Αναλαμπή ανασύνταξης ή τέλμα παρακμής;

Δημήτρης Καλουδιώτης 05 Νοε 2016

Η κορύφωση της διαμάχης για τα κανάλια, ανέδειξε ανάγλυφα τις αντιλήψεις και τις πρακτικές  της κυβέρνησης ως προς την ίδια τη  λειτουργία του Δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η κυβέρνηση, όσο βέβαια την παίρνει, γιατί λειτουργούν ευτυχώς κάποια αντικλείδια, απέδειξε ότι δεν την ενδιαφέρει η λειτουργία του Δημοκρατικού πολιτεύματος σύμφωνα με τους όρους του κράτους δικαίου, μιας χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Το γενικό  χαρακτηριστικό της κυβερνητικής  πρακτικής είναι ένα είδος λάιτ «ολοκληρωτισμού» με την έννοια  ότι μπορεί να καταφεύγει σε οποιεσδήποτε πρακτικές, λόγων και έργων, αρκεί να υπηρετούν τους εκάστοτε στόχους της. Αυτός ο ολοκληρωτισμός στηρίζεται στο «ηθικό» αξίωμα  ότι οι πολιτικοί  αντίπαλοι  είναι εχθροί  του λαού και υπηρέτες της ολιγαρχίας και οι ίδιοι αυθεντικοί διαρκείς εκπρόσωποι. Αυτό στο λόγο και στην πρακτική  του  υπουργού Ν. Παπά το ζούμε πλήρως αυτές τις μέρες, στον  δε πρωθυπουργό διαρκώς.

Η Δημοκρατική Συμπαράταξη δεν φαίνεται να δίνει ιδιαίτερο βάρος στο ζήτημα αυτό. Στηρίζεται μάλλον στην γραμμή των στελεχών της ΔΗΜΑΡ τα οποία ευθαρσώς υποστηρίζουν ότι η  κυβέρνηση είναι μεν μια πολύ κακή όμως δεν διαφέρει ποιοτικά από τις άλλες κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Ως εκ τούτου προκρίνεται μια σκληρή μεν κριτική αλλά με ταυτόχρονη καλλιέργεια  κλίματος συναίνεσης ακόμα και  πιθανής οικουμενικής.

Σύμφωνα με αυτή την οπτική η συναίνεση πρέπει να είναι συστατικό στοιχείο της περιόδου. Η  ε(πι)μονή της ΝΔ σε  πρόωρες εκλογές θεωρείται απόρροια της εμμονής του πολιτικού συστήματος στις κακές πρακτικές της μεταπολίτευσης. Η λογική αυτή μοιάζει να αγνοεί ότι ο Σύριζα ήρθε και μένει στην εξουσία καταπατώντας κάθε κανόνα , όχι μόνο στις πρώτες εκλογές αλλά και στο δημοψήφισμα και στις δεύτερες και ως κυβέρνηση. Και παραμένει δημιουργώντας συνθήκες ενός  καθεστωτικού αναχρονισμού.

Επιμένουν ιδιαίτερα ότι είναι άκαιρο  το αίτημα των πρόωρων εκλογών και δεν αναρωτούνται που θα ήταν η χώρα  αν εκλεγόταν στη ΝΔ ο Μεϊμαράκης και ακολουθούσε την γραμμή της συνεννόησης με την κυβέρνηση Σύριζα-Ανέλ. Η ελληνική κοινωνία θα είχε αφεθεί στη τύχη  της χωρίς μια πολιτική δύναμη να έχει στόχο την επιστροφή της στην κανονικότητα.

Ανάλογη είναι και η στάση του Ποταμιού, πιο ανεπεξέργαστη. Πληρώνει την ασυνέπεια της εναλλαγής ανάμεσα στην σκληρή γραμμή καταγγελίας της κυβέρνησης   και στην πρόβλεψη  του Θεοδωράκη ότι οι εκλογές θα γίνουν το 2019. Η αντίφαση αυτή είναι δύσκολα ερμηνεύσιμη.   Όταν προβλέπεις ότι ο αντίπαλος θα αντέξει ως το 2019 ουσιαστικά καλείς τους πολίτες σε «στοχαστική προσαρμογή»  και πετάς στον κάλαθο των αχρήστων τις σκληρές  ατάκες εναντίον της κυβέρνησης.

