανάση;). Που ήταν μπροστά στα μάτια μας, αλλά μόνο αυτοί τη βλέπανε. Που είχανε καταθέσει σε διάφορα φόρα τη μαγική εναλλακτική πρόταση και καλούσανε τις κυβερνήσεις μας, που ήταν εντελώς απληροφόρητες (θυμάσαι Θανάση;) να την διαβάσουν στο internet και μετά να την αξιοποιήσουν. Και μόλις την αξιοποιούσαν, θα σωνότανε η μεν Ελλάς, πτωχή αλλά τίμια, η δε Ευρωζώνη ολάκερη μέσα στην καλή χαρά, χωρίς νομισματική κρίση, χωρίς τραπεζικό πρόβλημα, με κάργα χρήμα για επενδύσεις.
.
Τι είπες Θανάση; Ποιος έλεγε τέτοιες μπαρούφες;
.
Τόσο εύκολα ξεχνάς ρε Θανάση;
.
*Ο Θεόδωρος Δ. Ζαρέτος ζεί στον Υμηττό. Προσποιείται χωρίς επιτυχία τον διανοούμενο και θεωρεί ότι το σπουδαιότερο πράγμα που έχει καταφέρει είναι να μην έχει κλέψει ούτε ένα ευρώ από το ελληνικό κράτος, δηλαδή από τους συμπολίτες του.
.