Στην Βόννη πραγματοποιήθηκε από 6 έως 17 Νοεμβρίου 2017 η Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, Μάνδρα Αττικής, ακραία καιρικά φαινόμενα προκάλεσαν μεγάλες υλικές καταστροφές με τις υπερβολικές βροχοπτώσεις, ενώ έχασαν την ζωή τους αρκετοί κάτοικοι της περιοχής και όχι μόνο.
Και στις δύο περιπτώσεις καταγράφεται η αδυναμία τόσο του πολιτικού συστήματος και των κυβερνήσεων αλλά και των κοινωνιών να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να διαχειρισθούν με λειτουργικό και βιώσιμο τρόπο την πραγματικότητα, που η ίδια η ανθρωπότητα διαμόρφωσε κατά την διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής.
Το 2015 στην Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα στο Παρίσι υπεγράφη μια Συμφωνία, στο πλαίσιο της οποίας σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή η άνοδος της θερμοκρασίας στον πλανήτη δεν θα ξεπερνούσε τους 2 βαθμούς Κελσίου και εάν ήταν δυνατό τον 1,5 βαθμό Κελσίου.
Το 2016 ο ερευνητικός φορέας Global Carbon Project έγραφε, ότι η σταθεροποίηση της εκπομπής αερίων οφείλεται κατά κύριο λόγο στην μείωση της χρήσης άνθρακα στην Κίνα.
Έκανε μάλιστα την υπόθεση, ότι το 2017 μπορεί να μειωθεί περισσότερο. Η εκτίμηση αυτή απεδείχθη λανθασμένη, διότι το 2017 αναμένεται άνοδος της εκπομπής αερίων κατά 3,5% στην Κίνα, η οποία ευθύνεται για το 28% της εκπομπής αερίων. Το 2018 μάλιστα θα υπάρξει μάλλον επιδείνωση.
Γενικά με την αύξηση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα σε 41 δισεκ. τόννους σύμφωνα με εκτιμήσεις είναι δύσκολο να επιτευχθούν οι στόχοι της συμφωνίας, που υπεγράφη στο Παρίσι. Προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούν τόσο η πολιτική του Αμερικανού Προέδρου Donald Trump για έξοδο από την Συμφωνία για το Κλίμα, που υπεγράφη στο Παρίσι, όσο και η εντατικοποίηση της χρησιμοποίησης του άνθρακα στην βιομηχανία.
Σημειώνεται πάντως, ότι υπάρχουν και ορισμένες αμερικανικές Πολιτείες, των οποίων οι κυβερνήτες αντιστέκονται σε αυτή την καταστροφική πολιτική. Αρκεί να αναφερθούν ο Jerry Brown, κυβερνήτης στην Καλιφόρνια, η Kate Brown, κυβερνήτης στο Όρεγκον και ο Jay Inslee, κυβερνήτης στην Ουάσιγκτον.
Αλλά και στην Ευρώπη διαφαίνονται οι ισχυρές ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος σε σχέση με την τήρηση της Συμφωνίας του 2015. Ενώ στην Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα του 2017 στη Βόννη διαμορφώθηκε η συμμαχία κατά της χρήσης του άνθρακα με πρωτοβουλία του Καναδά, η Γερμανία αρνήθηκε να συμμετέχει, σύμφωνα με επισήμανση της υπουργού Περιβάλλοντος του Καναδά Catherine Mckenna.
Βέβαια είναι ερμηνεύσιμη αυτή η στάση της γερμανικής κυβέρνησης, διότι η εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα στην Γερμανία, παρά την πλειοδοσία της καγκελαρίου Angela Merkel σε «βούληση» για την προστασία του περιβάλλοντος, αντί να μειώνεται, συνεχώς αυξάνεται. Ο στόχος της μείωσης των εκπομπών αερίων μέχρι το 2020 κατά 40% σε σύγκριση με το 1990 δεν πρόκειται να επιτευχθεί. Το ίδιο ισχύει και για μείωση 95% μέχρι το 2050, εάν δεν σταματήσει η εξόρυξη και χρήση του άνθρακα. Και αυτό δεν προτίθεται να το κάνει η γερμανίδα καγκελάριος.
