Σύμφωνα με μια από τις δημοφιλέστερες μεταπολιτευτικές “καραμέλες”, η πόλωση δεν έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως πολιτικό σύμπτωμα , αλλά ως το οξυγόνο της δημόσιας ζωής. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου τα κόμματα κατέληγαν σε παρεμφερείς διαπιστώσεις, η από κοινού υποστήριξη θέσεων και πολιτικών σκανδάλιζε τα εσωκομματικά ακροατήρια και προκαλούσε την κοινή γνώμη.
Στις συνθήκες που διαμορφώνονται, οι ιδεολόγοι των δημόσιων συγκρούσεων μεταμορφώνονται σε ένθερμους υποστηρικτές των συναινέσεων. Όχι πως είναι αναγκαστικά κακό… Κάτι η βαθιά κρίση εμπιστοσύνης που βάζει σε δεύτερες σκέψεις μεγάλες μερίδες του εκλογικού σώματος, κάτι η λαβή των δανειστών που δεν λέει να χαλαρώσει και η πολιτική ζωή μοιάζει να ανακαλύπτει, έστω και καθυστερημένα, την Αμερική των συγκλίσεων και των συνεργασιών.
Το εντυπωσιακό του πράγματος είναι, ωστόσο, ότι πολλοί νεοφώτιστοι, μέσα στο συναινετικό τους οίστρο καταγγέλλουν οποιονδήποτε δεν επικροτεί την κατεύθυνση του μονόδρομου που συνήθως υποδεικνύουν, θεωρώντας ότι η κατάσταση της χώρας δεν επιτρέπει τη διατύπωση ενστάσεων ή την έκφραση διαφωνιών.
Κάπως έτσι, στη δημόσια ζωή τείνει να παγιωθεί ένα νέου τύπου δίπολο: από τη μία, βρίσκεται το μπλοκ όσων υποστηρίζουν ότι σώζουν τη χώρα και από την άλλη, το στρατόπεδο όσων θεωρούν ότι σώζουν το λαό. Χώρος για “αποχρώσεις” δείχνει να μην υπάρχει – όπως δεν φαίνεται να υπάρχει και αίσθηση του μέτρου, όταν συζητάμε για το τι μπορεί να συγκροτεί σήμερα την έννοια της πολιτικής υπευθυνότητας.
Καλώς ή κακώς, η πολιτική είναι ένα διάβημα που δεν χωρά ούτε σε εκβιαστικά σχήματα, ούτε σε ιδιοτελείς απλοποιήσεις. Στο υπαρκτό δίλημμα, για παράδειγμα, “δημοσιονομική προσαρμογή ή χρεοκοπία”, μπορεί να αντιπαραβληθεί το εξίσου υπαρκτό “κοινωνική συνοχή ή κοινωνική διάλυση”, δίλημμα που καθιστά εξαιρετικά επίκαιρο η έκρηξη της ανεργίας και η προλεταριοποίηση μεγάλου μέρους της μεσαίας τάξης.
Τι κάνουμε λοιπόν, όταν το αντιλαμβανόμαστε; “Σώζουμε τη χώρα” και μετράμε απλώς τους νεκρούς, ή αναζητούμε ένα νέο πολιτικό και οικονομικό μείγμα μέσα στα -λιγοστά, είναι η αλήθεια- περιθώρια που αφήνει η διαχείριση της κρίσης;
Σε πείσμα όσων απαιτούν την άκριτη αποδοχή των πάσης φύσεως απαιτήσεων των δανειστών, αλλά και όσων μεταθέτουν τη σωτηρία του λαού στη μετά καπιταλισμό ζωή, η πολιτική χωρά – και πρέπει να χωρά – καθαρές φωνές και καθαρές σκέψεις.
Η συναίνεση ούτε επιβάλλεται, ούτε εκβιάζεται. Προκύπτει. Αλλά για να προκύψει, το μίνιμουμ που απαιτείται είναι ο σεβασμός της διαφορετικής άποψης και η αποδοχή της αντίθετης κουλτούρας.