Ανάληψη γεωπολιτικής ευθύνης

Χρίστος Αλεξόπουλος 25 Οκτ 2020

Τον τελευταίο καιρό και ιδιαιτέρως μετά την εκλογή του Donald Trump ως προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ, που επέφερε η αλλαγή της αμερικανικής στάσης στο γεωπολιτικό πεδίο, γίνεται συχνά αναφορά στην ανάγκη ανάληψης από την Ευρωπαϊκή Ένωση των γεωπολιτικών ευθυνών, που της αναλογούν. Η ενασχόληση με αυτή την προβληματική και η κατάθεση απόψεων και προτάσεων στο πλαίσιο του δημόσιου διάλογου εκτείνεται σε αρκετά από τα κράτη-μέλη και ιδιαιτέρως στα ισχυρά πολιτικά και οικονομικά.

 

Βέβαια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των διεργασιών κινούνται στα όρια κατάθεσης απόψεων, οι οποίες δεν στηρίζονται στην πραγματικότητα, διότι το υπερεθνικό μόρφωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπερβαίνει την εθνική οπτική προσέγγισης και διαχείρισης της γεωπολιτικής διάστασης της πολιτικής. Επίσης δεν έχει γίνει επεξεργασία και σε βάθος ανάλυση του περιεχομένου του ευρωπαϊκού γεωπολιτικού ρόλου στο πλαίσιο θεσμοθετημένου διαλόγου.  

Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, διότι δεν έχει προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση με αποτέλεσμα την πολυδιάσπαση των γεωπολιτικών προσεγγίσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε. τόσο στο επίπεδο των κυβερνήσεων όσο και στα πολιτικά συστήματα των επιμέρους κοινωνιών.

 

Για αυτό τον λόγο σε ορισμένες χώρες αναπτύσσεται προβληματισμός και εκφράζονται απόψεις για την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου ευρωπαϊκού πυρήνα, στον οποίο θα συμμετέχουν επιλεγμένα κράτη, που πληρούν τις πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις για την διαχείριση πολιτικών στο πλανητικό πεδίο. Αυτό βέβαια θα σήμαινε την κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος με την σημερινή του μορφή.

Ταυτόχρονα γίνεται εμφανές, ότι επείγει η προώθηση της πολιτικής ενοποίησης, εάν το σημερινό μόρφωμα επιθυμεί την ολοκλήρωση του και την ανάληψη των ευθυνών, που του αναλογούν στο πλαίσιο της γεωπολιτικής του λειτουργίας. Οι συνθήκες είναι πλέον ώριμες για την ανάπτυξη διαλόγου όχι μόνο στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα αλλά και στις κοινωνίες των κρατών-μελών για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εάν συνεχισθεί η πολύ αργή, σχεδόν στατική, πορεία σε σχέση με την προοπτική ολοκλήρωσης, θα αναπτυχθεί σε επικίνδυνο βαθμό ο ευρωσκεπτικισμός με παράλληλη αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής συνοχής.

 

Για την ανάληψη γεωπολιτικών ευθυνών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός από τον προσανατολισμό αυτού του ρόλου, πρέπει να πληρούνται και ορισμένες βασικές προϋποθέσεις.

Κατ? αρχήν η κυριαρχία διαφορετικών ταχυτήτων στην πορεία προς το μέλλον στα κράτη-μέλη διαμορφώνει αρνητικό υπόστρωμα σε σχέση με την ζωτικής σημασίας ανάγκη συμπόρευσης τους ως ενιαίου μορφώματος με την δυναμική της εξέλιξης.

Αυτή η αδυναμία πρέπει να αντιμετωπισθεί με την αποστασιοποίηση από τον τρόπο λειτουργίας και λήψης αποφάσεων με σημείο αναφοράς το εθνικό συμφέρον και όχι το ευρωπαϊκό, το οποίο προς το παρόν οριοθετείται από τα ισχυρά πολιτικά και οικονομικά κράτη-μέλη.

 

Η κοινωνική διάσταση στην πολιτική διαχείριση της εξέλιξης είναι απούσα. Αυτό βέβαια είναι αναμενόμενο, διότι το εθνικό συμφέρον δεν ταυτίζεται με το κοινωνικό τόσο στα μεμονωμένα κράτη-μέλη όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αφού οι πολίτες δεν καλύπτουν τις γνωστικές προϋποθέσεις σε σχέση με την δυναμική της εξέλιξης στο πλανητικό και στο ευρωπαϊκό πεδίο, ενώ ταυτοχρόνως έχουν τυπικό, νομιμοποιητικό ρόλο στην πολιτική τους λειτουργία στο πλαίσιο των εκλογών.

Το αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών είναι η μη διαμόρφωση ευρωπαϊκής συνείδησης στους πολίτες και η μη πολιτική δραστηριοποίηση τους με σημείο αναφοράς το ευρωπαϊκό συμφέρον και την ανάλογη λειτουργία του ευρωπαϊκού μορφώματος στο πλανητικό πεδίο.