Αυτόματα αναδύεται το ερώτημα, εάν συνειδητοποιείται από το πολιτικό σύστημα και τις κοινωνίες, ότι το 1/3 των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και το 80% του άνθρακα δεν πρέπει να εξορυχθούν, για να μην οδηγηθεί ο πλανήτης σε μια καταστροφική κλιματική αλλαγή (Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα, Βόννη, 6 έως 17 Νοεμβρίου 2017).
Άμεσα πρέπει να αλλάξει η ενεργειακή πολιτική σε πλανητικό επίπεδο και να αναλάβουν όλοι, πολιτικό σύστημα και κοινωνίες, τις ευθύνες τους απέναντι στον πλανήτη και τις μελλοντικές γενιές.
Ήδη αυξάνουν ραγδαία τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η μετατροπή μεγάλων εκτάσεων στην Αφρική σε μη καλλιεργήσιμα εδάφη. Η διαθέσιμη ποσότητα πόσιμου νερού κατ’ άτομο έχει μειωθεί κατά 26% σε πλανητικό επίπεδο, ενώ έχουν αυξηθεί κατά 75% οι νεκρές ζώνες στους ωκεανούς, όπου δεν υπάρχει ίχνος ζωής εξαιτίας της ρύπανσης και της έλλειψης οξυγόνου. Επίσης 300 εκατομ. εκτάρια δασών έχουν καταστραφεί για να αναπτυχθούν καλλιέργειες, ενώ ο πληθυσμός των ζώων συνολικά (θηλαστικά, ερπετά, αμφίβια, πουλιά και ψάρια) μειώθηκε κατά 29%.
Η κλιματική αλλαγή κάνει την παρουσία της όλο και πιο αισθητή. Οι κοινωνίες όμως ακόμη δεν αντιδρούν ούτε και οι θεσμοί, που έχουν «στους ώμους τους» το βάρος της λήψης δεσμευτικών για όλους αποφάσεων.
Στην Ελλάδα τα παραδείγματα αυτής της αδυναμίας λειτουργικής και ταυτοχρόνως ασφαλούς διαχείρισης της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο βαθμός διακινδύνευσης της κοινωνίας, διαδέχονται το ένα το άλλο, χωρίς να αλλάζει ουσιαστικά η στάση τόσο των πολιτών και των αρμόδιων για τον σχεδιασμό της πορείας του τόπου στο μέλλον όσο και αυτών, που είναι επιφορτισμένοι με την πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος, όπως είναι οι διάφοροι θεσμοί του κράτους.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η τραγωδία, που εκτυλίχθηκε στη Μάνδρα Αττικής τον Νοέμβρη 2017 στο πλαίσιο του ακραίου καιρικού φαινομένου με τις υπέρμετρα ισχυρές βροχοπτώσεις, οι οποίες ανέδειξαν τις ευθύνες τόσο του πολιτικού συστήματος και του κράτους όσο και της κοινωνίας διαχρονικά.
Κατ’ αρχήν «ο περιορισμός της διατομής των ρεμάτων, το μπάζωμα της κοίτης τους, η ανυπαρξία υποδομών για την διευθέτηση των ομβρίων στο οδικό δίκτυο του οικισμού με αγωγούς μεγάλης παροχετευτικότητας οδήγησαν στις πλημμύρες, που στοίχισαν ανθρώπινες ζωές» (Ευθύμιος Μπακογιάννης, δρ. Πολεοδόμος μηχανικός, ερευνητής στη Σχολή Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών ΕΜΠ στην Καθημερινή online, 18.11.2017).
Σε αυτά μπορούν να προστεθούν οι πυρκαγιές (το περασμένο καλοκαίρι στα Δερβενοχώρια), οι οποίες κατέστρεψαν δασικές εκτάσεις με αποτέλεσμα την αδυναμία επαρκούς απορρόφησης του νερού, καθώς και η άναρχη δόμηση (καταπατητές).