Ίσως, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, τα δύο κόμματα αναλώνονται σε ένα εσωτερικό πόλεμο για το πιο θα μείνει σε αυτή τη φάση όρθιο  ώστε να κερδίσει το χώρο του Κέντρου  στην επόμενη. Οι «αντίστροφες»  δημοσκοπικές επιδόσεις είναι και ο κακός σύμβουλος τους.

Η   στάση τους ίσως στηρίζεται σε λάθος εκτίμηση για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα  η κοινωνία. Ερμηνεύουν τα γεγονότα μέσα  από τη σκοπιά της δικής  τους  κατάστασης. Βλέπουν ένα κοινωνικό παρακμιακό τέλμα. Μια οπτική που είναι κάπως της μόδας. Στην εποχή μας, εποχή των  πολύπλοκων μαζικών δημοκρατιών του αναπτυγμένου κόσμου, η ευθύνη των απλών πολιτών  είναι σημαντική. Αλλά δεν υπερβαίνει τις ευθύνες των ελίτ…

Πέρα από γενικότητες. Η χώρα μας πέρασε έναν κύκλο άκρατου λαϊκισμού ο οποίος διέτρεχε την μεταπολίτευση, νοθεύοντας την, και του οποίου  κορύφωση, ως εθνικολαϊκισμός ,ήταν οι «αγανακτισμένοι» και ίσως το δημοψήφισμα . Βέβαια οι εξελίξεις  είναι πάντα σύνθετες. Αλλά διαφαίνονται, μέσα στις συνθήκες της εξαετούς κρίσης , οι όροι μιας αυτογνωσίας, μιας νέας ωριμότητας. Ο λαϊκισμός, μαζί με τον «κινηματισμό»,  «συνωστίζεται» στα άκρα (Δεξιά και Αριστερά) και διασπάται σε μικρότερα κομματίδια, «απομαζικοποιείται». Περιορίζεται στα στελέχη, στους  επαγγελματίες της διαμαρτυρίας…

Ο εθνικολαϊκισμός , ο αντιευρωπαϊσμός, ο κρατισμός, η περιφρόνηση προς το κράτος δικαίου, η αντιμετώπιση της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως «μεταβατικό» πολίτευμα χαρακτηρίζουν αυτό που ονομάζουμε «ηγεμονία της (σταλινικής) Αριστεράς» που έχει πλέον ως παρακολούθημα  την ναζιστική και άκρα Δεξιά . Δεν είναι τυχαίο ότι το  ζήτημα  της ηγεμονίας τίθεται με έμφαση  τώρα. Πολλοί το είχαμε θέσει από πολύ νωρίς και ιδιαίτερα από το 89- 90.

Διαμορφώνονται ελπίζουμε οι συνθήκες για την απαλλαγή της τελευταίας ευρωπαϊκής χώρας από αυτό το φορτίο. Κάτι περισσότερο. Ωριμάζουν οι συνθήκες για μια «αναλαμπή εκσυγχρονισμού» , όπως ιστορικά συμβαίνει στη χώρα, με έμφαση την  επιστροφή στην κανονικότητα. Και αυτή η αναλαμπή πρέπει να μεταβληθεί σε διαρκέστερη ευκαιρία εθνικής ανασυγκρότησης.

Ισχυρές ενδείξεις για μια τέτοια εξέλιξη είναι ορατές. Όπως: Η  πλήρης απομόνωση της κυβέρνησης μαζί με τον κατακερματισμό των εθνικολαϊκιστικών δυνάμεων, με την εξαίρεση της στάσιμης ΧΑ. Η ανάληψη της ηγεσίας,  από ένα μειοψηφικό, φιλελεύθερο  κεντροδεξιό ρεύμα και κάπως έξω από την πεπατημένη αρχηγό, στη  ΝΔ. Και το κυριότερο  η ανέλιξη, μέσα σε ένα χρόνο, αυτού  του ρεύματος σε πλειοψηφικό στην κοινωνία με «δημοσκοπική επιρροή» της τάξης του 42%.  Δεν μπορεί να αγνοηθεί.