 

Αυτή η πραγματικότητα πιστοποιείται και από το γεγονός, ότι τα εθνικά πολιτικά συστήματα δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη για να εκφράσουν το «εθνικό» συμφέρον (στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου οικονομικής οργάνωσης) και να προωθήσουν ανάλογου προσανατολισμού αποφάσεις.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι πολίτες, οι οποίοι κρίνουν και ψηφίζουν στις ευρωεκλογές με «εθνικά» κριτήρια.

Σε αυτές τις συνθήκες η γεωπολιτική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαντλείται στην επιδίωξη προώθησης πολιτικών, οι οποίες οριοθετούνται από εθνικές οπτικές. Η ευρωπαϊκή διάσταση είναι υπαρκτή μόνο τυπικά. Για αυτό και ο γεωπολιτικός ρόλος δεν αποκτά ευρωπαϊκή και πλανητική αναφορά, ούτε ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πραγματικότητας και των κοινωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

Δεν είναι τυχαίο, ότι στο πλανητικό πεδίο κυριαρχούν η αστάθεια στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας (το ΝΑΤΟ σε φάση κατάρρευσης) και η μεγάλη ρευστότητα λόγω της αδυναμίας λειτουργικής και σε πραγματικό χρόνο λήψης μακροπρόθεσμων αποφάσεων τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από την παγκόσμια κοινότητα και ιδιαιτέρως τους ισχυρούς «παίκτες», σε σχέση με την αντιμετώπιση των σύγχρονων παγκόσμιας εμβέλειας προβλημάτων, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και η μαζική μετακίνηση πληθυσμών.

Η σύγχρονη πραγματικότητα διαπερνάται από μια επικίνδυνη αντίφαση και ανισορροπία. Ενώ η ανθρώπινη δραστηριότητα σε σχέση με την διαχείριση της εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο παράγει προβλήματα, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και η μαζική μετακίνηση πληθυσμών, δεν αντιμετωπίζει τα γενεσιουργά τους αίτια, αλλά ασχολείται με την διαχείριση των επιπτώσεων τους.

Αυτή η οπτική και πρακτική βέβαια δεν δίδει λύσεις, αλλά αυξάνει τον βαθμό διακινδύνευσης των κοινωνιών και ταυτοχρόνως απειλεί την βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας και της βιοποικιλότητας.

Εάν μάλιστα μαζί με την αντιφατική λειτουργία συνυπολογισθεί και η εθνική οπτική στην διαχείριση της πραγματικότητας, τότε τα προβλήματα αποκτούν ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, ενώ ταυτοχρόνως συρρικνώνεται η συνεκτική λειτουργία της παγκόσμιας κοινότητας στο πλαίσιο των θεσμών υπερεθνικής εμβέλειας, όπως είναι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται επικίνδυνα το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας.

 

Οι συνθήκες στο γεωπολιτικό πεδίο γίνονται ακόμη περισσότερο μη ελεγχόμενες, εάν ληφθεί υπόψη, ότι οι πολίτες των κοινωνιών, που συνθέτουν την παγκόσμια κοινότητα, δεν έχουν την απαραίτητη και επαρκή ενημέρωση, ούτε διαθέτουν ως άτομα τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία για την ανάλυση των πληροφοριών και των δεδομένων της πραγματικότητας, ώστε να την κατανοούν σε βάθος, να διαμορφώνουν την πολιτική τους στάση και να εκφράζουν το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον σε διαδικασίες διαλόγου με το πολιτικό σύστημα.

Για να καταστεί εφικτός αυτός ο διάλογος είναι απαραίτητη και η οικοδόμηση δομών της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες δεν περιορίζουν την δραστηριότητα τους μόνο στο εθνικό επίπεδο, αλλά δικτυώνονται υπερεθνικά και διαμορφώνουν κοινωνικά κινήματα, τα οποία από το ένα μέρος διαλέγονται με τους διαχειριστές κυβερνητικής εξουσίας και το πολιτικό σύστημα και από το άλλο αναδεικνύουν την δυνατότητα και ταυτοχρόνως αναγκαιότητα της λειτουργίας των κοινωνιών ως συλλογικών υποκειμένων, τα οποία συνδιαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την ανάληψη γεωπολιτικών ευθυνών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες διαθέτουν κοινωνική νομιμοποίηση στις ευρωπαϊκές της διαστάσεις.

 

Εάν η Ευρώπη καλύψει όλα αυτά τα κενά και τις αντιφατικές ανισορροπίες, θα μπορέσει να αναλάβει γεωπολιτικές ευθύνες και με την συγκατάθεση των πολιτών να δρομολογήσει νέες γεωπολιτικές ισορροπίες, οι οποίες εγγυώνται μια βιώσιμη πορεία όχι μόνο για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες αλλά για την παγκόσμια κοινότητα. Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν επικίνδυνα και απαιτούν την άμεση ενεργοποίηση τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και των πολιτών για την διαμόρφωση νέων γεωπολιτικών ισορροπιών με γνώμονα το ανθρώπινο συμφέρον.