Αν αυτές οι ανεπάρκειες και παθογένειες δεν αντιμετωπισθούν, δεν βοηθά καθόλου η επικοινωνιακή διαχείριση των γεγονότων με καθαρά συναισθηματική στόχευση, ώστε να δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα για την κυβέρνηση. Έτσι και αλλιώς οι ευθύνες είναι διαχρονικές και δεν περιορίζονται μόνο στο πολιτικό επίπεδο.
Και οι πολίτες με την στάση τους, είτε ανοχής σε σχέση με το μπάζωμα των ρεμάτων και την δραστηριότητα των καταπατητών είτε με την ενεργητική τους συμμετοχή σε καταστροφικές και με αρνητικές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο πράξεις (καταπατητές, μπάζωμα ρεμάτων), έχουν συνευθύνη.
Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και η επερχόμενη κλιματική αλλαγή με τις παρενέργειες της, τότε απειλείται γενικότερα η βιωσιμότητα των κοινωνιών σε βάθος χρόνου. Γι’ αυτό πρέπει άμεσα να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους, οι οποίες δεν εξαντλούνται μόνο στη λήψη μέτρων, που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, αφού εκδηλωθεί και μάλιστα χωρίς να αλλάζει η στάση της κοινωνίας, αλλά εκτείνονται και στο σχεδιασμό για την αποφυγή του.
Η έλλειψη κοινωνικής συνείδησης δείχνει, ότι υπάρχει κενό αξιών, οι οποίες θα μπορούσαν να διαμορφώνουν την κυρίαρχη πραγματικότητα με σημείο αναφοράς την ανθρώπινη οντότητα σε ένα βιώσιμο περιβάλλον. Και αυτό σε βάθος χρόνου απειλεί την κοινωνική συνοχή, ενώ αποδυναμώνει την δυνατότητα της κοινωνίας να διαχειρίζεται την πορεία της στο μέλλον με αειφορικό τρόπο.
Δεν φαίνεται όμως ούτε σε υπερεθνικό ούτε σε εθνικό επίπεδο, ότι συνειδητοποιείται η ευθύνη όλων και η εξάντληση των χρονικών περιθωρίων σε σχέση με την ζωτικής σημασίας ανάγκη για ριζικές μεταρρυθμίσεις και επαναπροσανατολισμό των κοινωνιών, σε ό,τι αφορά το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, ώστε να διασφαλισθεί ένα αειφορικό μέλλον.
Το πολύ αρνητικό δε είναι, ότι ιδιαιτέρως οι χώρες με την μεγαλύτερη συμμετοχή στην δημιουργία αρνητικών συνθηκών σε σχέση με το κλίμα λόγω της υπέρμετρης ρύπανσης, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Κίνα, η Γερμανία, είτε αποχωρούν από την συμφωνία για το κλίμα, που υπεγράφη στο Παρίσι, είτε ομολογούν, ότι δεν θα προσεγγίσουν τους στόχους για την μείωση των ρύπων.
Υπάρχουν βέβαια και χώρες, όπως η Ελλάδα, στις οποίες οι πολιτικοί κινούνται στα όρια του «πολιτικού καφενείου» (διάλογοι στη Βουλή), σε ό,τι αφορά την πολιτική αντιπαράθεση, ενώ τα πολιτικά κόμματα δεν είναι σε θέση να σχεδιάσουν αξιόπιστα ένα μέλλον με αειφορία και πρόληψη αρνητικών εξελίξεων, όπως η τραγωδία της Μάνδρας.
Ιδιαίτερη εντύπωση δε προκαλεί η εμμονή στα ορυκτά καύσιμα, όταν το διαθέσιμο ηλιακό και αιολικό δυναμικό της χώρας και οι ανάλογες ανταγωνιστικές οικονομικά τεχνολογίες εγγυώνται την κάλυψη των εθνικών ενεργειακών αναγκών και την εξαγωγή καθαρής ενέργειας. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την ακολουθούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση πολιτική.
Το ερώτημα, που τίθεται έντονα πλέον, είναι, αν η ευθύνη για την προοπτική της ανθρωπότητας και του πλανήτη μπορεί να αναληφθεί από τις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες, πριν είναι πολύ αργά.